“Οι αθώοι εργάται Σάκο και Βαντσέτι δεν πρέπει να αποθάνουν εις την ηλεκτρικήν καρέκλα”.
Με αυτόν τον πρώτο τίτλο κυκλοφορούσε το φύλλο του “Ριζοσπάστη” στις 10 Αυγούστου 1927. Την προηγούμενη μέρα οι εργατικές οργανώσεις της Αθήνας είχαν κάνει διάβημα στην πρεσβεία των ΗΠΑ. Δώδεκα μέρες μετά η “Δικαιοσύνη” της χώρας των δημίων, όπως την είχε αποκαλέσει με τον υπέρτιτλό του ο “Ρ”, εκτελούσε, νύχτα, με ηλεκτρική καρέκλα τους Σάκο και Βαντσέτι. Εβδομήντα χρόνια πριν.
Αντλούμε από το βιβλίο των Ρίτσαρντ Ο’ Μπόγιερ και Χέρμπερτ Μ. Μόρε με τίτλο “Η άγνωστη ιστορία του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ” (έκδοση “Σύγχρονη Εποχή”) σημαντικές πληροφορίες για τότε.
“Πού θα πήγαινα; Τι θα έκανα; Βρισκόμουν στη γη της επαγγελίας”.Αυτή η σκέψη συνόδευε τους μετανάστες, που φτάνοντας στην Αμερική στις αρχές του 20ού αιώνα, έβρισκαν την καταναγκαστική εργασία, τη σκληρή μεταχείριση, τους μισθούς πείνας, αφήνοντας πίσω τα όνειρα για δικαιοσύνη στη γη και στις συναλλαγές τους. Με τον ιδρώτα τους και τη διαφορά του μισθού τους – μειωμένο κατά το ήμισυ – από των ντόπιων λευκών εργατών, οι εργοδότες έβγαζαν δισεκατομμύρια. Και ήταν πάντα πρόθυμοι να συνεισφέρουν στις οργανώσεις που έτρεφαν την εξαιρετικά επικερδή επιχείρηση του διαίρει και βασίλευε. Πολλοί ήταν οι συνδικαλιστές, μαύροι και ξένοι εργάτες που δοκίμαζαν στο σώμα τους ακόμη, το μαστίγιο του επαρχιώτικου φανατισμού, που έτρεφε η εργοδοσία και η “Κου Κλουξ Κλαν” με δημόσιες εκδηλώσεις μίσους απέναντί τους, μεταμφιεσμένες σε πατριωτισμό. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα έφτασαν στην Αμερική ο Σάκο και ο Βαντσέτι.
“Είχαν κόκκινες δραστηριότητες”