Τρίτη 14 Ιουλίου 2020

ΣΑΚΟ ΚΑΙ ΒΑΝ­ΤΣΕ­ΤΙ: «Δεν πρέ­πει να απο­θά­νουν»



“Οι αθώοι ερ­γά­ται Σάκο και Βαν­τσέ­τι δεν πρέ­πει να απο­θά­νουν εις την ηλε­κτρι­κήν κα­ρέ­κλα”.

Με αυτόν τον πρώτο τίτλο κυ­κλο­φο­ρού­σε το φύλλο του “Ρι­ζο­σπά­στη” στις 10 Αυ­γού­στου 1927. Την προη­γού­με­νη μέρα οι ερ­γα­τι­κές ορ­γα­νώ­σεις της Αθή­νας είχαν κάνει διά­βη­μα στην πρε­σβεία των ΗΠΑ. Δώ­δε­κα μέρες μετά η “Δι­καιο­σύ­νη” της χώρας των δη­μί­ων, όπως την είχε απο­κα­λέ­σει με τον υπέρ­τι­τλό του ο “Ρ”, εκτε­λού­σε, νύχτα, με ηλε­κτρι­κή κα­ρέ­κλα τους Σάκο και Βαν­τσέ­τι. Εβδο­μή­ντα χρό­νια πριν.

Αντλού­με από το βι­βλίο των Ρί­τσαρντ Ο’ Μπό­γιερ και Χέρ­μπερτ Μ. Μόρε με τίτλο “Η άγνω­στη ιστο­ρία του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος των ΗΠΑ” (έκ­δο­ση “Σύγ­χρο­νη Εποχή”) ση­μα­ντι­κές πλη­ρο­φο­ρί­ες για τότε.


“Πού θα πή­γαι­να; Τι θα έκανα; Βρι­σκό­μουν στη γη της επαγ­γε­λί­ας”.Αυτή η σκέψη συ­νό­δευε τους με­τα­νά­στες, που φτά­νο­ντας στην Αμε­ρι­κή στις αρχές του 20ού αιώνα, έβρι­σκαν την κα­τα­να­γκα­στι­κή ερ­γα­σία, τη σκλη­ρή με­τα­χεί­ρι­ση, τους μι­σθούς πεί­νας, αφή­νο­ντας πίσω τα όνει­ρα για δι­καιο­σύ­νη στη γη και στις συ­ναλ­λα­γές τους. Με τον ιδρώ­τα τους και τη δια­φο­ρά του μι­σθού τους – μειω­μέ­νο κατά το ήμισυ – από των ντό­πιων λευ­κών ερ­γα­τών, οι ερ­γο­δό­τες έβγα­ζαν δι­σε­κα­τομ­μύ­ρια. Και ήταν πάντα πρό­θυ­μοι να συ­νει­σφέ­ρουν στις ορ­γα­νώ­σεις που έτρε­φαν την εξαι­ρε­τι­κά επι­κερ­δή επι­χεί­ρη­ση του διαί­ρει και βα­σί­λευε. Πολ­λοί ήταν οι συν­δι­κα­λι­στές, μαύ­ροι και ξένοι ερ­γά­τες που δο­κί­μα­ζαν στο σώμα τους ακόμη, το μα­στί­γιο του επαρ­χιώ­τι­κου φα­να­τι­σμού, που έτρε­φε η ερ­γο­δο­σία και η “Κου Κλουξ Κλαν” με δη­μό­σιες εκ­δη­λώ­σεις μί­σους απέ­να­ντί τους, με­ταμ­φιε­σμέ­νες σε πα­τριω­τι­σμό. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα έφτα­σαν στην Αμε­ρι­κή ο Σάκο και ο Βαν­τσέ­τι.
“Είχαν κόκ­κι­νες δρα­στη­ριό­τη­τες”


Ο Μπαρ­το­λο­μέο Βαν­τσέ­τι αγα­πού­σε τον Που­τσί­νι, ήξερε Δάντη και πί­στευε βαθιά ότι τα βι­βλία θα τον βοη­θού­σαν να ερευ­νή­σει τα αίτια της δια­φο­ράς ανά­με­σα στα εκα­τομ­μύ­ρια των ερ­γα­τών που ξε­θε­ώ­νο­νται στη δου­λιά και στους λί­γους που μά­ζευαν τσεκ. Ο Ιτα­λός με­τα­νά­στης, έφτα­σε στη χώρα, ξένος ανά­με­σα σε ξέ­νους, το 1908. Στη χώρα αυτή πά­λε­ψε για μά­θη­ση και ελευ­θε­ρία, έμαθε πως η “τα­ξι­κή συ­νεί­δη­ση δεν είναι μια φράση – επι­νό­η­ση των προ­πα­γαν­δι­στών, αλλά μια αλη­θι­νή, ζω­τι­κή δύ­να­μη και πως όποιοι νιώ­θουν τη ση­μα­σία της παύ­ουν να είναι υπο­ζύ­για και με­τα­τρέ­πο­νται σε αν­θρώ­πι­νες υπάρ­ξεις”. Στη χώρα αυτή γνώ­ρι­σε τον συ­μπα­τριώ­τη του Νι­κό­λα Σάκο,τον κοντό, μυώδη και όμορ­φο νέο, τσα­γκά­ρη, με ασυ­νή­θι­στη όρεξη για ζωή και πάλη για την κα­τάρ­γη­ση της δου­λεί­ας, της εκ­με­τάλ­λευ­σης, του πο­λέ­μου. Στη χώρα αυτή, έμελ­λε και οι δύο, εβδο­μή­ντα χρό­νια πριν, σαν σή­με­ρα 22 Αυ­γού­στου, να οδη­γη­θούν στο θά­να­το.
Εχθροί των θε­σμών…

“Είχαν κόκ­κι­νες δρα­στη­ριό­τη­τες και έπρε­πε να πε­θά­νουν”,ήταν το σκε­πτι­κό της θα­να­τι­κής από­φα­σης των Α. Λό­ρενς Λό­ου­ελ,προ­έ­δρου του πα­νε­πι­στη­μί­ου Χάρ­βαρντ, Σά­μιου­ελ Στρά­τονπρο­έ­δρου του Τε­χνο­λο­γι­κού Ιν­στι­τού­του της Μα­σα­χου­σέ­της και Ρό­μπερτ Γκραντ,συ­ντα­ξιού­χου δι­κα­στή, τον Αύ­γου­στο του 1927.

Εξι χρό­νια πριν, οι Σάκο και Βαν­τσέ­τι, θα κα­τη­γο­ρού­νταν για λη­στεία σε μια χρη­μα­τα­πο­στο­λή στο Σάουθ Μπρέι­ντρι της Μα­σα­χου­σέ­της, που είχε γίνει τον Απρί­λη του 1920 και κατά την οποία είχαν σκο­τω­θεί δύο φρου­ροί. Εκτός από το φόνο στο Σάουθ Μπρέι­ντρι, ο Βαν­τσέ­τι κα­τη­γο­ρή­θη­κε και για μια απο­τυ­χη­μέ­νη από­πει­ρα λη­στεί­ας σε χρη­μα­τα­πο­στο­λή στο Μπρι­τζ­γουό­τερ της Μα­σα­χου­σέ­της, που είχε γίνει τον Δε­κέμ­βρη του 1919. Ο οποιοσ­δή­πο­τε προ­σε­κτι­κός εξε­τα­στής των υπο­θέ­σε­ων αυτών μπο­ρού­σε να δει κα­θα­ρά ότι ήταν αθώοι. Αλ­λω­στε στην πρώτη δίκη του Βαν­τσέ­τι, ο δι­κα­στής απευ­θυ­νό­με­νους στους ενόρ­κους είχε πει: “Ισως αυτός ο άντρας να μην έπρα­ξε το έγκλη­μα για το οποίο κα­τη­γο­ρεί­ται. Είναι όμως ηθικά ένο­χος γιατί απο­τε­λεί εχθρό των υπαρ­χό­ντων θε­σμών της χώρας”.
Στη μαύρη λίστα

Ο Βαν­τσέ­τι που γύ­ρι­ζε στους δρό­μους και που­λού­σε ψάρια από τότε που μπήκε στη μαύρη λίστα για τη συμ­με­το­χή του στην απερ­γία μιας βιο­μη­χα­νί­ας σχοι­νιού, το 1916, έγινε στε­νός φίλος του Σάκο, όταν και οι δύο ενα­ντιώ­θη­καν στον πρώτο Πα­γκό­σμιο Πό­λε­μο. Αρ­νού­με­νοι να σκο­τώ­σουν άλ­λους αν­θρώ­πους σε μια τέ­τοια σύ­γκρου­ση έφυ­γαν μαζί με μια ομάδα Ιτα­λών αναρ­χι­κών για το Με­ξι­κό και έμει­ναν εκεί όσο δι­ήρ­κε­σε ο πό­λε­μος. Η φιλία τους συ­νε­χί­στη­κε κι αφό­του γύ­ρι­σαν στη Μα­σα­χου­σέ­τη. Εκτός από τις απερ­γί­ες δρα­στη­ριο­ποι­ή­θη­καν και στην υπε­ρά­σπι­ση των αλ­λο­δα­πών, όταν οι συλ­λή­ψεις και οι απε­λά­σεις πήραν τη μορφή σταυ­ρο­φο­ρί­ας. Το να είσαι ξένος έγινε επι­κίν­δυ­νο, καθώς τα μα­νια­σμέ­να πλήθη έβλε­παν στις επι­δρο­μές το μέσο για τη διά­σω­ση της Αμε­ρι­κής. Οι Σάκο και Βαν­τσέ­τι συ­γκέ­ντρω­ναν χρή­μα­τα, τύ­πω­ναν προ­κη­ρύ­ξεις, ορ­γά­νω­ναν συ­γκε­ντρώ­σεις δια­μαρ­τυ­ρί­ας. Τα ονό­μα­τά τους βρί­σκο­νταν στις μυ­στι­κές κα­τα­στά­σεις του υπουρ­γεί­ου Δι­καιο­σύ­νης. Συλ­λαμ­βά­νο­νται με προ­κη­ρύ­ξεις στα χέρια τους το Μάη του 1920, οπότε είχαν ορ­γα­νώ­σει συ­γκέ­ντρω­ση για το θά­να­το ενός φίλου τους Ιτα­λού τυ­πο­γρά­φου. Αρ­χι­κά η κα­τη­γο­ρία ήταν “επι­κίν­δυ­νες ρι­ζο­σπα­στι­κές δρα­στη­ριό­τη­τες”. Μετά εφευ­ρέ­θη­καν η λη­στεία και ο φόνος.

Τον Ιούλη του 1921 ο δι­κα­στής Θά­γιερ θα απο­φά­σι­ζε ότι είναι ένο­χοι για φόνο πρώ­του βαθ­μού, κα­λώ­ντας τους ενόρ­κους “να προ­σφέ­ρε­τε τις υπη­ρε­σί­ες σας με το ίδιο πνεύ­μα πα­τριω­τι­σμού που έδει­ξαν οι στρα­τιώ­τες μας πέρα από τον ωκε­α­νό”. Η ποινή που πρό­βλε­πε ο νόμος της Μα­σα­χου­σέ­της ήταν εκτέ­λε­ση στην ηλε­κτρι­κή κα­ρέ­κλα. Την ίδια χρο­νιά θα ξε­κι­νού­σε η μάχη για την ανα­τρο­πή της από­φα­σης, μια μάχη που δι­ήρ­κε­σε έξι χρό­νια.
“Δεν ήταν εκεί.. “

Στο με­τα­ξύ με ένορ­κες κα­τα­θέ­σεις τους ο επι­κε­φα­λής του υπουρ­γι­κού γρα­φεί­ου της Βο­στώ­νης και του ει­δι­κού εκ­προ­σώ­που του υπουρ­γεί­ου, δή­λω­ναν ότι οι ομο­σπον­δια­κές αρχές γνώ­ρι­ζαν πως οι κα­τη­γο­ρού­με­νοι ήταν αθώοι, αλλά ήταν απο­φα­σι­σμέ­νες να τους οδη­γή­σουν στο θά­να­το, λόγω των πο­λι­τι­κών τους πε­ποι­θή­σε­ων. Και ση­μεί­ω­ναν πως το έγκλη­μα του Σάουθ Μπρέι­ντρι ήταν δου­λιά επαγ­γελ­μα­τιών. Ενας νε­α­ρός εγκλη­μα­τί­ας, ο Σε­λε­στί­νο Φ. Μα­ντέι­ρος,που είχε κα­τα­δι­κα­στεί σε θά­να­το για φόνο, ομο­λό­γη­σε: “Πα­ρα­βρι­σκό­μουν στο έγκλη­μα. Οι Σάκο και Βαν­τσέ­τι δεν ήταν εκεί”. Προ­τί­μη­σε έτσι να πα­ραι­τη­θεί από τη δυ­να­τό­τη­τα να του χα­ρι­στεί η ζωή, καθώς για την υπό­θε­σή του είχε κάνει έφεση, παρά να πα­ρα­κο­λου­θή­σει αμέ­το­χος την αδι­κία. “Είδα τη γυ­ναί­κα του Σάκο που ήρθε εδώ (σ. σ. στη φυ­λα­κή) με τα παι­διά και τα λυ­πή­θη­κα”, εξή­γη­σε…

Στο με­τα­ξύ απ’ όλο τον κόσμο, φίλοι της δι­καιο­σύ­νης και διά­φο­ρες ορ­γα­νώ­σεις πραγ­μα­το­ποιού­σαν δια­δη­λώ­σεις, συ­γκέ­ντρω­ναν χρή­μα­τα για την υπε­ρά­σπι­ση των δύο αντρών. Στην ίδια την Αμε­ρι­κή, όμως, το 1926, η πλειο­ψη­φία των Αμε­ρι­κα­νών εμ­φα­νι­ζό­ταν να αδια­φο­ρεί για την τύχη των Σάκο και Βαν­τσέ­τι. Ολοι έπαιρ­ναν με­το­χές. Τα συν­δι­κά­τα επέν­δυαν τα κε­φά­λαιά τους σε με­το­χές, ομό­λο­γα και ακί­νη­τα. Πε­ριο­ρι­σμοί στις αγο­ρές δεν υπήρ­χαν. Ποιος μπο­ρού­σε να σκε­φτεί τους δύο Ιτα­λούς, όταν η “Ανα­κό­ντα”, η “Τζέ­νε­ραλ Ελέ­κτρικ”, η “Τζέ­νε­ραλ Μό­τορς” ανέ­βαι­ναν σχε­δόν ώρα με την ώρα; Ομως, όταν το Ανώ­τα­το Δι­κα­στή­ριο της Μα­σα­χου­σέ­της απέρ­ρι­ψε την έφεση των Σάκο και Βαν­τσέ­τι και ορί­στη­κε η μέρα εκτέ­λε­σης, ο κό­σμος σιγά σιγά και σε πα­γκό­σμια κλί­μα­κα αφυ­πνι­ζό­ταν. Εκα­το­ντά­δες προ­σω­πι­κό­τη­τες έστελ­ναν εκ­κλή­σεις να μη χα­θούν άδικα δυο ζωές. Ωσπου, ήρθε η μέρα της εκτέ­λε­σης…
“Δεν μπο­ρεί να γίνει… “

.. δεν πρέ­πει να το αφή­σου­με να γίνει. Το δυ­να­τό καρ­τε­ρι­κό πρό­σω­πο του Βαν­τσέ­τι πίσω από τα σί­δε­ρα, η αγω­νία του Σάκο για αυ­τούς που μέ­νουν και βα­σα­νί­ζο­νται, για τη χαρά της λευ­τε­ριάς, ήταν η σιω­πη­λή κραυ­γή που έφτα­νε στ’ αυτιά και την καρ­διά του απλού κό­σμου. Μια κραυ­γή που απαι­τού­σε σαν απά­ντη­ση την απε­λευ­θέ­ρω­ση. Που ξε­σή­κω­σε άν­δρες και γυ­ναί­κες, σ’ όλη τη Γη, από τα σιω­πη­λά σπί­τια τους και τους οδή­γη­σε το βράδυ της 22ης Αυ­γού­στου, στο πα­ρα­πέ­ντε της εκτέ­λε­σης, στους δρό­μους των μι­κρών ιτα­λι­κών πό­λε­ων, του Πα­ρι­σιού, της Νέας Υόρ­κης, του Βε­ρο­λί­νου, του Λον­δί­νου, αλλά και σε επαρ­χια­κές πό­λεις κατά μήκος του Ρήνου, στις Αλ­πεις, στα πα­ρά­λια της Με­σο­γεί­ου, στους κα­ταυ­λι­σμούς αν­θρα­κω­ρύ­χων στα Βρα­χώ­δη Ορη και στις πά­μπες της Αρ­γε­ντι­νής. Που “προ­κά­λε­σε” απερ­γί­ες με εκα­το­ντά­δες χι­λιά­δες συμ­με­το­χές στη Νέα Υόρκη, την Πεν­σιλ­βα­νία, το Κο­λο­ρά­ντο, το Ιλι­νόις και το Νιου Τζέρ­σεϊ. Η Αστυ­νο­μία συ­νέ­λα­βε δια­δη­λω­τές στη Φι­λα­δέλ­φεια και το Σι­κά­γο και συ­γκρού­στη­κε με 50.000 άτομα στη Γιού­νον Σκου­έ­αρ της Νέας Υόρ­κης.

Στη Βο­στώ­νη έβρε­χε καθώς μέσα στη νύχτα, το πλή­θος με λυγ­μούς και με τη συ­νο­δεία αστυ­νο­μι­κών γκλομπ, έσυρε τα βή­μα­τά του γύρω από τη Βουλή και σχη­μά­τι­σε πομπή προς την πο­λι­τεια­κή φυ­λα­κή, στην οποία είχαν το­πο­θε­τη­θεί πο­λυ­βό­λα και τη φρου­ρού­σε η εθνο­φρου­ρά. Αντρες και γυ­ναί­κες με πανό στα χέρια περ­πα­τού­σαν συ­νέ­χεια κάτω από τους τοί­χους της φυ­λα­κής και επα­να­λάμ­βα­ναν στον εαυτό τους: “Δεν μπο­ρεί να γίνει, δεν μπο­ρεί να γίνει”.Ξαφ­νι­κά τα φώτα της φυ­λα­κής τρε­μό­παι­ξαν τρεις φορές. Η έν­νο­μη τάξη απαι­τού­σε και πήρε τις ζωές των Μα­ντέι­ρος, Σάκο και Βαν­τσέ­τι. Ομως, “αυτή η τε­λευ­ταία αγω­νία ήταν ο θρί­αμ­βός μας. Τα λόγια μας, η ζωή μας, τα βά­σα­νά μας, δεν είναι τί­πο­τα! Η αφαί­ρε­ση της ζωής μας, της ζωής ενός καλού τε­χνί­τη πα­που­τσιών κι ενός φτω­χού υπαί­θριου πω­λη­τή ψα­ριών, τα πάντα!”,έγρα­φε στη φυ­λα­κή, τέσ­σε­ρις μήνες πριν την εκτέ­λε­ση ο Βαν­τσέ­τι.

Τα φώτα της φυ­λα­κής ξα­νάρ­χι­σαν να λά­μπουν. Το ίδιο και τα μάτια των αν­θρώ­πων, από το κλάμα στη σκέψη πως η Γη είχε γίνει φτω­χό­τε­ρη, είχε κη­λι­δω­θεί.

“Να θυ­μά­σαι Ντά­ντε… “

Στο κελί των μελ­λο­θά­να­των ο Σάκο θα έγρα­φε το τε­λευ­ταίο γράμ­μα στον γιο του Ντά­ντε: “Λοι­πόν, γιε μου μην κλά­ψεις, παρά να φα­νείς γεν­ναί­ος και να πα­ρη­γο­ρή­σεις τη μη­τέ­ρα σου. Οταν θέ­λεις να απο­σπά­σεις τη μη­τέ­ρα σου από την απο­γο­ή­τευ­ση και τη συ­γκί­νη­ση, να κά­νεις αυτό που συ­νή­θι­ζα εγώ να κάνω. Πή­γαι­νέ την ένα με­γά­λο πε­ρί­πα­το στην ήσυχη εξοχή, να μα­ζέ­ψει αγριο­λού­λου­δα εδώ κι εκεί, να ξε­κου­ρα­στεί κάτω από τη σκιά των δέ­ντρων, πλάι στην αρ­μο­νία του κε­λα­ρυ­στού πο­τα­μού και μέσα στη γλυ­κιά ηρε­μία της μη­τέ­ρας φύσης και είμαι σί­γου­ρος ότι θα το χαρεί πολύ, καθώς κι εσύ είμαι σί­γου­ρος. Ομως να θυ­μά­σαι πάντα, Ντά­ντε, μην αφιε­ρώ­σεις τον εαυτό σου μόνο στο κυ­νή­γι της ευ­τυ­χί­ας… να βοη­θάς τους αδύ­να­τους που ζη­τούν βο­ή­θεια, να βοη­θάς τους κα­τα­τρεγ­μέ­νους και τα θύ­μα­τα, γιατί είναι οι κα­λύ­τε­ροί σου φίλοι. Είναι οι σύ­ντρο­φοι που αγω­νί­ζο­νται και πέ­φτουν, όπως ο πα­τέ­ρας σου και ο Μπαρ­το­λο­μέο αγω­νί­στη­καν κι έπε­σαν… για να κα­τα­κτή­σουν τη χαρά της λευ­τε­ριάς για όλο τον κόσμο”.

Πηγή: Ρι­ζο­σπά­στης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου