Του Πρόδρομου Νικολαϊδη
Αγαπημένε μου Αρκά,
Δεν ξέρω πως σε λένε, ποιος είσαι και από που κρατάει η σκούφια σου. Δεν ξέρω καν αν είσαι ένας ή αν είστε πολλοί. Ποτέ δεν με ένοιαξε για να είμαι ειλικρινής. Δεν το έψαξα γιατί δεν είχε καμία σημασία να μάθω το πραγματικό σου πρόσωπο. Ήσουν για μένα, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, ένας ήρωας της παιδικής μου ηλικίας. Θυμάμαι τον εαυτό μου να ξοδεύει όλο του το χαρτζιλίκι για να αγοράσει τα καινούρια σου βιβλιαράκια, αλλά και όταν είχες καιρό να βγάλεις καινούρια, έβρισκα να αγοράσω ένα παλιό που δεν είχα. Σε θαύμαζα και μεγάλωσα μαζί σου.
Μεγάλωσα με τις κοινωνικές ανησυχίες του «Ισοβίτη», που μέσα από τη μιζέρια του καταδείκνυε τα στραβά τόσο στο σωφρονιστικό σύστημα, όσο και στην κοινωνία γενικότερα. Μεγάλωσα με τις «Χαμηλές Πτήσεις» και το αυθάδες σπουργίτι που βρισκόταν σε μία μόνιμη εφηβεία γεμάτη ειρωνεία και κόντρες με τον μπαμπά του, τον οποίο όμως κατά βάθος αγαπούσε πολύ, όπως όλα τα παιδιά στην εφηβεία άλλωστε. Μεγάλωσα με τις υπαρξιακές σου αναζητήσεις στη «Ζωή Μετά», και ανακάλυψα το πετυχημένο σόκιν χιούμορ σου μέσα από τον κυνικό σεξισμό της Λουκρητίας.
Αγόραζα την εφημερίδα που παρουσίαζες τα σκίτσα σου, είτε αυτή λεγόταν Ελευθεροτυπία, είτε Έθνος, για να παίρνω συχνά πυκνά μια δόση από την πιο πετυχημένη σάτιρα που γράφτηκε ποτέ σε αυτή τη χώρα. Ταυτίστηκα απίστευτα με τον τρόπο προσέγγισής σου, συμφώνησα άπειρες φορές μαζί σου, αγανάκτησα όταν είδα πολλάκις πως η φωνή της λογικής μέσα στην ελληνική τρέλα βρισκόταν σε μισή σελίδα μιας κυριακάτικης εφημερίδας. Μα πάνω απ'όλα, αυτό που θαύμαζα σε εσένα ήταν ένα πράγμα. Η αδιαπραγμάτευτη, αδέσμευτη και αχρωμάτιστη κατεύθυνση της σάτιρας σου.