Της Ευγενίας Σαρηγιαννίδη*
Είναι πλέον όλο και περισσότερο αντιληπτό πως ζούμε την γενίκευση ενός κατακερματισμένου, έμπρακτου πλέον και όχι πια μόνο συμβολικού εμφυλίου πολέμου. Αυτός ο πόλεμος φαίνεται να παίρνει τις απεχθείς μορφές μιας σύγκρουσης μεταξύ ατόμων, μειονοτήτων ενδεχομένως και πολιτισμών που συμβιώνουν, παρά τις αντιθέσεις τους, επί ενός εδάφους που οι αυτόχθονες μέχρι πρότινος θεωρούσαν αποκλειστικά δική τους πατρίδα.
Σε όλη τη δυτική Ευρώπη προφανώς ένας από τους βασικότερους μοχλούς πυροδότησης τέτοιων συγκρούσεων προέρχεται από την μετανάστευση μουσουλμανικών πληθυσμών προς την Ευρώπη. Γι’ αυτό, θα έπρεπε ίσως να αντιμετωπιστεί το Ισλάμ σαν αυτό ακριβώς που είναι. Τόσο στη χώρα μας, όσο και άλλες δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες: ένας, ας τον ονομάσουμε απρόσκλητο πολιτισμικό επισκέπτη, που μοιάζει εκ των πραγμάτων με προσκεκλημένο, αφού δεν διέρχεται ως φιλοξενούμενος, αλλά εγκαθίσταται και διαμένει δίπλα στους εγχώριους πληθυσμούς. Αξίζει τον σεβασμό μας, ίσως και την συμπάθειά μας. Όμως, για το πως λειτουργεί ο οίκος μας, η χώρα, η ήπειρος που τον φιλοξενεί, δεν θα έπρεπε να έχει λόγο, μέχρι τουλάχιστον να αφομοιωθεί πλήρως, συνεπώς, να πάψει να υφίσταται ως παρείσακτη πολιτικοπολιτισμική μειονότητα. Όπως ξέρουμε κάτι τέτοιο δεν έγινε. Και είναι ίσως πλέον αργά για να γίνει. Διότι, όπως το αναφέρει ο Παπαμιχαήλ στο «Ανυπόφορο Βουητό του Κενού»