Γιώργος Τσιάκαλος, Ομότιμος καθηγητής Παιδαγωγικής ΑΠΘ
Οταν το 1964, στις τελευταίες εκλογές πριν από τη δικτατορία, η ΕΔΑ κατέβασε ως υποψήφιους στις εκλογές τον Γιάννη Ρίτσο, τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Μέντη Μποσταντζόγλου, ήταν πολλοί αυτοί που αναρωτήθηκαν εάν η επιτυχία στην Τέχνη αποτελεί ικανή συνθήκη για να μπει κανείς υποψήφιος ενός κόμματος και, κυρίως, εάν εγγυάται ότι, σε περίπτωση εκλογής του, θα διαθέτει όλα τα εφόδια και τα προσόντα που είναι απαραίτητα στο έργο ενός βουλευτή.
Αντιλαμβάνομαι πόσο παράξενο ακούγεται αυτό σήμερα, ιδιαίτερα στο άκουσμα των συγκεκριμένων ονομάτων: και οι τρεις περισσότερο από αναγνωρισμένοι στη δουλειά τους, και των τριών το έργο δεμένο με την κοινωνία και την πολιτική, και οι τρεις μαχητές σε όλους τους αγώνες του κόμματος που ερχόταν να τους εντάξει στα ψηφοδέλτιά του, και οι τρεις με πολυετείς «σπουδές» στο σημαντικότερο σχολείο πολιτικής παιδείας και επιστήμης της ελληνικής Αριστεράς (που ήταν οι φυλακές και οι εξορίες) και, τέλος, και οι τρεις με αποδεδειγμένη την αφοσίωσή τους στην υπόθεση της Δημοκρατίας, χωρίς την προσδοκία ή την αποδοχή –ακόμη και αν τους παρεχόταν!- οποιουδήποτε ανταλλάγματος. Ομως, η υποψηφιότητά τους αποτέλεσε θέμα προβληματισμού, διότι όλοι και όλες αντιλαμβάνονταν ότι η παρουσία στη Βουλή σημαίνει κάτι περισσότερο από ένα ΝΑΙ ή ένα ΟΧΙ στις ψηφοφορίες, σημαίνει ενεργή και δημιουργική συμμετοχή σε πολυποίκιλες διεργασίες, με στόχο τη διαρκή πρόοδο της κοινωνίας.