Του Λεωνίδα Βατικιώτη
Η στρατολόγηση του πρώην προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, πορτογάλου Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο, από την «Τράπεζα», όπως συχνά αποκαλείται ο αμερικάνικος κολοσσός Goldman Sachs, μόνο ως μεμονωμένο περιστατικό δεν μπορεί να χαρακτηριστεί.
Η συχνότητα με την οποία στελέχη που υπηρετούν σε δημόσιες θέσεις προσλαμβάνονται μετά την ολοκλήρωση της θητείας τους στον ιδιωτικό τομέα είναι τόσο συνήθης ώστε το περιστατικό έχει περιγραφεί κι ως «περιστρεφόμενη πόρτα». Και δεν απαντάται μάλιστα μόνο στις ΗΠΑ με τους υπουργούς Οικονομικών να προέρχονται και να επιστρέφουν σε κορυφαίες τράπεζες (με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον υπουργό Οικονομικών του Μπους, Χένρι Πόλσον, που είχε διατελέσει – όλως …τυχαίως – διευθύνων σύμβουλους της Goldman Sachs), αλλά και στην Ευρώπη.
Ποιος ξεχνάει την πρόσληψη του γερμανού καγκελάριου (1998-2005) Γκέρχαρντ Σρέντερ από την επενδυτική τράπεζα των Ρότσιλντ και τη μεταπήδησή του στη συνέχεια στη θέση του προέδρου της κοινοπραξίας που ανέλαβε την κατασκευή του ρωσο-γερμανικού αγωγού Nord Stream; Χώρες μάλιστα όπως η Γαλλία προκειμένου να αποτρέψουν την χρήση ευαίσθητων πληροφοριών, στα οποία είχαν προνομιακή πρόσβαση οι κρατικοί αξιωματούχοι όσο υπηρετούσαν, ως προίκα για μια χρυσή μετεγγραφή σε επιχειρήσεις απαγορεύουν στους δημόσιους λειτουργούς την μετακίνησή τους στον ιδιωτικό τομέα για τρία ολόκληρα χρόνια μετά την απομάκρυνσή τους από το δημόσιο.Ωστόσο, η ένταξη του Μπαρόζο στα μισθολόγια της Goldman Sachs είναι πολύ πιο σοβαρή υπόθεση, κι αυτό για πολλούς λόγους. Ξεχωρίζουμε τρεις, εξ αυτών.