της Ευθυμίας Γιώσα
Εκείνο το πρωινό του Αυγούστου ο ουρανός μοσχοβολούσε. Οι μενεξέδες που ‘χαν φυτρώσει στην αγκαλιά του, ανέδυαν, σε κάθε τους κρυφό αναστεναγμό, τις μαβιές τους αποχρώσεις. Ένας σπίνος έδινε το πρώτο ρεσιτάλ της μέρας και το τραγούδι του απλωνόταν σαν δίχτυ πάνω στην αγουροξυπνημένη οροσειρά. Πλήθος λιόδεντρα αγνάντευε το μάτι. Στα κλαδιά τους τρεμόπαιζαν οι δροσερές στάλες της αυγής.
Ύστερα από έναν ανήσυχο ύπνο με μπερδεμένα όνειρα, η νέα μέρα χάρισε και σ’ εμένα την προσωρινή ανακούφιση του φωτός, στον κουρασμένο σύντροφο ενός ατρόμητου κομαντάντε. Εκείνος, κουρασμένος από τις απογοητεύσεις και τις δυσκολίες των τελευταίων μηνών στη Βολιβία, κοιμόταν ακόμα πάνω στο αυτοσχέδιο αχυρένιο στρώμα. Ο μικρός στάβλος που ‘χαμε για σπίτι, πρωτύτερα φιλοξενούσε γίδες κι αγελάδες, γι’ αυτό κι η μυρωδιά των σωμάτων τους αιωρούνταν ακόμη στον αέρα.
Μέσα στο τσίγκινο κουτάκι, είχε απομείνει λίγη βρώμη. Πριν ρίξω το γάλα και ξεγελάσω μ’ αυτόν τον τρόπο την πείνα μου, ο Τσε είχε κιόλας σηκωθεί. Με τα μαλλιά του ανάκατα, έψαξε για μια στιγμή το ημερολόγιό του. Το ‘χε ακουμπήσει σιμά του χθες βράδυ όταν, απορροφημένος από τις αναμνήσεις, δεν άφησε λεπτό απ’ το χέρι το χοντρό του μολύβι.