της Ευθυμίας Γιώσα
Εκείνο το πρωινό του Αυγούστου ο ουρανός μοσχοβολούσε. Οι μενεξέδες που ‘χαν φυτρώσει στην αγκαλιά του, ανέδυαν, σε κάθε τους κρυφό αναστεναγμό, τις μαβιές τους αποχρώσεις. Ένας σπίνος έδινε το πρώτο ρεσιτάλ της μέρας και το τραγούδι του απλωνόταν σαν δίχτυ πάνω στην αγουροξυπνημένη οροσειρά. Πλήθος λιόδεντρα αγνάντευε το μάτι. Στα κλαδιά τους τρεμόπαιζαν οι δροσερές στάλες της αυγής.
Ύστερα από έναν ανήσυχο ύπνο με μπερδεμένα όνειρα, η νέα μέρα χάρισε και σ’ εμένα την προσωρινή ανακούφιση του φωτός, στον κουρασμένο σύντροφο ενός ατρόμητου κομαντάντε. Εκείνος, κουρασμένος από τις απογοητεύσεις και τις δυσκολίες των τελευταίων μηνών στη Βολιβία, κοιμόταν ακόμα πάνω στο αυτοσχέδιο αχυρένιο στρώμα. Ο μικρός στάβλος που ‘χαμε για σπίτι, πρωτύτερα φιλοξενούσε γίδες κι αγελάδες, γι’ αυτό κι η μυρωδιά των σωμάτων τους αιωρούνταν ακόμη στον αέρα.
Μέσα στο τσίγκινο κουτάκι, είχε απομείνει λίγη βρώμη. Πριν ρίξω το γάλα και ξεγελάσω μ’ αυτόν τον τρόπο την πείνα μου, ο Τσε είχε κιόλας σηκωθεί. Με τα μαλλιά του ανάκατα, έψαξε για μια στιγμή το ημερολόγιό του. Το ‘χε ακουμπήσει σιμά του χθες βράδυ όταν, απορροφημένος από τις αναμνήσεις, δεν άφησε λεπτό απ’ το χέρι το χοντρό του μολύβι.
Σαν να συνεχίζαμε κάποια συζήτηση που ‘χαμε αφήσει στη μέση, μου λέει: «Οι γονείς μου ήρθαν να με συναντήσουν». «Πότε, πώς;», ρωτώ με αφέλεια. «Χθες, στο όνειρό μου. Διάβαζαν αγκαλιασμένοι το τελευταίο γράμμα που τους έστειλα». Το ύφος του αλλάζει, η πλάτη του καμπουριάζει ελαφρώς και το βλέμμα του σκοτεινιάζει. Αρχίζει ν’ απαγγέλει με βαθιά θλίψη τα λόγια που είχε στείλει στους γονείς του πριν φύγει οριστικά από την Κούβα: «″Σας αγάπησα πολύ… Τώρα μια θέληση θα στηρίξει τα πλαδαρά μου πόδια και τα κουρασμένα μου πνευμόνια. Θα φτάσω μέχρι το τέλος… Πιστεύω στον ένοπλο αγώνα ως μοναδική λύση για τους λαούς που θέλουν να απελευθερωθούν… Πολλοί θα με πουν τυχοδιώκτη, και είμαι… Σας φιλώ. Ο άσωτος και πεισματάρης γιος σας″». Αποσταμένος από την απαγγελία και την ένταση των συναισθημάτων του, βγαίνει έξω. Τον ακολουθώ σιωπηλός.
«Δε γίνεται να σβήσεις αυτή τη φλόγα που καίει την καρδιά σου, Τσε», του δίνω θάρρος. «Δε γίνεται να προδώσεις το όραμά σου για έναν πιο δίκαιο κόσμο. Κι αυτό, το γνωρίζει καλά η οικογένειά σου, μην αμφιβάλλεις». Ευθυτενής, ρεμβάζει τα πλάτη. Πάνω στο πέτο τού τριμμένου του λαδί πουκαμίσου, προσγειώνεται μια πεταλούδα. Το σιγανό πετάρισμα των φτερών της, τον επαναφέρει στην πραγματικότητα. Στρέφει τα μάτια του να τη δει κι εκείνη χάνεται τρομαγμένη. «Την είδες αυτή τη μικρή πεταλούδα; Είναι πολύ τυχερή γιατί είναι ελεύθερη. Δεν την εκμεταλλεύεται κανείς και χαίρεται τη σύντομη ζωή της πετώντας από ‘δω κι από ‘κει», αποκρίνεται. Πριν προλάβω ν’ απαντήσω, συνεχίζει: «Δεν είναι κρίμα κι άδικο να μην μπορούν να ζήσουν ελεύθεροι οι άνθρωποι; Δεν είναι ντροπή να ορίζει το χρήμα τις ζωές μας;», λέει και γυρνά προς το μέρος μου σαν να περιμένει μια απόκριση στα καίρια αυτά ερωτήματα. «Εξάλλου, το χρήμα δε θα έπρεπε να είναι παρά ένα αριθμητικό στοιχείο».
Οι χοντρές, μαύρες του αρβύλες, σκονισμένες από το μόχθο του αγώνα, παίρνουν το δρόμο ανάμεσα στα λιόδεντρα. Βαδίζουν αργά και σίγουρα. «Τι είναι αυτό που έχει πρωτεύουσα σημασία για σένα, σύντροφε;», τον ρωτώ γιατί δε θέλω να σταματήσει να ξεδιπλώνει τις σκέψεις του. Οι ιδέες κι ο λόγος του πάντοτε με συναρπάζαν. «Μα, αφού το ξέρεις. Γι’ αυτό δεν είσαι τόσο καιρό δίπλα μου και προσπαθούμε μαζί ν’ αλλάξουμε τον κόσμο; Η ηθική επιβράβευση έχει τη μεγαλύτερη σημασία, χωρίς να παραβλέπω την αντικειμενική ανάγκη των υλικών κινήτρων. Μέσω του συλλογικού πριμ και της εθελοντικής εργασίας ενισχύεται η ιδέα της ευγενούς άμιλλας, της συνεργασίας και του κοινωνικού χρέους», δηλώνει με περηφάνια και τούτα τα λόγια φαίνεται πως έχουν γίνει κομμάτια της σάρκας του. «Σαν τώρα θυμάμαι πόσο εξαντλητικά είχες δουλέψει εσύ ο ίδιος στη συλλογή ζαχαροκάλαμου, πίσω στην Κούβα», ανακαλώ στη μνήμη μου τα περασμένα. «Τα λόγια καταντούν μια κούφια επινόηση αν δε συνοδεύονται από τις ανάλογες πράξεις. Εγώ πρώτος όφειλα να δώσω το παράδειγμα. Εκτός αυτού, σιχαίνομαι να διατάζω και να επιβλέπω», μου απαντά.
Ο ήλιος βγαίνει δειλά δειλά από το καταφύγιό του και λούζει την πλάση με μια λαίμαργη λάμψη. Εμείς, ο ένας δίπλα στον άλλο, προχωρούμε συλλογισμένοι μέσα σ’ αυτό το ″Όρος των Ελαίων″, που έλαχε να είναι η εστία της επανάστασής μας. Εδώ και καιρό στριφογυρίζει στο μυαλό μου μια ερώτηση, χωρίς, όμως, να έχω τολμήσει μέχρι τώρα να τη διατυπώσω. Φοβάμαι μήπως τον στενοχωρήσω ή, ακόμα χειρότερα, μήπως με παρεξηγήσει. Τούτο το πρωινό, όμως, μια εσωτερική δύναμη μού δίνει το θάρρος και, σχεδόν αυθόρμητα, τον ρωτώ: «Έχεις μετανιώσει που εγκατέλειψες τον Κάστρο;». Ξαφνικά, σταματά να περπατά. Μένει ακίνητος ∙ μια ηλιαχτίδα τρυπώνει μέσα απ’ τα ψηλά δέντρα και χαράζει το αξύριστο μάγουλό του. Στρέφεται ολόκληρος προς το μέρος μου και, με μια παθιασμένη βεβαιότητα, μού δηλώνει: «Ποτέ!». Κάνει ένα βήμα, ύστερα κοντοστέκεται και λέει: «Ποτέ! Δε με σήκωνε πια το κλίμα εκείνης της κυβέρνησης. Ιδιαίτερα από το ’63 και μετά δε με υποστήριζε κανείς. Ο ίδιος ο Φιντέλ έβρισκε λόγους να με απομακρύνει σε πολύμηνα διπλωματικά ταξίδια σ’ όλο τον κόσμο. Κρατούσα, κατά κάποιον τρόπο, το ρόλο του επικοινωνιολόγου της επανάστασης. Είχα γίνει η βιτρίνα του αγώνα», αφηγείται με ειλικρίνεια. «Τι σ’ έκανε να πάρεις τη μεγάλη απόφαση;», αναρωτιέμαι φωναχτά. «Φίλε μου, έρχεται μια στιγμή που ξεχειλίζει το μέσα σου, όπως το λάδι στο μπουκάλι. Δεν έχει πού να πάει και κυλάει προς τα έξω. Κάπως έτσι συνέβη και με μένα. Οι διαφωνίες μου με τον Φιντέλ δε σταματούσαν και σ’ όσα σχέδια επένδυσα δεν απέδωσαν καρπούς. Από την άλλη, όλο και φούντωνε μέσα μου η ιδέα της επανάστασης στις χώρες της Λατινικής Αμερικής».
Σκύβει και βγάζει από την τσέπη του παντελονιού του ένα μικρό παγουράκι που ‘χει συνεχώς γεμάτο με νερό. Πίνει λίγες γουλιές και πριν προλάβει να το κλείσει τον πιάνει μία από τις συνηθισμένες κρίσεις άσθματος. Παλεύει να δώσει στα πνευμόνια του περισσότερο αέρα. Παίρνω από τα χέρια του το παγούρι και τον βάζω ν’ ακουμπήσει σ’ έναν κορμό. Βήχει δυνατά. Μετά από λίγο, συνέρχεται και πίνει ξανά λίγο νερό. Είχε ξεχάσει τη συσκευή εισπνοής στο στάβλο. «Έμαθα να ζω από μικρός με το ανυπόφορο άσθμα μου. Τόσο που αν δεν είχα πια, θα μου έλειπε», προσπαθεί να διακωμωδήσει το πρόβλημα υγείας που τον ακολουθεί από παιδί.
Έχοντας ανακτήσει τις δυνάμεις του, σηκώνεται και συνεχίζουμε το βάδισμα. Επαναφέρει το θέμα που είχαμε ξεκινήσει να συζητάμε πριν την ασθματική κρίση. «Θα ήμουν το λιγότερο ανόητος εάν δεν αναγνώριζα στον Κάστρο τη μεγάλη ευκαιρία που μου έδωσε, τότε, στο Μεξικό. Τότε που, ως Υπολοχαγός Υγειονομικού των ανταρτών του, βίωσα την ορμητική δύναμη του αγώνα», δηλώνει. «Τελικά έχουν δίκιο όταν λένε πως για ό, τι συμβαίνει υπάρχει ένας, μάλλον αόρατος μέχρι εκείνη τη στιγμή, λόγος. Από την εξορία του, προέκυψε το κίνημα της ανατροπής», σχολιάζω. Δε γίνεται να συγκρατήσει το χαμόγελό του. «Αυτός ο τύραννος ο Μπατίστα πήρε ένα καλό μάθημα», λέει. «Ποιος μπορεί να ξεχάσει την 26η Ιουλίου;», αναρωτιέμαι με δέος. «Σύντροφε, η έναρξη της επανάστασης της Κούβας έχει χαραχτεί μέσα μου με τα πιο κόκκινα γράμματα. Πιο κόκκινα κι από το αίμα που κυλάει στις φλέβες μου». «Θα ήθελα να ήμουν από μια μεριά να ακούω τι λέγατε όταν ήσαστε φυλακισμένοι στο ίδιο κελί, εσύ κι ο Κάστρο», τον προκαλώ. Μου ρίχνει ένα παιχνιδιάρικο βλέμμα, σχεδόν παιδικό, τέτοιο που δε φανταζόμουν ποτέ ότι διαθέτει, έτσι που είχε σφυρηλατηθεί από τα σημάδια των τελευταίων κακουχιών. «Κάναμε όνειρα, γιατί μόνο τότε στρώνεις το δρόμο για τα σχέδια. Αν δεν ονειρευτείς, είσαι χαμένος από χέρι. Προετοιμαζόμασταν νυχθημερόν για τη μεγάλη ώρα, για τη μέρα που η επανάσταση θα ήταν μια μονάδα ζωής, αυτόνομη, ανεξάρτητη κι ικανή να παρασύρει με τη φόρα της όλους τους βιαστές των λαϊκών δικαιωμάτων».
Τα πυκνά του φρύδια σμίγουν σαν δυο σώματα παρασυρμένα στη δίνη του πάθους. «Τελικά, είναι ουτοπία ή ρεαλισμός ν’ αποζητάς το ανέφικτο;», τον παρασέρνω σ’ ακόμα ένα διανοητικό γαϊτανάκι. «Μέχρι να γίνει τ’ ανέφικτο εφικτό δεν είσαι παρά ένας αιθεροβάμων που κυνηγάει νεφέλες στη μέση του πουθενά. Απάντησέ μου, όμως, σε τούτο: τι θα είχε καταφέρει ο άνθρωπος αν δεν πίστευε πρώτα στ’ αδύνατο;». Φυσάει ένα ζεστό αεράκι και τα λόγια μου χρωματίζονται απ’ την πνοή του. «Είσαι ρεαλιστής, λοιπόν˙ ζητάς το αδύνατο!», συμπεραίνω. «Ακριβώς έτσι, φίλε μου», γνέφει επιδοκιμαστικά.
Από μακριά, ακούγονται ξέγνοιαστα γέλια παιδιών. Φτάνουν στ’ αυτιά μας σαν ευλογία. Όσο προχωρούμε τα γέλια γίνονται δυνατότερα και η συγκίνηση του Τσε εμφανέστερη. Δεν ήταν δύσκολο για κάποιον να καταλάβει ότι το μυαλό του τρέχει στα δικά του παιδιά, στους νέους σπόρους αυτού του κόσμου που άφησε πίσω για να ξεπληρώσει το χρέος του απέναντι στην ευθύνη. «″Προπαντός να είστε πάντοτε ικανοί να νιώσετε όσο πιο βαθιά γίνεται οποιαδήποτε αδικία που διαπράττεται κατά του οποιουδήποτε σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου. Αυτή είναι η πιο όμορφη αρετή ενός επαναστάτη″», τον ακούω να απευθύνει λόγο σε κάποιους φανταστικούς συνομιλητές του. «Τσε, σε ποιον μιλάς», τον ρωτώ. «Σ’ εκείνα τα πλάσματα που αγαπώ όσο τίποτα στον κόσμο. Σ’ αυτά τα λουλούδια που πρέπει να βρουν καθαρό χώρο για ν’ ανθίσουν. Στα παιδιά μου». Αναρωτιέμαι πόσες ιδιότητες κουβαλά στην πλάτη του. Πόσο βαρύ είναι το φορτίο που διάλεξε να υπηρετήσει σ’ αυτή τη σύντομη ζωή. «Σου λείπουνε;», λέω. «Να μπορούσα να ακουμπήσω μια τρίχα απ’ τα μαλλιά τους, να χωθώ στη μικρή τους αγκαλιά και να βγάλω έτσι τη γλώσσα στο χρόνο». Η νοσταλγία κεντά στις γραμμές του προσώπου του τις ναυαγισμένες θύμησες.
«Πάνω στη μηχανή μου, ένα μεσημέρι που ο ήλιος έκαιγε σαν σπίρτο, φαντάστηκα τον εαυτό μου πάμπλουτο. Ύστερα αναλογίστηκα τι σημασία έχει η περιουσία ενός ανθρώπου, αφού η ζωή του αξίζει ένα εκατομμύριο περισσότερες φορές απ’ όσο τα υλικά αγαθά. Δε μετανιώνω που δεν άφησα χρήματα και σπίτια στα παιδιά μου. Είμαι ευτυχισμένος που έγινε έτσι. Το κράτος θα φροντίσει γι’ αυτούς, να έχουν αρκετά για να ζήσουν και να μορφωθούν. Αν είχε συναισθανθεί κάθε εργάτης, κάθε αγρότης της Βολιβίας την αξία του και τη δύναμη που εγκλωβίζει μέσα του, πίστεψέ με, δε θα νιώθαμε τόσο μόνοι αυτούς τους μήνες. Δε χάνω την αισιοδοξία μου, όμως. Αυτό θαύμαζα πολύ και στον Κάστρο. Αντιμετώπιζε ό, τι προέκυπτε κι είχε μια εξαιρετική πίστη ότι όλα θα πήγαιναν καλά. Δεν το ‘βάζε στα πόδια κλαίγοντας ή φοβισμένος. Ποτέ».
Μερικές φορές, οι λέξεις περισσεύουν. Μοιάζουν σαν ανεπιθύμητοι καλεσμένοι την ώρα της αναπαύσεως. Έτσι κι εγώ, προτίμησα να μη μιλήσω. Πέρασαν λίγες στιγμές και το μόνο που θέλησα να πω ήταν: «Ας γυρίσουμε πίσω στο στάβλο. Θα έχουν γυρίσει κι οι άλλοι σύντροφοι με όσες προμήθειες θα μπόρεσαν να βρουν». Παίζει με ένα χορτάρι που ‘χει τυλίξει γύρω από το δάχτυλό του. Σηκώνει τα μάτια του πάνω μου, έπειτα στη φύση, παίρνει μια βαθιά αναπνοή, σαν να μαζεύει μέσα του την αύρα της μάνας γης, και με προτρέπει, σχεδόν ψιθυριστά: «Πάμε». Πάμε, Τσε. Βαδίζουμε στο μονοπάτι ενός οράματος που γέννησε η αγάπη κι η δικαιοσύνη.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ, με αφορμή τη σημερινή επέτειο θανάτου του Τσε Γκεβάρα.]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου