του Περικλή Κοροβέση
Ο Χορστ Μάλερ αυτό το επιφανές μέλος της «Φράξιας Κόκκινος Στρατός» - RAF θεωρούσε την εργατική τάξη της Δυτικής Γερμανίας τελείως παθητική και διεφθαρμένη και ως εκ τούτου ήταν αδύνατο να απελευθερωθεί από μόνη της. Οι εργάτες ήταν κατατρομαγμένα γουρούνια, μαζί με το σύνολο της Αριστεράς.
Και μαζί με τους συντρόφους του, πίστεψαν πως με κάποιες δολοφονίες και κάποιους δυναμίτες θα την απελευθέρωναν. Αντίστοιχες αντιλήψεις και δράσεις υπήρχαν και σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Το ενδιαφέρον με τον Μάλερ ήταν πως μόλις βγήκε από τη φυλακή άλλαξε το μπολσεβίκικο κοστούμι του και φόρεσε το ναζιστικό. Σήμερα είναι ηγετικό στέλεχος των Νεοναζί.
Άλλαξε ο Μάλερ πολιτικές αντιλήψεις, όπως τον κατηγόρησαν, ή απλά παρέμεινε συνεπής στις απόψεις του και ήταν πάντα ναζί; Κατά την άποψή μου, μια ναζιστική ή φασιστική αντίληψη δεν είναι απαραίτητο να έχει την αντίστοιχη ιδεολογική αναφορά. Μπορεί να εκφράζεται μέσα από ένα θρησκευτικό κίνημα. Ακόμα μπορεί να εκφραστεί και από το οποιοδήποτε πολιτικό κίνημα, δεξιό, κεντρώο, αριστερό, αλλά ακόμα και αναρχικό. Σ΄ αυτή την αντίληψη υπάρχουν μερικά σταθερά χαρακτηριστικά:
-Οι μάζες βρίσκονται σε λήθαργο και παρακμή και από μόνες τους δεν μπορούν να κάνουν τίποτε. Είναι πρόβατα και χρειάζονται ένα τσοπάνη (χριστιανική προσέγγιση, ποίμνιο και ποιμένας). Έχουν ανάγκη από έναν μεσσία-αρχηγό που θα τους οδηγήσει στην απελευθέρωση τους, αφού πρώτα υποταγούν τυφλά στον αρχηγό (Χίτλερ, Μουσολίνι, και από την άλλη πλευρά του καθρέπτη, Στάλιν, Μάο και όχι μόνο). Το ρόλο του Μεσσία μπορούν να παίξουν και οι λεγόμενες πρωτοποριακές ομάδες, που θεωρούν τον εαυτό τους εκπρόσωπο του λαού, άσχετα αν δεν έχουν καμιά σχέση μαζί του. Το μόνο που έχουν να κάνουν οι «κατώτεροι» είναι ή να ακολουθήσουν τυφλά τους αρχηγούς ή να θεωρηθούν εχθροί, στο σημείο που δεν υποτάσσονται στην ανώτερη αλήθεια. Άνθρωποι είναι μόνο όσοι είναι δικοί μας. Οι υπόλοιποι βαπτίζονται εχθροί. Και η βία, από εργαλείο, γίνεται αξία και δημιουργεί τον σίριαλ κίλερ, είτε με πολιτική αναφορά, είτε όχι.
-Υπάρχει πάντα μία αναφορά που δεν μπαίνει ποτέ σε αμφισβήτηση. Και αυτή μπορεί να είναι θρησκευτική-μεταφυσική, μπορεί να είναι εθνική ιδέα, μπορεί να είναι φυλετική και ακόμα μπορεί να είναι επαναστατική-φαντασιακή. Ένα είδος θεατρικού έργου, που για να παιχτεί, απαιτεί ανθρώπινες ζωές.
Αν ζούσε σήμερα ο Τσε δεν θα έκανε κανένα αντάρτικο. Θα είχε καταλάβει πως τα ένοπλα κινήματα είναι αδιέξοδα. Δηλαδή, αυτό που κατάλαβαν όλα τα ένοπλα κινήματα στη Λατινική Αμερική, που δεν είχαν καμιά σχέση με τις καρικατούρες των ένοπλων κινημάτων στην Ευρώπη. Οι Σαντινίστας, που πήραν την εξουσία με τα όπλα το 1979, κατάλαβαν στη συνέχεια πως δεν μπορούσαν να την κρατήσουν με τα όπλα. Και το 1990 κάνουν εκλογές τι οποίες και χάνουν και αποχωρούν από την εξουσία. Ο υποδιοικητής Μάρκος των Ζαπατίστας στο Μεξικό ποτέ δε δήλωσε πως πρέπει να πάρουν την εξουσία με τα όπλα, αλλά πως πρέπει να παλέψουν σε ένα πολιτικό πλαίσιο που θα δημιουργούσε μια αυθεντική δημοκρατία στο Μεξικό που θα χωρούσε και τα δικαιώματα των ιθαγενών λαών του.
Το μόνο ένοπλο κίνημα που έχει απομείνει στη Λατινική Αμερική είναι το παραδοσιακό αντάρτικο του FARC που δεν έχει πραγματικό πρόγραμμα εξουσίας. Αυτοσυντηρείται συχνά με συμμαχίες με τις μαφίες των ναρκωτικών, δημιουργώντας έτσι ένα ανταρτοληστρικό κίνημα που δεν έχει σχέση με τη πολιτική αλλά με την επιβίωση.
Να θυμίσουμε λίγο την εποχή που γεννήθηκαν οι «ένοπλες επαναστατικές ομάδες» στην Ευρώπη: Αντάρτικα στον τρίτο κόσμο. Πολιτιστική επανάσταση στην Κίνα. Βιετνάμ και Καμπότζη που προχωρούσαν νικηφόρα με τη δύναμη των όπλων. Κι ανοίγει μια μεγάλη συζήτηση: Ξαναπαίρνουμε τα όπλα στον αναπτυγμένο κόσμο και γινόμαστε η ένοπλη πρωτοπορία ή εντασσόμαστε στο μαζικό κίνημα και δίνουμε όλη μας την ενέργεια σε αυτή τη δύναμη; Κάποιοι επέλεξαν την ένοπλη βία σαν υποδειγματική πράξη. Και έτσι είχαμε τη Φράξια Κόκκινος Στρατός στη Δυτική Γερμανία, την Άμεση Δράση στη Γαλλία, τις Ερυθρές Ταξιαρχίες στην Ιταλία και στην Ελλάδα την 17 Νοέμβρη. Εκτός από την Ιταλία, όπου οι Ερυθρές Ταξιαρχίες και η Αυτονομία του Νέγκρι είχαν χιλιάδες μέλη και υποστηρικτές, όλες οι υπόλοιπες ομάδες της ένοπλης υποδειγματικής δράσης ήταν ολιγάριθμες.
Η τακτική που επιλέχτηκε ήταν οι δολοφονίες και η νιτρογλυκερίνη που αναβίωσαν τις χειρότερες στιγμές του αναρχικού κινήματος στο τέλος του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου. Ο αναρχισμός, από κίνημα ισότητας και δικαιοσύνης, ταυτίζεται με δολοφονικές ενέργειες, από τους πολέμιους του, και μέχρι σήμερα δεν έχει μπορέσει να ξεφύγει από αυτή τη ρετσινιά. Σε αυτό δεν είναι άμοιροι ευθυνών και οι ίδιοι οι αναρχικοί. Δομικά αυτά τα κινήματα δεν ήταν διαφορετικά από τα ένοπλα ακροδεξιά κινήματα των ΗΠΑ και ιδιαίτερα με την Κουν Κουξ Κλαν που χρησιμοποίησε τις ίδιες μεθόδους. Αυτό που άλλαζε ήταν ο στόχος. Στη περίπτωση της Ακροδεξιάς των ΗΠΑ στόχος ήταν οι μαύροι. Στη περίπτωση των ένοπλων επαναστατικών ομάδων ήταν στελέχη του κατεστημένου, άσχετα αν ήταν ένοχοι ή αθώοι. Και εδώ επικράτησε η φασιστική αντίληψη της συλλογικής ευθύνης. Ξεπέρασαν έτσι και τους ίδιους τους νόμους του κάθε ολοκληρωτικού κράτους. Εκεί κάποια δίκη ή κάποιο στρατοδικείο στηνόταν, έστω και για τα μάτια. Σ΄ αυτές τις ομάδες δεν χρειαζόταν τίποτα. Αποφάσιζαν ποιος ήταν ο εχθρός και τον εκτελούσαν, ξεπερνώντας και την ίδια τη μαφία στην οποία ποτέ δεν ίσχυσε η συλλογική ευθύνη. Το θύμα πάντοτε ήταν συγκεκριμένο. Στους «δικούς μας επαναστάτες» ισχύει η συλλογική ευθύνη. Και κατά τα πρότυπα των Ναζί δημιουργούν «Καλάβρυτα» στο μέτρο του δυνατού. Και εφαρμόζουν την αρχή του «συλλογικού υποσυνείδητου» που σημαίνει πως όλοι είναι ένοχοι.
Η υπόθεση της επανάστασης είναι να γυρίσει η δύναμη εκεί που ανήκει. Κι αυτό αποτελεί το μεγάλο διακύβευμα, όταν οι πολλοί πιστεύουν ότι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα. Και ιδού λοιπόν πεδίο δόξης λαμπρό για τους επαναστάτες. Αγώνας για να γυρίσει η δύναμη εκεί που ανήκει. Γι αυτό χρειάζονται πολλές παρεμβάσεις, σε πολλά επίπεδα, τόσο στο ατομικό, όσο και στο κοινωνικό. Για μένα, αυτός που θέλει ένα κουβά νερό για να πλύνει τα δόντια του, δεν μπορεί να είναι επαναστάτης, ακόμα και αν διδάσκει οικολογία σε πανεπιστήμιο. Χωρίς προσωπική ηθική, είμαστε όλοι εν δυνάμει εξουσιαστές και γραφειοκράτες, όσο κι αν διακηρύσσουμε το αντίθετο.
Τελικά για ποιόν παράδεισο αγωνιζόμαστε; Για ποια ουτοπία; Για τίποτα από όλα αυτά. Κανείς δεν ήρθε από τον παράδεισο για να μας πει πως είναι. Και οι ουτοπίες που πήγαν να χτιστούν γίναν δυστοπίες. Δεν μπορούμε να φανταστούμε καμία μελλοντική κοινωνία, αν δεν αρχίζουμε να τη χτίζουμε από τώρα μέσα σ΄ αυτή τη κοινωνία. Μπορούμε να δούμε μερικά χαρακτηριστικά : ισότητα, δικαιοσύνη, η παραγωγή του πλούτου να πηγαίνει στη κοινωνία κι όχι στους κερδοσκόπους. Μαζί με πολλά άλλα χαρακτηριστικά, που έχουν διατυπωθεί ανά τους αιώνες από τους μεγάλους στοχαστές που είχαν στόχο τον άνθρωπο και την ευτυχία του.
Προς το παρόν παλεύουμε για ανθρώπινα δικαιώματα στη κόλαση. Κι αυτό δεν είναι εύκολη δουλειά.
*Οι σκέψεις αυτές του Περικλή Κοροβέση αναπτύσσονται εκτενώς στην εισαγωγή του βιβλίου «Η πολιτική βία είναι πάντοτε φασιστική» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις διάπυροΝ
**Ο Περικλής Κοροβέσης είναι συγγραφέας - δημοσιογράφος