Του Γ.ΔΕΛΑΣΤΙΚ* Απολύτως αντιληπτό είναι το να προσπαθεί ο υπουργός Δημόσιας Τάξης Νίκος Δένδιας να προφυλάξει τους υπουργούς της κυβέρνησης Σαμαρά από πρόσθετες αποκαλύψεις για τις στενές σχέσεις ορισμένων από αυτούς με βουλευτές της Χρυσής Αυγής, στέλνοντας τη γνωστή επιστολή στην εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Ο υπουργός έχει άλλωστε ιδία πείρα για την πολιτική ζημιά που μπορεί να υποστεί κυβερνητικό στέλεχος από τη δημοσιοποίηση συνομιλιών νεοδημοκρατικών στελεχών με χρυσαυγίτες, όπως έγινε με το διαβόητο βίντεο του διαλόγου Μπαλτάκου - Κασιδιάρη. Λογικό είναι να θέλει ένας υπουργός να χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα για να διασώσει την κυβέρνηση στην οποία συμμετέχει.
Υποκρίνεται όποιος ισχυρίζεται ότι αυτό τον σοκάρει. Ομολογούμε όμως ότι η συζήτηση που προκλήθηκε εξαιτίας της εισαγγελικής εντολής «εάν στο μέλλον επαναληφθεί από οποιονδήποτε και υπό οποιαδήποτε ιδιότητα η χρήση παρανόμως κτηθέντος οπτικοακουστικού υλικού, να κινηθεί η αυτόφωρη διαδικασία, έστω και αν ο υπαίτιος είναι βουλευτής εν ενεργεία», μας προκάλεσε σοκ. Ανατριχιάσαμε μόλις συνειδητοποιήσαμε το καθεστώς λογοκρισίας που έχει αθορύβως οικοδομηθεί. Γνωρίζαμε το άρθρο 62 του Συντάγματος, το οποίο μεταξύ πολλών άλλων υπογραμμίζει στο τέλος του ότι «δεν απαιτείται άδεια (σ.σ. εννοεί άρση ασυλίας από τη Βουλή) για τα αυτόφωρα κακουργήματα» βουλευτή. Ενα άρθρο όμως του καθηγητή Δημοσίου Δικαίου Γ. Κατρούγκαλου μας βοήθησε να καταλάβουμε τις πολιτικές συνέπειες του υφιστάμενου νομικού πλαισίου, όταν η υπόθεση αφορά το δημόσιο συμφέρον και όχι την ιδιωτική ζωή ενός υπουργού ή ενός βουλευτή.