Του Κωνσταντίνου Γρηγοριάδη
Όπως είναι γνωστό, οι πολιτικές αρχές της νεωτερικότητας εμφανίζονται με πλήρες και ολοκληρωμένο πρόταγμα στις δύο μεγάλες επαναστάσεις του 18ου αιώνα, τη Γαλλική και την Αμερικανική. Στόχος και των δύο ήταν η εναντίωση στο φεουδαρχικό σύστημα και το πολιτειακό του υποστατικό, το οποίο είναι η απολυταρχία, και η είσοδος σε μια νέα εποχή, όπου το άτομο θα συγκροτείται με στοιχειώδεις όρους ελευθερίας. Βέβαια, η πορεία προς την κορύφωση αυτής της εναντίωσης, είχε ήδη ξεκινήσει από την Αναγέννηση, την οποία διαδέχθηκαν η Μεταρρύθμιση, οι πολιτικές αλλαγές και αναταράξεις στην Αγγλία με κατάληξη το γαλλικό και δυτικοευρωπαϊκό Διαφωτισμό. Η νέα εποχή που αναδύθηκε, είχε σαφέστατα προοδευτικό πρόσημο, καθώς οδήγησε σε απελευθέρωση των δυτικοευρωπαϊκών κοινωνιών και στη διασφάλιση κεκτημένων τα οποία λειτούργησαν ως τα θεμελιώδη γνωρίσματα του νεώτερου πολιτικού πολιτισμού(εργασιακά δικαιώματα, καθολικό δικαίωμα ψήφου κ.λ.π). Στο κείμενο που ακολουθεί, επιχειρώ να καταδείξω τα ιδρυτικά στοιχεία του κοινοβουλευτικού πολιτικού συστήματος και του νεωτερικού πολιτειακού περιβάλλοντος, να συσχετίσω την υπάρχουσα πολιτεία με την έννοια της προόδου και να προτείνω μια άλλη οδό, όπου η βούληση της συλλογικότητας θα αποτελεί σημαντική παράμετρο για τη λήψη την αποφάσεων.
Πριν την είσοδο σε ό,τι αποκαλούμε σήμερα νεωτερικότητα, οι κοινωνίες του σύγχρονου δυτικού κόσμου, ζούσαν σε καθεστώς δεσποτείας. Η απολυταρχία πρόκρινε ότι ολόκληρη η εξουσία πρέπει να ανήκει ακριβώς στο μονάρχη, ο οποίος είναι κάτοχος του κράτους με όρους ιδιοκτησίας. Φυσικά δεν υπόκειται στη δικαιοσύνη, θεωρείται πρόσωπο ιερό και απαραβίαστο, χρησιμοποιεί τη βούλησή του ανεξέλεγκτα. Δηλαδή είναι η προσωποποίηση του κράτους. Στην κοινωνία δεν αναγνωρίζεται κάποια υπόσταση ελευθερίας, ούτε δικαιώματα, καθώς είναι εγκιβωτισμένη σε καθεστώς ιδιωτείας και φυσικά η μετοχή της στη λήψη των αποφάσεων είναι μηδενική (δεν νομιμοποιεί καν τον μονάρχη, καθώς εκείνος είναι αυθαίρετος και κληρονομικός ιδιοκτήτης του κράτους).