Βολιβιανή ζούγκλα, χωριό Λα Ιγκέρα, πρόποδες Άνδεων, ξημέρωμα 9ης Οκτωβρίου 1967
Ο συνταγματάρχης του βολιβιανού στρατού Ρομπέρτο Κιντανίλια Περέιρα είχε κάθε λόγο να πετάει στα σύννεφα από χαρά. Ίσιωσε με τον δείκτη και τον αντίχειρά του το λεπτό, φροντισμένο μαύρο μουστάκι του και προέταξε το σαγόνι του, ώστε να μη φαίνεται το προγούλι του. Στη συνέχεια πλησίασε τον λιγομίλητο άνδρα με τα πολιτικά ρούχα, τον οποίο φώναζε Φέλιξ Ροντρίγκες και που γνώριζε ότι ήταν υψηλόβαθμο στέλεχος της CIA. Με στόμφο του ανακοίνωσε: «Σενιόρ, μέσα στο σχολείο βρίσκεται αιχμάλωτος, έπειτα από καταδίωξη και μάχη με τις δυνάμεις μας, ο νούμερο ένα επικίνδυνος εχθρός των χωρών μας. Ακολουθήστε με, παρακαλώ».
Οι δυο άνδρες πέρασαν από την πόρτα του σχολείου, το οποίο είχε μεταβληθεί σε φρούριο. Φαντάροι με τα όπλα στο χέρι φυλούσαν σκοπιά και άλλοι είχαν ζώσει τον εξωτερικό χώρο και περιπολούσαν. Καταμεσής μιας αίθουσας που είχε αδειάσει από τα θρανία και υπήρχε μόνο ο μαυροπίνακας και ένας Εσταυρωμένος στον τοίχο, καθόταν ήρεμος, σχεδόν χαμογελαστός ένας μαυρομάλλης άνδρας. Το αριστερό του πόδι τον πονούσε φριχτά και το αίμα από τη σφαίρα που τον είχε τραυματίσει, είχε καταβρέξει το σκούρο χακί, στρατιωτικό του παντελόνι. Η έκφρασή του όμως συνέχιζε να είναι γαλήνια.
Ο φαντάρος στην πόρτα της αίθουσας έκανε στην άκρη και ο Κιντανίλια μαζί με τον Ροντρίγκες μπήκαν μέσα. Οι υπόλοιποι στρατιώτες που βρίσκονταν στην αίθουσα εξαφανίστηκαν σε ελάχιστα δευτερόλεπτα αφήνοντας μόνους τους τρεις άνδρες. «Σενιόρ» είπε ο συνταγματάρχης «σας παρουσιάζω τον αιχμάλωτο. Χάρη στην αμέριστη βοήθειά σας ο ταραξίας Ερνέστο Τσε Γκεβάρα βρίσκεται στα χέρια μας. Τον συλλάβαμε προχθές στην περιοχή της χαράδρας του ξεροπόταμου Quebrada del Churo».