Με κούρασαν τα ματωμένα δελτία ειδήσεων,
τα πρωτοσέλιδα της ερημιάς. Μ’ ανακαλύπτω σε παιδικά παιγνίδια, σ’ ένα παιδικό τραγούδι και σε φωτογραφίες ασπρόμαυρες…
Κάποτε είχα πει
πως μόνο τα όνειρα πετούν
χωρίς να πληγώνονται….Τώρα, καθώς συνάζω ένα-ένα τα φτερά τους, ξέρω πως όλα εν τέλει – που με συνθέτουν – ευάλωτα γεννήθηκαν, την ώρα, που κατέθετα την ύπαρξή μου ως ομολογία ζωής στα τριαντάφυλλα.
Απ’ τα τριαντάφυλλα έμειναν μόνο εκείνα τα μικρά, ανεπαίσθητα σημάδια των αγκαθιών, ενώ απ’ τα μέτωπα των Καρυάτιδων ο αντικατοπτρισμός τους στον ήλιο.
Απ’ τις μετόπες των ναών κράτησα την ωχρή πατίνα του χρόνου και την αφηγηματική του μάρμαρου για τον ιδρώτα των λιθοξόων…
Όμως, μάθε: Αν πορεύτηκα έτσι, ήταν γιατί δεν μπορούσα ν’ αφήνω τον ήλιο ν’ ανατέλλει, χωρίς να είμαι απέναντί του με μάτια ορθάνοιχτα.
Ήταν – ακόμα- γιατί δεν μπορούσα ν’ αφήσω τα δειλινά να φύγουν, χωρίς να κλέψω λίγο μαβί, ή μια πινελιά πορτοκαλί από τα σύννεφα.
Ήταν, που γνώριζα από παλιά,
πως εγώ και μόνο εγώ,
θα ήμουν αυτός
που θα έστηναν οι άλλοι στον τοίχο,
απέναντι από κάνες,
όταν το Δίκαιο θα έπρεπε ν’ αποδοθεί
και η Τάξη των πραγμάτων ν’ αποκατασταθεί.