«Την κουρέψανε κι ύστερα ριχτήκανε πάνω της με τους υποκόπανους, με κλωτσιές, με χαστούκια, όπως μπορούσανε.
Της σκίσανε τα ρούχα, την πετάξανε κάτω γυμνή. Χτυπούσανε βάναυσα στο κεφάλι, στο στήθος, στην κοιλιά, στα πόδια.
Τίποτα πια δεν ξεχώριζες σε τούτο το πλάσμα. […] Ξάφνου ακούστηκε ένα σφύριγμα. Ητανε το τέλος.
Φέρανε και την αδελφή της. Τρόμαξε η κοπέλα που την είδε γυμνή και ματωμένη.
– Αδελφούλα μου, σ’ ατιμάσανε; και ρίχτηκε πάνω της και τράβαγε τα μαλλιά της.
– Ελα να με τραβήξεις […] και μην κλαις. Μόνο ξύλο έφαγα»
(Φωτάκη, 1976, σ. 15-6).
Διαβάζοντας απομονωμένο το παραπάνω απόσπασμα, από γεγονός που εκτυλίχθηκε στην Πελοπόννησο στα μέσα του 1946, μπορεί κανείς να διερωτηθεί ενάντια σε ποια γυναίκα διαπράχθηκε μια τέτοια επίθεση.
Οι εξίσου πιθανές απαντήσεις είναι δύο: επρόκειτο είτε για «συνεργάτιδα» είτε για «αριστερή».
Τι κοινό, άραγε, είχαν αυτές οι δύο περιπτώσεις γυναικών, ώστε να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο;