Του Χρήστου Γιανναρά
Κάποιες συζητήσεις στη Βουλή ή στις κοινοβουλευτικές επιτροπές, τηλεοπτικά μεταδιδόμενες, δίνουν την εντύπωση στον πολίτη ότι διασώζονται ακόμα στο πολιτικό προσωπικό της χώρας περιπτώσεις ανθρώπων σοβαρών. Ας συμφωνήσουμε σε κάποια στοιχειώδη κριτήρια «σοβαρότητας»: Κατορθώνουν να δίνουν στον ακροατή-θεατή τους την αίσθηση ότι είναι έντιμοι και νηφάλιοι. Οτι διαθέτουν ευφυΐα, έστω και μέσου βεληνεκούς. Δεν είναι απαίδευτοι, δηλαδή έχουν επάρκεια γλωσσικής εκφραστικής, άρα και συλλογιστικής ικανότητας (ως γνωστόν: άνθρωπος χωρίς γλώσσα είναι άνθρωπος χωρίς σκέψη, αφού με τη γλώσσα σκεφτόμαστε). Διαθέτουν την αισθητική καλλιέργεια που προϋποθέτει η ενδυματολογική καλαισθησία.
Το πρώτο ερώτημα που γεννιέται από τη θέα αυτών των εξαιρέσεων: Γιατί η όποια ανθρώπινη ποιότητα υπάρχει στα κόμματα κρατιέται στην αφάνεια, δηλαδή αποκλείεται από την τηλεόραση; Γιατί οι «εκπρόσωποι τύπου» των κομμάτων και οι κομματικοί απεσταλμένοι στις τηλεοπτικές εκπομπές είναι, κατά κανόνα, μικρονοϊκοί, μονόχνωτοι, κωμικά δογματικοί, και επιπλέον άγλωσσοι, απαίδευτοι, ακαλαίσθητοι; Δεν έχουν τα κριτήρια οι αρχηγοί και οι επιτελείς των κομμάτων (και των κυβερνήσεων) να διακρίνουν ποιος τύπος «εκπροσώπου» τούς κολακεύει και ποιος τους δυσφημεί;
Μια εξήγηση θα ήταν, ίσως, το μοντέλο ή η συνταγή για «σαρωτικές επιτυχίες» στο πεδίο του εντυπωσιασμού των μαζών, που αποτέλεσαν στη μεταπολίτευση ο Μένιος Κουτσόγιωργας και ο Βαγγέλης Γιαννόπουλος. Το κουτσαβάκικο ύφος, η αθυροστομία, η αναίδεια και θρασύτητα, το αδίστακτο ψέμα, οι έμμεσες απειλές (τσαμπουκάς), οι χυδαίοι υπαινιγμοί καταξιώθηκαν σαν «όπλα πολιτικής πάλης».