Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2018

Οι γυμνοί της Πατησίων και οι νεκροί του Πολυτεχνείου

Γιάννης Νικολόπουλος 

Στη μνήμη του Διομήδη Κομνηνού που τα ματωμένα ρούχα του μας έδειξαν τον δρόμο του αγώνα.

Στην αί­θου­σα εκ­δη­λώ­σε­ων του επαρ­χια­κού, δη­μο­τι­κού σχο­λεί­ου στο οποίο έκανα τη θη­τεία και εξέ­τι­σα την... ποινή του «ελ­λη­νό­παι­δος» μα­θη­τή, κατά την διάρ­κεια της «κακής» δε­κα­ε­τί­ας του ΄80, τα φώτα έσβη­ναν και η μη­χα­νή προ­βο­λής των σλάιντς έπαιρ­νε μπρο­στά, φω­τί­ζο­ντας το κι­νη­μα­το­γρα­φι­κό πανί. Η πρώτη ει­κό­να ήταν πάντα η ίδια, όσα χρό­νια θυ­μά­μαι να έρ­χε­ται η 17η του Νο­έμ­βρη - ένα ζι­βά­γκο με κόκ­κι­νο ση­μά­δι στο μέρος της καρ­διάς, μια μπλού­ζα πλημ­μυ­ρι­σμέ­νη στο αίμα,ένα πα­ντε­λό­νι, σκο­νι­σμέ­νο από τον δρόμο και την ιστο­ρία. Τα ρούχα ενός γυ­μνού μα­θη­τή, σε μια κρύα αί­θου­σα, ενός κρύου νο­σο­κο­μεί­ου, στο Ρυθ­μι­στι­κό της Με­σο­γεί­ων,μιας κρύας χώρας και μιας ακόμη πιο κρύας, άθλιας και αν­θρω­πο­φά­γου, φα­σι­στι­κής στρα­το­κρα­τί­ας, που ήθελε να θάψει τους νε­κρούς, γυ­μνούς και την αλή­θεια, ζω­ντα­νή.

Ήταν και είναι τα ρούχα του 17χρο­νου μα­θη­τή, Διο­μή­δη Κο­μνη­νού.

Έπει­τα, ερ­χό­ταν η φω­το­γρα­φία του, ένα ασπρό­μαυ­ρο πρό­σω­πο, με πλα­τιά, με­ταλ­λι­κά γυα­λιά ορά­σε­ως και ένα συ­γκρα­τη­μέ­νο, αι­νιγ­μα­τι­κό χα­μό­γε­λο, απροσ­διό­ρι­στης αι­τί­ας και λε­λο­γι­σμέ­νης ει­ρω­νεί­ας. Έτσι του­λά­χι­στον το ερ­μη­νεύω σή­με­ρα και από μνή­μης. Το ίδιο το όνομα ήταν ικανή αιτία για προ­βλη­μα­τι­σμό και τροφή για σκέψη σε κα­τά­στα­ση εκ­κρε­μούς, ανά­με­σα στο διά­βα­σμα και το άκου­σμα- και ομη­ρι­κός βα­σι­λιάς στα λι­βά­δια του Άρ­γους και τα άλογα του Ρήσου και βα­σα­νι­σμέ­νος αυ­το­κρά­το­ρας στη θά­λασ­σα της Προ­πο­ντί­δας.

Ένα κο­κτέιλ που γεννά ήρωες για τις ιδέες και την ιστο­ρία, την κα­θη­με­ρι­νή μάχη και τον αγώνα.

Μια ανώ­νυ­μη σφαί­ρα ενός ανώ­νυ­μου ελεύ­θε­ρου σκο­πευ­τή ενός ανώ­νυ­μου του­φε­κιού στην επώ­νυ­μη τα­ρά­τσα του τότε υπουρ­γεί­ου Δη­μό­σιας Τά­ξε­ως, στην υπη­ρε­σία μιας επώ­νυ­μης χού­ντας, τον δο­λο­φό­νη­σε στο πε­ζο­δρό­μιο της εξέ­γερ­σης και την άσφαλ­το του Αχέ­ρο­ντα.

Έπει­τα, αυτός ο ανώ­νυ­μος εκτε­λε­στής της ανώ­νυ­μης σφαί­ρας στην επώ­νυ­μη τα­ρά­τσα πήγε στο ανώ­νυ­μο σπι­τά­κι του, και την ανώ­νυ­μη και μί­ζε­ρη ζω­ού­λα του και άραγε τι είπε, τι δι­η­γή­θη­κε και εν­δε­χο­μέ­νως πώς καυ­χή­θη­κε στη γυ­ναι­κού­λα και τα παι­δά­κια του για τη δόλια πράξη του;

Τον πέ­τυ­χα κα­τά­στη­θα, εκεί που όντως τον βρήκε η δο­λο­φο­νι­κή σφαί­ρα; Το πέ­τυ­χα, το τσο­γλά­νι, στο δόξα πατρί; Όπως το ΄χε πει ο Ντερ­τι­λής στον οδηγό του, δο­λο­φο­νώ­ντας τον Μι­χά­λη Μυ­ρο­γιάν­νη, δυο μέρες μετά, με το αίμα να κυ­λά­ει στο πε­ζο­δρό­μιο, τους μπά­τσους να πα­λεύ­ουν με μά­νι­κες και νερό να σβή­σουν τα ίχνη της μα­το­βαμ­μέ­νης ει­σβο­λής και την μερ­σε­ντές του Κο­νο­φά­γου,αλοι­φή, κάτω από την κα­γκε­λό­πορ­τα της Πα­τη­σί­ων; Τον σκό­τω­σα για τη δου­λί­τσα μου και την εθνο­σω­τή­ριο;

Τον έφαγα λά­χα­νο επει­δή ήμουν αστυ­φύ­λαξ της αστυ­νο­μί­ας πό­λε­ων, πι­στός κο­λί­γας του κρά­τους και της Ελ­λά­δος, Ελ­λή­νων Χρι­στια­νών, υπο­ψη­φί­ων βα­σα­νι­στών και ΕΣΑ­τζή­δων, γιος γρι­βι­κού χίτη και εγ­γο­νός με­τα­ξι­κού φα­σί­στα, χι­τλε­ρό­φρων και εθνι­κό­φρων, έχων διό­λου σώας τας φρέ­νας και κα­τα­λε­ρω­μέ­νη τη φω­λί­τσα μου, αν και έψα­χνα λε­κέ­δες στη φωλιά των αλ­λο­νών, από τον Χορ­τιά­τη και τη Μα­κρό­νη­σο έως τον Πέ­τρου­λα και τον Λα­μπρά­κη, ένας Μι­χά­λης Πέ­τρου από τους πολ­λούς που πυ­ρο­βό­λη­σαν, έδει­ραν, βα­σά­νι­σαν, βί­α­σαν, κυ­νή­γη­σαν, κα­κο­ποί­η­σαν και έσπα­σαν πόδια και χέρια, και άνοι­ξαν κε­φά­λια και έφτυ­σαν πρό­σω­πα, και τρά­βη­ξαν μαλ­λιά διά την εθνο­σω­τή­ριον και το μι­σθο­συ­ντή­ρη­τον του έν­στο­λου ΤΕ­Α­τζή και ταγ­μα­τα­σφα­λί­τη, του επαγ­γελ­μα­τία ρου­φιά­νου του «θα σας τυ­λί­ξω σε μια κόλλα χαρτί» και της γραμ­μής σι­δη­ρο­δέ­σμιων, πίσω από τα κά­γκε­λα της Γυά­ρου;

Τι να ‘πε αυτός ο «άν­θρω­πος», που δεν το λένε σή­με­ρα ακόμη και ξανά και από το βήμα της βου­λής ή το κά­θι­σμα ενός οδη­γού ταξί, που ενώ του φταί­ει η... Ού­μπερ, σι­γο­τρα­γου­δά το να­ζι­στι­κό Ντόι­τσλαντ ού­μπερ άλες, διά­φο­ροι φα­σί­στες και διά­φο­ροι χου­νταί­οι ή με­τα­ξύ κο­μπο­λο­γιού, φέ­η­σμπουκ και καφέ διά­φο­ροι τε­μπελ­χα­νά­δες της κρα­τι­κο­δί­αι­της εντρε­πρε­νε­ρί­στι­κης επι­χει­ρη­μα­τι­κό­τη­τας που έχου­σιν τον τρό­πον τους από συ­στά­σε­ως μι­κρο­ελ­λα­δι­κού πα­ρα­κρά­τους και από εναλ­λα­γής βα­σι­λεί­ας και χού­ντας, μι­σο­δη­μο­κρα­τί­ας και κρα­τι­κο­αυ­ταρ­χί­ας, κω­λετ­τι­σμού και κα­ρα­μαν­λι­σμού, δη­λι­γιαν­νι­σμού και τσι­πρι­σμού, όλα τα εγκλη­μα­τι­κά φα­σι­στό­μου­τρα που με την βούλα της αρε­ο­πα­γί­τι­κης νο­μι­μό­τη­τας διεκ­δι­κούν ψήφο και βου­λευ­τι­κή έδρα και ελευ­θε­ρία στην... αντί­θε­τη άποψη, δη­λα­δή την άποψη του δο­λο­φό­νου και του εγκλη­μα­τία που σα­ρα­ντα­πέ­ντε χρό­νια μετά δεν ησυ­χά­ζει και φρίτ­τει γιατί οι νε­κροί δεν θά­φτη­καν γυ­μνοί και η αλή­θεια είναι ακόμη ζω­ντα­νή και οι βόμ­βες στο Ιντε­άλ δεν βρή­καν τον στόχο τους και τα στι­λέ­τα για τον Φύσσα δεν έμει­ναν αό­ρα­τα, όπως δεν έμει­ναν θαμ­μέ­νοι ο Κου­μής και η Κα­νελ­λο­πού­λου, ο Καλ­τε­ζάς, ο Τε­μπο­νέ­ρας και ο Γρη­γο­ρό­που­λος.

Τι να ‘πε αυτός ο «άν­θρω­πος», ίσως συ­ντα­ξιού­χος μπά­τσος σή­με­ρα που χου­χου­λιά­ζει στον κα­να­πέ του, στο σπι­τά­κι ή το γη­ρο­κο­μείο, και βλέ­πει μετά μα­νί­ας, λα­κε-δαι­μο­νι­κές εκ­πο­μπές του να­ζι­στι­κού βό­θρου, λα­κέ­δων του Χίμ­λερ και δαι­μό­νων του Γκέ­μπελς, και ξάφ­νου εμ­φα­νί­ζε­ται στην οθόνη θλι­βε­ρή φι­γού­ρα αν­θυ­ποη­γε­τί­σκου της «αρι­στε­ράς» με ροπή στα... λάθη και έφεση στην... άγνοια και - μετά την απο­χώ­ρη­ση από το τα­μείο της δη­μο­σιό­τη­τας και του ίντερ­νετ κα­νέ­να πο­λι­τι­κό και επι­κοι­νω­νια­κό λάθος δεν ανα­γνω­ρί­ζε­ται, να ήξε­ρες να ρώ­τα­γες, να στάθ­μι­ζες και να είχες εν­συ­ναί­σθη­ση του σκο­νι­σμέ­νου δρό­μου και της μα­τω­μέ­νης ιστο­ρί­ας - την κα­θα­ρή βλα­κεία, όπως την έχει πε­ρι­γρά­ψει ο Ευάγ­γε­λος Λε­μπέ­σης,για την πο­λι­τι­κή και κοι­νω­νι­κή ση­μα­σία του βλα­κός εν τω συγ­χρό­νω βίω,ου μη και τον βίο της «αρι­στε­ράς», τι να είπε και τι να λέει αυτός ο «άν­θρω­πος» σή­με­ρα;

Για τα παι­διά που τα λένε αλή­τες ή όπως το είχε θέσει ο Μάνος Χα­τζι­δά­κις για τη γενιά της ΕΠΟΝ, τα παι­διά της γα­λα­ρί­ας που είχαν απο­πει­ρα­θεί να γκρε­μί­σουν τον παλιό, αστι­κό κόσμο, που ούτως ή άλλως ήταν σά­πιος και απών, και εκεί­νος εκ­δι­κή­θη­κε την απο­κο­τιά τους και την ρώμη της νε­ό­τη­τάς τους και τα άλεσε στα δό­ντια της εμ­φυ­λια­κής μυ­λό­πε­τρας.

Ανα­τρι­χιά­ζει άραγε αυτός ο «άν­θρω­πος» στα ονό­μα­τα του Κα­ρα­μα­νή και του Φά­μελ­λου, του Θε­ο­δω­ρά και του Κο­ντο­μά­ρη, του Μι­κρώ­νη και του Κυ­ρια­κό­που­λου, της Μπε­κιά­ρη και του Μι­χα­ήλ;

Όλων των γνω­στών και κυ­ρί­ως των αγνώ­στων νε­κρών, που η χού­ντα έθαψε γυ­μνούς και οι οι­κο­γέ­νειές τους, τρο­μο­κρα­τη­μέ­νες και βου­βές, γιατί θα τους τύ­λι­γαν σε μια κόλλα χαρτί και η Γυά­ρος είχε χώρο για πολ­λούς ακόμη κα­τα­να­γκα­στι­κά ευ­ρι­σκό­με­νους «αυ­θορ­μή­τως προ­σα­χθέ­ντες» του «εσω­τε­ρι­κού του­ρι­σμού» με την ευ­γε­νι­κή χο­ρη­γία του Τομ Πάπας και τη στρα­τιω­τι­κή δια­τα­γή του Στέ­λιου του Πατ­τα­κού και του Μίμη του Ιω­αν­νί­δη, ανά­θε­μα τον αξιω­μα­τι­κό του ΕΛΑΣ που του χά­ρι­σε τη ζωή στην Καλ­λι­θέα του Δε­κέμ­βρη, και έγινε ο Μι­μά­κος η... αρ­σα­κειά­δα των βα­σα­νι­στών στη Μα­κρό­νη­σο, με ένα πε­ρί­στρο­φο στο αρι­στε­ρό και ένα στυ­λιά­ρι στο δεξί, και ο σκύ­λος της ΕΣΑ που δά­γκω­σε και μά­τω­σε την Κύπρο,

διά το με­γα­λεί­ον της εθνο­σω­τη­ρί­ου,την ένω­σιν με τη μη­τέ­ρα Μή­δεια-Ελ­λά­δα, και τον πα­τριω­τι­σμό, που ως γνω­στόν είναι το έσχα­το κα­τα­φύ­γιο όλων των απα­τε­ώ­νων και όλων των κα­θαρ­μά­των, και για το... όνομα της Μα­κε­δο­νί­ας τα ίδια φα­σι­στό­μου­τρα διεκ­δι­κούν δάφ­νες πα­τριω­τι­κές και πι­κρο­δάφ­νες μι­λι­τα­ρι­στι­κές, μας έβγα­λαν φόρα παρ­τί­δα και διά­φο­ρους φρα­γκο­δί­φρα­γκους «στρα­τη­γούς» της οκάς, βγή­καν στην επι­φά­νεια και οι χρή­σι­μοι βλά­κες της «αρι­στε­ράς» και των λα­κέ­δων του νε­ο­φα­σι­σμού, όπου εθνι­κι­στι­κός γάμος και πα­τριω­τι­κή χαρά, η «αρι­στε­ρή» Βα­σί­λω πρώτη, και τε­λο­σπά­ντων,κάπου εδώ, ξε­στρά­τι­σε το κεί­με­νο και άλλα ήθελα να γράψω.

Για τους σχο­λάρ­χες των ιδιω­τι­κών σχο­λεί­ων, ήθελα να γράψω,και τους επί χρή­μα­σι μα­θη­τές τους, τις εκ­δη­λώ­σεις για το Πο­λυ­τε­χνείο που δεν έγι­ναν, τις φω­το­γρα­φί­ες και τις ει­κό­νες που δεν προ­βλή­θη­καν, χρό­νια τώρα, όχι χθες, τον Γα­βρό­γλου που περί άλλων τυρ­βά­ζει, καλά αυτός είναι αλλού για αλλού ούτως ή άλλως,

τους κα­θη­γη­τές μου στη... με­γά­λη του γέ­νους σχολή, το 2000, που ρου­θού­νι­ζαν «αγα­να­κτι­σμέ­νοι» επει­δή τους είχε «κου­ρά­σει» το Πο­λυ­τε­χνείο και έπρε­πε να έχει αλ­λά­ξει το πλαί­σιο εορ­τα­σμού και να κα­ταρ­γη­θούν οι κομ­μα­τι­κές νε­ο­λαί­ες, κατά προ­τί­μη­ση και προ­τε­ραιό­τη­τα οι ρι­ζο­σπα­στι­κές και οι αρι­στε­ρές γιατί είναι ενο­χλη­τι­κές, όχι όμως και οι άλλες, με τις εκ­δρο­μές στη Μύ­κο­νο και την Αρά­χω­βα - ξέ­ρεις ποιοι πάνε εκεί.. - ή τις συ­ναλ­λα­γές για τις ψή­φους και την αλ­λη­λο­ϋ­πο­στή­ρι­ξη, δώσε ημίν προ­ε­δρία τμή­μα­τος και πρυ­τα­νεία ιδρύ­μα­τος και δώσω υμάς καλή βαθ­μο­λο­γία,

και είχαν γίνει δι­δα­κτο­ρι­κοί φοι­τη­τές και υφη­γη­τές και τα παι­διά για τις βα­λί­τσες των κα­θη­γη­τών της χωλής απο­χου­ντο­ποί­η­σης μέσα στη χού­ντα και λίγο μετά, και αρ­γό­τε­ρα, πάντα με μια βα­λί­τσα, γε­μά­τη ή άδεια, ενί­ο­τε με την σφρα­γί­δα και το πε­ριε­χό­με­νο γερ­μα­νι­κού τη­λε­πι­κοι­νω­νια­κού κο­λοσ­σού, να πε­ρι­φέ­ρο­νται και να δια­πραγ­μα­τεύ­ο­νται και να συμ­φω­νούν για το κρά­τος και την αγορά και τις εται­ρεί­ες και τα μπι­κι­κί­νια,

και δώ­στου σή­με­ρα να κα­τα­λαμ­βά­νουν κρα­τι­κές θέ­σεις ου μη και κυ­βερ­νη­τι­κές και βου­λευ­τι­κές έδρες και να υπο­γρά­φουν κεί­με­να συ­μπα­ρά­στα­σης σε λα­διά­ρη­δες πα­λαιούς υπουρ­γούς της βλα­χο­μπα­ρόκ ψευ­το­εκ­συγ­χρο­νι­στι­κής ΠΑ­ΣΟ­Κα­ρί­ας και του «κάτσε κάτω κου­λο­χέ­ρη» - για τον Κα­ρά­γιωρ­γα το έλε­γαν, τα κα­θάρ­μα­τα- όχι βέ­βαια ότι οι Νε­ο­ψευ­το­Δη­μο­κρά­τες είναι κα­λύ­τε­ροι,

και να εκ­προ­σω­πούν την εκ­κλη­σία και τις... άγιες μονές σε δίκες ενά­ντια στην πο­λι­τεία, για τα οι­κό­πε­δα και για τα λεφτά, ρε γα­μώ­το!, και να έχουν ιδρύ­σει και ιδιω­τι­κές σχο­λές «τάδε σπου­δών» κάπου στη Ατ­τι­κή, εκεί στα νότια και πα­ρα­θα­λάσ­σια προ­ά­στια να ψά­ξε­τε,

και να πε­ρι­μέ­νουν τον Τσί­πρα και τον Μη­τσο­τά­κη να τους δώ­σουν το πρά­σι­νο φως για την ίδρυ­ση μη κρα­τι­κών, μη κερ­δο­σκο­πι­κών (χα­χα­χα­χα­χα­χα, τι γράφω ο άν­θρω­πος!) πα­νε­πι­στη­μί­ων, - ούτως ή άλλως αυτοί οι ίδιοι οι εν­δια­φε­ρό­με­νοι κα­θη­γη­τά­δες έχουν γρά­ψει το... πλαί­σιο της συ­νταγ­μα­τι­κής ανα­θε­ώ­ρη­σης - μπας και κα­τα­χρε­ώ­σουν τους με­θε­πό­με­νους υπο­ψή­φιους φοι­τη­τές που θα πλη­ρώ­νουν φοι­τη­τι­κά δά­νεια μέχρι τον τάφο τους,

για ένα πτυ­χίο, μια αγορά και τον κάθε μα­λά­κα sugar daddy που έχει πιά­σει τα πόστα και τα δερ­βέ­νια και έχει τον τρόπο και τα μέσα, για να ξε­φτι­λί­σει κο­ρί­τσια και αγό­ρια που θα κυ­νη­γή­σουν, στον ήλιο, μοίρα, ένα­ντι ανταλ­λαγ­μά­των, αλλά ο ήλιος θα έχει σβή­σει και η μοίρα θα είναι μαύρη, αν θα­φτεί ορι­στι­κά, γυμνό, το Πο­λυ­τε­χνείο.

Και τόσα χρό­νια, σωστά σα­ρα­ντα­πέ­ντε, πά­λε­ψαν και πα­λεύ­ουν πολ­λοί για να το θά­ψουν μια και καλή. Η... «άλλη» γενιά του Πο­λυ­τε­χνεί­ου, οι ρο­πα­λο­φό­ροι ΕΚΟ­Φί­τες και οι διο­ρι­σμέ­νοι χου­ντι­κοί στα φοι­τη­τι­κά συμ­βού­λια που έφτα­σαν ορι­σμέ­νοι να γί­νουν υπουρ­γοί και βου­λευ­τές, τα δα­μα­νά­κια και τα αν­δρου­λά­κια που οπορ­τού­νι­σαν και εν­σω­μα­τώ­θη­καν - και δεν ήταν οι μόνοι με την ευ­γε­νι­κή... μα­θη­τεία στις πε­φω­τι­σμέ­νες «ηγε­σί­ες» μιας κά­ποιας «αρι­στε­ράς», δά­σκα­λοι που δί­δα­σκαν τι ακρι­βώς;, οι πο­λι­τεια­κές και πο­λι­τι­κές ηγε­σί­ες που έκο­ψαν και έρ­ρα­ψαν το Πο­λυ­τε­χνείο στα μέτρα τους - με πρώτο με­τα­ξύ ίσων τον.... κιουπ­κιοϊ­άρ­χη της δε­ξιάς ήδη από τον Νο­έμ­βρη του ΄74 και τις τότε εκλο­γές,

οι ιδε­ο­λο­γι­κοί γκου­ρού από το κάτω ράφι και οι δευ­τε­ράν­τζες στυλ Γκόρ­ντον Γκέκο του χρη­μα­τι­στη­ρί­ου της Νέας Υόρ­κης που έδι­ναν κα­κο­γραμ­μέ­να τσι­τά­τα του Βλα­δί­μη­ρου Ου­λιά­νοφ - δεν έφται­γε αυτός, δη­λα­δή ο Λένιν, ο άλλος τόσος ήταν... - στον Αντω­νά­κη τον Σα­μα­ρά, μπας και ξε­στρα­βω­θεί και πει καμιά εξυ­πνά­δα ο μεσ­σή­νιος ακρο­δε­ξιός, βλα­χο­δή­μαρ­χος,που έφτα­σε να γίνει πρω­θυ­πουρ­γός,

οι διά­φο­ροι «αρι­στε­ροί» ερ­γο­λά­βοι τσι­μέ­ντων και κη­δειών, που τη μία φω­το­γρα­φί­ζο­νται επι­κοι­νω­νια­κά με την φα­νέ­λα του Γιάν­νη του Αντε­τον­κού­μπο και την άλλη, ιδρύ­ουν Μό­ριες της λά­σπης και των μο­λυ­σμα­τι­κών ασθε­νειών, γε­νι­κά πε­ρισ­σεύ­ει η υπο­κρι­σία για το... νόημα της ημέ­ρας και όσο πιο ψηλά στην πο­λι­τι­κή και κοι­νω­νι­κή πυ­ρα­μί­δα ανε­βαί­νεις, τόσο λι­γό­τε­ρο κα­τα­λα­βαί­νεις πια το Πο­λυ­τε­χνείο.

Γιατί η εξέ­γερ­ση είναι σαν τη φωτιά, είναι υπό­θε­ση και όπλο των νε­ο­τέ­ρων, του Διο­μή­δη, του Μι­χά­λη, του Αλέ­ξαν­δρου, των γυ­μνών της Πα­τη­σί­ων και των νε­κρών της Μάρνη, των νε­ο­τέ­ρων και όσων δεν βο­λεύ­τη­καν,με κάθε ση­μα­σία του ρή­μα­τος,και κάθε στίχο του ποι­η­τή «με λι­γό­τε­ρο ου­ρα­νό». Υπό­θε­ση των λίγων δα­σκά­λων, που στο απο­λύ­τως προ­βλη­μα­τι­κό κρα­τι­κό και ιδιω­τι­κό ελ­λη­νι­κό «σχο­λειό» προ­σπά­θη­σαν να με­τα­λα­μπα­δεύ­σουν γνή­σια ιδα­νι­κά ζωής και όχι κάλ­πι­κες συ­ντα­γές κα­ριέ­ρας.Υπό­θε­ση της ενο­χλη­τι­κής, ρι­ζο­σπα­στι­κής Αρι­στε­ράς, και όχι των χρή­σι­μων βλα­κών που δεν ήξε­ραν, δεν ρώ­τη­σαν, δεν έμα­θαν, και δεν παί­δε­ψαν πραγ­μα­τι­κά ποτέ το μυαλό τους, χρό­νια τώρα, όχι σή­με­ρα, και αυ­το­ξε­φτι­λί­ζο­νται πάσας ευ­και­ρί­ας δο­θεί­σης, στο δια­δί­κτυο και την τη­λε­ό­ρα­ση.

Είναι εντέ­λει υπό­θε­ση των νε­κρών αγω­νι­στών και της ζω­ντα­νής αλή­θειας, όση σκόνη του χρό­νου και αν έχουν πιά­σει οι πα­λιές φω­το­γρα­φί­ες, τα ξε­χα­σμέ­να σε ένα κουτί σλάιντς, τα μα­τω­μέ­να και βρώ­μι­κα από τον δρόμο και την ιστο­ρία ρούχα.

Είναι υπό­θε­ση του Διο­μή­δη και του Κο­μνη­νού του άμε­σου μέλ­λο­ντος.
https://rproject.gr/article/oi-gymnoi-tis-patision-kai-oi-nekroi-toy-polytehneioy

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου