Παρασκευή 13 Φεβρουαρίου 2015

«ΣΤΟ ΜΕΤΑΓΩΓΩΝ», μια αληθινή ιστορία για κάποιους «Γιάννηδες Αγιάννηδες»


Ο γνωστός που διηγήθηκε την παρακάτω ιστορία, μου ξεκαθάρισε εξαρχής «Αν αυτή η ιστορία αξίζει να διασωθεί και να αναγνωσθεί απ’ όσον το δυνατό περισσότερους ανθρώπους, δεν είναι για λόγους ματαιοδοξίας. Η απόφαση, έστω κι έπειτα από 23 ολόκληρα χρόνια, που με οδηγεί στη διήγησή της, είναι για να καταδειχτεί πως πολλοί απ’ τους ανθρώπους που η κοινωνία θεωρεί απόβλητους και τους οδηγεί στο περιθώριο, κάποιες φορές κατέχουν την σπάνια αρετή του φιλότιμου, το οποίο δυστυχώς απουσιάζει από πολλούς που θεωρούν την οικονομική ευρωστία συνώνυμη του ήθους. Επειδή, όμως τέτοιες ιδιότητες που ανυψώνουν την ανθρώπινη υπόσταση, κρίνονται με πράξεις περισσότερο παρά με λόγια, δράττομαι της ευκαιρίας να σου διηγηθώ μια περιπέτεια που το βάρος της έλαχε να πέσει στους ώμους μου, μόλις είχα κλείσει τα είκοσι μου χρόνια κι έκτοτε άλλαξε την οπτική γωνία που έβλεπα πολλά πράγματα».

Η ΔΙΗΓΗΣΗ ΠΑΡΑΤΙΘΕΤΑΙ ΑΥΤΟΥΣΙΑ, ΔΙΧΩΣ ΠΡΟΣΘΗΚΕΣ Ή ΠΑΡΑΛΕΙΨΕΙΣ. ΦΥΣΙΚΑ, ΣΕΒΟΜΑΙ ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΤΟΥ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΗ ΓΙΑ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΩΝΥΜΙΑΣ ΤΟΥ

«Το τηλέφωνο της πατρικής μου οικείας χτύπησε περίπου στις δέκα το πρωί. Έτυχε να απαντήσω εγώ και μια σοβαρή αντρική φωνή, ζητούσε να μιλήσει μαζί μου, με ένα τόνο επισημότητας που τίποτα καλό δεν προοικονομούσε. Πραγματικά, μετά τα πρώτα αμήχανα δευτερόλεπτα που χρειάστηκα για να καταλάβω με ποιον μιλούσα, συνειδητοποίησα πως ο συγκεκριμένος άνθρωπος αποτελούσε, κατά κάποιο ανορθόδοξο τρόπο, εργοδότη ενός κοινού γνωστού μας. Ο τύπος με τον οποίο συνδιαλεγόμουν τηλεφωνικά, ήξερα πως είχε κάποιες επιχειρήσεις βίντεο κλαμπ που εκείνη την εποχή βρίσκονταν σε άνθηση. Όσες ταινίες δεύτερης και τρίτης διαλογής δεν είχαν κίνηση στα μαγαζιά του, τις έδινε στον κοινό γνωστό μας, ώστε να τις πουλάει στο πάγκο που διατηρούσε στο μοναστηράκι (αν και γνώριζε πως ο πάγκος δεν είχε άδεια), κατακρατώντας ως ιδιοκτήτης το μεγαλύτερο ποσοστό φυσικά.

Με τον μικροπωλητή που διατηρούσε τον πάγκο είχαμε κάποιου είδους φιλική σχέση, καθότι κάθε Κυριακή επισκεπτόμουν το παζάρι του Μονστηρακίου κι επιπλέον, είχαμε κοινούς γνωστούς και συνευρισκόμαστε σε μπαράκια που έπαιζαν τις μουσικές μας προτιμήσεις. Ο ιδιοκτήτης των βίντεο κλαμπ, μιας και γνώριζε τη σχέση που διατηρούσαμε, έψαξε και με βρήκε και μου ζήτησε να συναντηθούμε σε μία ώρα από τη στιγμή που θα κλείναμε το τηλέφωνο για μια σοβαρή υπόθεση που αφορούσε το συνεργάτη του. Από το ύφος του κατάλαβα πως κάτι σοβαρό είχε συμβεί και το πράγμα δεν έπαιρνε αναβολή. Έτσι δέχτηκα να τον συναντήσω στο Πεδίον του Άρεως, τοποθεσία που εξυπηρετούσε κατά κύριο λόγο τον ίδιο.




Συνεπής στο ραντεβού του, εμφανίστηκε κρατώντας ένα χοντρό φάκελο γεμάτο χαρτιά και δίχως περιστροφές πέρασε στο ζητούμενο. Ο μικροπωλητής και συνεργάτης του, είχε συλληφθεί δύο φορές στο παρελθόν επειδή δεν είχε άδεια για τον πάγκο του και αφού του είχε οριστεί δικάσιμος είχε αφεθεί ελεύθερος. Επειδή όμως άλλαζε συχνά οικίες, αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να μην μάθει ποτέ για την ημέρα διεξαγωγής των δικών, με συνέπεια την ερήμην καταδίκη του. Φυσικά, θα μπορούσε να του καταλογίσει ο καθένας ανευθυνότητα από τη μεριά του, όμως για έναν άνθρωπο που βγάζει με το ζόρι τα καθημερινά του έξοδα, αλλάζει σπίτια επειδή τα οικονομικά του δεν τον βγάζουν και έχει πάντα το φόβο για το κυνήγι της αστυνομίας αν και δεν πουλάει κάτι παράνομο, οφείλουμε να του αναγνωρίσουμε πως έχει αρκετούς μπελάδες στο κεφάλι του.




Επιστρέφοντας στην ουσία της υπόθεσης, ο εργοδότης του, σ’ εκείνη την πρώτη συνάντηση μου παρέδωσε το φάκελο με τα δικαστικά έγραφα, με το επιχείρημα ότι δεν είχε χρόνο να ασχοληθεί λόγω επαγγελματικών ενασχολήσεων, αλλά και την υπόσχεση πως θα πλήρωνε το ήμισυ της εξαγοράσιμης ποινής. Σα να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο, ζήτησε από εμένα να κοιτάξω να μαζέψω τα υπόλοιπα χρήματα, υπολογίζοντας προφανώς στους φιλικούς δεσμούς που με ένωναν με το συνεργάτη του, αν και η συγκεκριμένη υπόθεση αφορούσε αποκλειστικά τους δυο τους. Κάτι στο βλέμμα του δεν με έπεισε και κυρίως η απαίτηση να αναθέσει μια τόσο σοβαρή υπόθεση σ’ ένα άπειρο εικοσάχρονο, αλλά βρέθηκα προ τετελεσμένων και πρωτίστως ένιωθα μ’ ένα τρόπο, ηθικά δεσμευμένος. Πήρα το φάκελο κι αφού επέστρεψα σπίτι, διάβασα πολλές φορές τα έγγραφά του. Έτσι, κατάλαβα πως υπήρχαν δύο τελεσίδικες αποφάσεις, που μόνο αν πληρωνόντουσαν υπήρχε περίπτωση να αποφυλακιστεί ο μικροπωλητής φίλος μου.




Προσβάσεις σε δικηγόρους δεν είχα, αλλά μπορούσα να απευθυνθώ σε ένα μεγάλο κύκλο φίλων του και τον αντίστοιχο δικό μου. Εξάλλου, αν ο εργοδότης, τιμούσε το λόγο του, το ποσό που έπρεπε να μαζέψουμε ήταν το μισό του αναγραφόμενου. Βέβαια, ακόμα κι αυτό το ποσό διόλου ευκαταφρόνητο ήταν για εκείνη την εποχή, ειδικά για τον προσωπικό μου περίγυρο κι ήξερα πως θα χρειάζονταν μεγάλη προσπάθεια για να συγκεντρωθεί, μιας κι ελάχιστοι φίλοι μου εργάζονταν σ’ αυτήν την ηλικία. Η πρώτη ιδέα που μου πέρασε από το μυαλό, ήταν να συντάξω έναν κατάλογο με ονόματα και τη βοήθεια που μπορούσε να προσφέρει ο καθένας για να συμπαρασταθούμε σ’ εκείνον τον άτυχο άνθρωπο. Στην συνέχεια, μαζί με δυο άλλους κοινούς γνωστούς που προσφέρθηκαν να με βοηθήσουν, οργανώσαμε μια ομάδα που θα αναλάμβανε να μαζεύει χρήματα, υπό την προϋπόθεση πως ότι έδιναν θα τους επιστρέφονταν στο ακέραιο, μόλις ο μικροπωλητής μπορούσε να ξανασταθεί στα πόδια του. Άλλωστε, για τη δική του εντιμότητα, δεν έτρεφα αμφιβολίες. Επισκεφτήκαμε και τον ίδιο, στο τμήμα των μεταγωγών της Νέας Φιλαδέλφειας, που μη μπορώντας να συνειδητοποιήσει το κακό που τον βρήκε ξαφνικά, είχε χάσει το ηθικό του. Προσπαθήσαμε να του δώσουμε κουράγιο και του υποσχεθήκαμε πως θα κάναμε ότι περνούσε από το χέρι μας, ώστε να μην αφήσουμε να τον οδηγήσουν στις φυλακές. Στη συνέχεια,, ζητήσαμε από τον εισαγγελέα ολιγοήμερη παράταση για να προλάβουμε να συγκεντρώσουμε τα χρήματα, αίτημα που για καλή μας τύχη αποδέχτηκε.

Βέβαια, όταν μπλέκεις με τέτοιες περιπέτειες, ειδικά με την έλλειψη πείρας που χαρακτηρίζει αυτήν την ηλικία, ανακαλύπτεις στην πορεία πως τα πράγματα δεν κυλούν πάντα σύμφωνα με τον αρχικό σχεδιασμό. Για του λόγου το αληθές, στη δεύτερη συνάντηση με τον εργοδότη όπου θα μου έδινε και ποσό των χρημάτων που είχε υποσχεθεί, μου αντιγύρισε χωρίς αιδώ, πως η γυναίκα του έκανε κουμάντο στα οικονομικά και δεν μπορούσε τελικά να βάλει το μισό ποσό που είχε αρχικά υποσχεθεί. Όμως, σε λίγες μέρες θα ήξερε τι μπορούσε να προσφέρει. Όταν πέρασε η προθεσμία, πραγματικά γνώριζε! Με υποδέχτηκε ψυχρά και με το μεγαλύτερο κυνισμό μου απάντησε πως λόγω εξόδων δεν μπορούσε να συμβάλει καθόλου. Ο επιχειρηματίας, που είχε το δικό του μερίδιο ευθύνης για την κατάσταση του συνεργάτη του, αρνήθηκε να βοηθήσει εντελώς και το χειρότερο, πέταξε το βάρος και τις ευθύνες που του αναλογούσαν, προμελετημένα όπως κατέληξα αργότερα, σ’ έναν άπειρο εικοσάχρονο. Με κόπο συγκρατήθηκα για να μην του εκφράσω την αηδία που ένιωθα γι’ εκείνον και με τη μεγαλύτερη δυνατή αξιοπρέπεια του γύρισα την πλάτη και έφυγα. Μόλις συνειδητοποιούσα πως όλο το βάρος έπεφτε σε μένα κι αυτό με άγχωσε τρομερά.




Από τότε, άρχισε ένας αγώνας δρόμου, μαζεύοντας πεντοχίλιαρο το πεντοχίλιαρο. Αρκετοί γνωστοί συνέβαλλαν πρόθυμα, σύμφωνα με τις δυνατότητές τους, αλλά υπήρχαν και πολλοί που αδιαφόρησαν παντελώς. Αναζήτησα μικροπωλητές συναδέλφους του φίλου μου, που δίχως δεύτερη σκέψη έβαλαν όσες οικονομίες είχαν καταφέρει να συγκεντρώσουν με τόσες στερήσεις. Ζητούσα επανειλημμένες παρατάσεις από τον εισαγγελέα για να καθυστερήσει τη μεταγωγή, λέγοντας του κάθε φορά πλησιάζουμε. Πραγματικά, έπειτα από αρκετές μέρες αγωνιώδους αναζήτησης ανθρώπων πρόθυμων να βοηθήσουν και το τελευταίο βράδυ πριν το επόμενο πρωί τον διώξουν για τις φυλακές, καθότι δεν σήκωνε άλλη αναβολή, τον επισκέφτηκα για τελευταία φορά στο μεταγωγών. Τα περισσότερα χρήματα είχαν πράγματι συγκεντρωθεί, αλλά υπολείπονταν περίπου ενενήντα χιλιάδες. Ακόμα κι αυτό το ποσό ήταν σοβαρό για την εποχή και την δική μας οικονομική κατάσταση, καθώς οι περισσότεροι από τους γνωστούς μου ήταν φοιτητές και σπουδαστές. Ο φίλος μου μόλις με είδε έπεσε στα κάγκελα του κρατητηρίου, με την απελπισία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του και την σπαρακτική έκκληση να κάνω κάτι, γιατί αν πάει φυλακή θα αυτοκτονήσει. Του ζήτησα να κάνει κουράγιο και ανακοίνωσα το ποσό που είχε απομείνει.

Τότε συνέβη το αναπάντεχο! Συγκρατούμενοί του, απ’ τους οποίους οι περισσότεροι πήγαιναν για να εκτίσουν αρκετά χρόνια φυλακή, συνωστίστηκαν στα κάγκελα και μου έδινε ο καθένας ότι είχε απάνω του για να περάσει τις πρώτες δύσκολες μέρες. Η εικόνα με συγκλόνισε τόσο που δεν τόλμησα να κουνηθώ και χρειάστηκαν οι δυνατές φωνές τους για να με ξυπνήσουν από το όνειρο που έβλεπα. Αυτοί οι άνθρωποι, έδιναν με προθυμία το υστέρημά τους, αρκεί να γλίτωνε ένας από την κόλαση που περίμενε τους ίδιους. Αντίθετα από τον επιχειρηματία, αυτοί είχαν λιγότερα λεφτά, συνάμα όμως γνώριζαν την κόλαση της φυλακής, ενώ εκείνος όχι. Η εμπειρία αυτή είχε σμιλέψει με κάποιο ιδιαίτερο είδος ηθικής την ψυχή τους, που στα μάτια μου έμοιαζε με το υψηλότερο δείγμα ευγένειας .

Τα ξημερώματα της επόμενης μέρας, ένας παλαιοπώλης, ο γιος του και εγώ κάναμε αγώνα δρόμου προς τα δικαστήρια της πρώην σχολής Ευελπίδων, πάνω σ’ ένα παλιό ένα τρίκυκλο. Ο ίδιος ο εισαγγελέας, μας αντίκρισε με τη δυσπιστία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του, θεωρώντας προφανώς πως θα του ζητούσαμε μια ακόμη παράταση. Όταν ωστόσο του εξήγησα πως είχαμε συγκεντρώσει το συνολικό ποσό, τηλεφώνησε στο μεταγωγών, δίνοντας εντολή να ακυρωθεί η μετακίνηση του φίλου μου στις φυλακές. Πληρώσαμε έγκαιρα και κατευθυνθήκαμε προς το μεταγωγών. Επιτέλους, οι καγκελόφραχτες πόρτες είχαν ανοίξει για να ελευθερώσουν τουλάχιστον έναν απ’ τους κρατούμενους, μέσα από παρατεταμένα χειροκροτήματα των υπολοίπων.

Στον έμπλεο ανακούφισης φίλο μου παρέδωσα τη λίστα όλων όσων είχαν συμβάλει οικονομικά, αργότερα έμαθα πως κρατώντας το λόγο του, επέστρεψε τα χρήματα στο ακέραιο. Κάποιοι απ’ αυτούς δεν τον γνώριζαν καν, απλά εμπιστεύτηκαν το δικό μου λόγο. Δεν παρέλειψα όμως να του τονίσω τη στάση του πρώην συνεργάτη του, αλλά κι όλων εκείνων που θεωρούσε φίλους του μέχρι τότε και στην πρώτη δυσκολία αρνήθηκαν να τον συνδράμουν, έστω και με ένα συμβολικό ποσό. Το τελευταίο το έκανα όχι από θυμό, αλλά γιατί θεωρώ πως τέτοια γεγονότα αποτελούν ευκαιρία για να ξεχωρίζει κανείς τι κρατάει και τι αφήνει. Αν μη τι άλλο, οι πραγματικοί φίλοι, σε τέτοιες δυσκολίες φαίνονται.

Όσο για μένα, όπως εξήγησα απ’ την αρχή, η συγκεκριμένη εμπειρία άφησε τα σημάδια της στη συνείδησή μου. Με οδήγησε να βγάλω μερικά συμπεράσματα που μέχρι σήμερα δεν έχω αναθεωρήσει. Πιστεύω λοιπόν, πως οι φυλακές φιλοξενούν πολλούς «Γιάννηδες Αγιάνηδες» και στη θέση τους θα άξιζε να είναι κάποιοι άλλοι που πλασάρονται ως ευυπόληπτα μέλη της κοινωνίας και αποτελούνε τους ηθικούς αυτουργούς για την κατάσταση των προηγούμενων. Έχω κι άλλα πολλά να πω, αλλά καλύτερα να περιοριστώ σ’ όσα ήδη ανέφερα. Αν λοιπόν κρίνεις πως η συγκεκριμένη ιστορία αξίζει να δημοσιοποιηθεί, δε χρειάζεται να χρησιμοποιήσεις τ’ όνομά μου, δεν αισθάνομαι ήρωας, τα αυτονόητα έπραξα. Όπως σου ξεκαθάρισα, δεν το κάνω από ματαιοδοξία, αλλά για να βγάλει ο καθένας τα δικά του συμπεράσματα. Και ποτέ δεν ξέρεις, ίσως κάποιοι αναθεωρήσουν την οπτική τους, όπως συνέβη και σε μένα. Μονάχα μια χάρη θα σου ζητήσω, κατέγραψε την ιστορία όπως ακριβώς στη διηγήθηκα, ακόμα κι αν βρεις εκφραστικά λάθη. Εξάλλου, δεν πρόκειται για μυθιστόρημα, αλλά για μια εμπειρία βγαλμένη απ’ τη ζωή».

ΑΠΟΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΗΣΗ/ ΣΥΓΓΡΑΦΗ: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗΣ



https://istoriatexnespolitismos.wordpress.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου