"Πού να σε φέρω, γιόκα μου, πού να σε ακουμπήσω / σ' αυτόν τον κόσμο το φονιά και τον αιματοπότη... / Η πείνα, η διαφθορά, η μούχλα κι η σαπίλα / άγρια σκυλιά παραφυλάν πότε να ξεπροβάλεις / απ' τη ζεστή τη μήτρα σου, να σε κατασπαράξουν..." Μονολογεί ανήσυχη η νεαρή μάνα, χαϊδεύοντας πάνω απ' την καμπύλη της κοιλιά το αγέννητο ακόμα παιδί της. "Πού να σε φέρω, γιόκα μου, σ' αυτόν τον κόσμο, το ληστή...".
Την κυριεύει το άγχος και η απόγνωση, όταν βλέπει μέσα στην καρδιά της πρωτεύουσας τους κρανοφόρους του συστήματος να ορμούν σαν τα αγριόσκυλα, με ρόπαλα, με δακρυγόνα και με "χημικά", πάνω σ' αυτά τα απελπισμένα παιδιά, που προσπαθούν να φτάσουν μέχρι τις πύλες του "Ναού της Δημοκρατίας" μας, μέχρι την πόρτα, έστω του υπουργείου της Παιδείας, να πουν τα παράπονά τους, και βρίσκουν μπροστά τους ένα τείχος απροσπέλαστο κι ένα βαρύ σιδερένιο χέρι, να στραγγαλίζει τα νεανικά τους όνειρα, να τσακίζει βάναυσα τα φτερά τους, πριν καν προλάβουν να τ' ανοίξουν για τους μεγάλους ορίζοντες...
Τα παιδιά αυτά του φτωχού λαού, που τα σφάζουν, κυριολεκτικά, σαν αρνιά και τα αλέθουν στην κρεατομηχανή της απάνθρωπης "εκπαιδευτικής τους μεταρρύθμισης", που τα προετοιμάζει μόνο για αυριανούς "απασχολήσιμους" και για εφεδρεία φτηνών εργατικών χεριών, στο ανελέητο σκλαβοπάζαρο της "οικονομίας της αγοράς".
"Πού να σε φέρω, γιόκα μου...". Σ' αυτήν την "ελεύθερη" κοινωνία της παγκοσμιοποιημένης συμφοράς, με τους λίγους πλούσιους να γίνονται ακόμα πιο πλούσιοι, και τα εκατομμύρια της φτωχολογιάς να λιμοκτονούν και να πεθαίνουν σαν τις μύγες, στους δρόμους και στις παράγκες, της τενεκεδούπολης.
Διαβάζει η νεαρή μάνα τις φοβερές ειδήσεις, κι απελπίζεται, για την τύχη του σπλάχνου της, που θα φέρει σε λίγο στον κόσμο. Κοιτάζει στην εφημερίδα την εφιαλτική φωτογραφία, που "μιλάει" πιο πολύ από όσο χίλιες λέξεις, κι ανατριχιάζει σύγκορμη. Βλέπει αυτά τα μαύρα παιδικά κορμάκια με τις πρησμένες κοιλιές και τα κοκαλάκια των πλευρών τους να μετριούνται ένα - ένα, σαν σε ακτινογραφία... Στο Κονγκό, λέει το ψυχρό ρεπορτάζ του δημοσιογράφου, κάθε παιδάκι γεννιέται έχοντας ήδη στην πλάτη του, ένα χρέος 1.872 δολαρίων... Δώδεκα εκατομμύρια απ' αυτές τις αθώες ψυχούλες πεθαίνουν κάθε χρόνο, πριν προλάβουν να συμπληρώσουν το 5ο έτος της ηλικίας τους.
Τα αμύθητα κέρδη του αχόρταγου Γαργαντούα, που τρέφεται από τη φτώχεια και τη δυστυχία των δισεκατομμυρίων απόκληρων αυτού του πλανήτη. Οι 3 πλουσιότεροι άνθρωποι στον κόσμο, έχουν τόσα πλούτη, όσα έχουν όλες μαζί, 35 απ' τις φτωχότερες χώρες, με σύνολο πληθυσμού 600 εκατομμύρια. Τα πλούτη του κυρίου Μπιλ Γκέιτς, του άρχοντα της ηλεκτρονικής εποχής μας, μετριούνται μόνο με... αστρονομικούς αριθμούς. Ενας απλός εργαζόμενος, με 40 ώρες εργασία τη βδομάδα (ακόμα κι αν δεν ξοδέψει δεκάρα για τη συντήρηση της οικογένειάς του), για να συγκεντρώσει τα χρήματα που διαθέτει ο "μεγάλος Μπιλ", πρέπει να δουλέψει περίπου... 8,5 εκατομμύρια χρόνια. Τα διπλάσια, δηλαδή, χρόνια, απ' όση είναι η ηλικία του ανθρώπινου είδους πάνω στη Γη... και οι "δείκτες" αυτοί, αντί να βελτιωθούν με την περιβόητη παγκοσμιοποίηση, χειροτερεύουν από χρόνο σε χρόνο.
Συμπέρασμα: Αυτός ο άρρωστος κόσμος της σαπίλας και της διαφθοράς, δε γιατρεύεται με τίποτα. Το μόνο "φάρμακο" είναι η ανατροπή του. Ομως, το κάρο από τη λάσπη δε θα το βγάλει μόνη της η αρχαία θεά της Αθήνας. Πρέπει κι εμείς όλοι μαζί, να "βάλουμε πλάτη". Υπακούοντας στην προτροπή του ποιητή, "να σπρώξουμε με στήθος και με γόνα", για να ξεκολλήσουμε απ' το βούρκο και να σηκώσουμε ψηλά τον ήλιο της Δικαιοσύνης. Αρκεί, να μη δεχόμαστε παθητικά τη μοίρα της αρκούδας, που, μη γνωρίζοντας τη δύναμή της, υπομένει μοιρολατρικά να τη βασανίζει και να τη "χορεύει" στις ρούγες και στις γειτονιές ο τύραννός της, ο αρκουδιάρης. Μπορούμε κι εμείς, αν ορμήσουμε όλοι μαζί πάνω σ' αυτόν τον βασανιστή αρκουδιάρη που δυναστεύει τη ζωή μας, να τον "κάνουμε σκόνη", και ν' απαλλαγούμε μια για πάντα από την τυραννία του.
Βασίλης ΦΥΤΣΙΛΗΣ
(Δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη, 30/7/1999)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου