του Βασίλη Γάτσιου
Σαν σήμερα, πριν 78 χρόνια, στις 31 Μαρτίου 1946, μια ομάδα 33 ανταρτών με επικεφαλής τον Μπαρούτα, παλιό αντάρτη του ΕΛΑΣ, επιτίθεται στο σταθμό χωροφυλακής του Λιτόχωρου. Το γεγονός έμεινε στην ιστορία, συμβολικά, ως η αρχή του εμφυλίου πολέμου. Το άρθρο επιχειρεί να συμβάλει στη συζήτηση που αναπτύσσεται για τον εμφύλιο με μαρξιστικά κριτήρια και από τη σκοπιά του μέλλοντος του ταξικού αγώνα.Η διεθνής κατάσταση
Η διεθνής κατάσταση το 1946-49, όπου εξελίχθηκε ο εμφύλιος, είχε περάσει σε μια ποιοτικά διαφορετική κατάσταση σε σχέση με την περίοδο 1939-45.
Το εργατικό κίνημα βρισκόταν σε άνοδο. Αυξανόταν το παγκόσμιο κύρος και η αίγλη της Σοβιετικής Ένωσης λόγω του πρωταρχικού και αποφασιστικού ρόλου που διαδραμάτισε στην ήττα του φασισμού. Στην Ανατολική Ευρώπη εγκαθιδρύονταν τα λαϊκοδημοκρατικά καθεστώτα κάτω από την παρουσία του σοβιετικού στρατού.
Στη Δυτική Ευρώπη αποκαταστάθηκαν τα αστικά δημοκρατικά κοινοβουλευτικά καθεστώτα κάτω από την κηδεμονία των ΗΠΑ, οι οποίες ξεκινούσαν γενικευμένη εξόρμηση για την παγκόσμια κυριαρχία, αφού είχαν πάρει τα σκήπτρα από τη Μεγάλη Βρετανία που βρισκόταν σε υποχώρηση.
Στις χώρες της Εγγύς και Μέσης Ανατολής και της Αφρικής δυνάμωναν τα εθνικοαπελευθερωτικά και αντιιμπεριαλιστικά κινήματα. Στην Άπω Ανατολή δέσποζε ο εν εξελίξει εμφύλιος στην Κίνα, ο οποίος τέλειωσε με νίκη της λαϊκής επανάστασης το 1949. Ενώ στη Λατινική Αμερική «ζεσταίνονταν οι μηχανές» για την Κουβανέζικη επανάσταση και τα αντάρτικα κινήματα των δεκαετιών του 1960 και 1970.
Άρχιζε η ποιοτική αλλαγή του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, εντός του πλαισίου της εκμεταλλευτικής του συνέχειας, με τη διαδικασία διάλυσης των αποικιοκρατικών αυτοκρατοριών και το βαθμιαίο, πέρασμα στη νεοαποικιοκρατία.
Η λήξη του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου επέφερε μια σημαντική αλλαγή στις συνθήκες διεξαγωγής της ταξικής πάλης στην Ελλάδα: Tο νέο αντάρτικο δεν ήταν κομμάτι του αντιφασιστικού μετώπου που υπήρχε την περίοδο 1941-1944, όπου ο σοβιετικός στρατός σήκωσε το κύριο βάρος απέναντι στα φασιστικά στρατεύματα.Γιατί η αστική τάξη κατέφυγε στον εμφύλιο;
Μετά τη συνθηκολόγηση της ηγεσίας του ΚΚΕ και του ΕΑΜ με τους Εγγλέζους ιμπεριαλιστές, την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας και την παράδοση των όπλων του ΕΛΑΣ, ξέσπασε κλίμα άγριας τρομοκρατίας, όπως είχε προβλέψει ο Άρης Βελουχιώτης, ο μόνος από τους ηγέτες που αντιτάχθηκε δημόσια σ’ αυτή. Οι μοναρχοφασίστες εξαπέλυσαν ανελέητο ανθρωποκυνηγητό εναντίον των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης.
Η τρομοκρατία, οι εκβιασμοί, οι βιασμοί, οι εξευτελισμοί, οι ξυλοδαρμοί, οι δολοφονίες αποτελούσαν στοιχείο της καθημερινής πραγματικότητας.[1] Χαρακτηρίστηκαν και έμειναν στην ιστορία με τον όρο «λευκή τρομοκρατία».
Στις αρχές του 1946, αυθόρμητα, μερικές δεκάδες ένοπλων αγωνιστών, κυρίως φτωχοί αγρότες, ανεβαίνουν στα βουνά με σκοπό την προστασία της ζωής και της δουλειάς του λαού από το καθεστώς του μοναρχοφασισμού και των ξένων συμμάχων του. Ένα νέο αντάρτικο ξαναγεννιόταν από τα κάτω.
O εμφύλιος ξεκίνησε με πρωτοβουλία της ελληνικής αστικής τάξης και των Άγγλων αρχικά- και μετέπειτα Αμερικάνων- συμμάχων της. Ο στόχος τους ήταν η πλήρης συντριβή του επαναστατικού λαϊκού κινήματος και το οριστικό κλείσιμο του ρήγματος της περιόδου 1941-1944 που παράμενε ανοιχτό.
Γιατί παρέμενε ανοιχτό;
Γιατί παρ’ ότι η ΕΑΜική επανάσταση είχε ηττηθεί ο ελληνικός λαός δεν είχε αφομοιώσει την ήττα του. Δεν είχε «χωνέψει» ότι η λαϊκή εξουσία που είχε εγκαθιδρύσει σχεδόν σ’ όλη τη χώρα παραδόθηκε από την ηγεσία του στον αντίπαλο.
Η πρωτοτυπία της εσωτερικής κατάστασης στην Ελλάδα ήταν πώς με την ήττα το Δεκέμβρη του 1944 λήγει η περίοδος της επαναστατικής κρίσης, που είχε δημιουργηθεί από τις αρχές του 1944 με τη μορφή μιας εξαιρετικά ιδιόμορφης «δυαδικής εξουσίας» με τρεις κυβερνήσεις: Από τη μια πλευρά με τις αστικές κυβερνήσεις των μοναρχοφασιστών και Δωσίλογων της Αθήνας και τη βασιλική κυβέρνηση του Γεωργίου του Β΄ του Καϊρου και την από την άλλη με την ΠΕΕΑ[2], την επαναστατική ουσιαστικά, «κυβέρνηση του Βουνού».
Παρά τη στρατιωτική ήττα στην Αθήνα το Δεκέμβρη του 1944 και την συμφωνία της Βάρκιζας, τα στρατιωτικά, κοινωνικά και πολιτικά όργανα του εργατοαγροτικού λαϊκού επαναστατικού κινήματος ήταν ακόμη υπαρκτά, παρ’ ότι είχαν υποστεί σοβαρό πλήγμα.
Από αυτή τη σκοπιά, το βαθύτερο ιστορικό υπόβαθρο, η επαναστατική κατάσταση στην Ελλάδα –που δημιουργήθηκε από τον ελληνοϊταλικό αντιφασιστικό πόλεμο και τις διεθνείς διαστάσεις του, με τη δημιουργία του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ και των άλλων εργατοαγροτικών λαϊκών οργάνων- συνεχίζεται μετά το Δεκέμβρη και τη Βάρκιζα, τροποποιημένη και με άλλες μορφές.
Συνεπώς συνυπήρχαν τόσο οι αναγκαιότητες, όσο και οι δυνατότητες για μια νέα επαναστατική απόπειρα ως απάντηση στην αστική τρομοκρατία.
Αυτή η δυνατότητα προκαλούσε τρόμο και ανασφάλεια στην αστική τάξη και τους συμμάχους της. Το ρήγμα έπρεπε να εξαλειφθεί, να κλείσει. Μόνο με το οριστικό κλείσιμο του ρήγματος θα εδραιώνονταν η κυριαρχία της αστικής τάξης και της αμερικανοκρατίας.
Το μέσο για την επιτυχία του στόχου τους ήταν ο εμφύλιος πόλεμος που εξαπέλυσε η εγχώρια αστική τάξη μαζί με τους Αγγλοαμερικάνους ιμπεριαλιστές.Πρώτη φάση του εμφυλίου: Μερική ένοπλη λαϊκή πάλη
Η πρώτη φάση του εμφυλίου ξεκινά στις 31Μαρτίου 1946, με το χτύπημα των ανταρτών στο Λιτόχωρο και λήγει τον Σεπτέμβριο 1947, όπου περνάμε σε μια δεύτερη φάση.
Το 1946, όπως δείχνουν τα στοιχεία για την παραγωγή, συνεχίζεται η σταδιακή αποκατάσταση του μηχανισμού λειτουργίας και αναπαραγωγής του ελληνικού μονοπωλιακού καπιταλισμού, ο οποίος την περίοδο της κατοχής είχε αποδιοργανωθεί.
Ο όγκος της βιομηχανικής παραγωγής αυξήθηκε το 1946 κατά 64% σε σχέση με το 1945, και 18,5% το πρώτο εξάμηνο του 1947.[3]
Στο εποικοδόμημα με το διαβόητο Γ΄ Ψήφισμα, που ψηφίστηκε στις 18 Ιούνη του 1946 «είχε στηθεί βιομηχανία εκτελέσεων με συνοπτικές διαδικασίες. Η τρομοκρατία πέρασε έτσι από το παρακράτος στο κράτος. Ο στόχος ήταν διακριτός: η αριστερά να μη είναι σε θέση να υφάνει νέο οργανωτικό ιστό και, πολύ περισσότερο, κρατικούς μηχανισμούς, όπως έκανε σε προηγούμενα δίσεκτα χρόνια. Από αυτή την άποψη το Γ΄ Ψήφισμα ήταν, από μόνο του, σχέδιο πολέμου».[4]
Σ’ αυτές τις συνθήκες, σύμφωνα με την ηγεσία του ΚΚΕ, η δράση του αντάρτικου έπρεπε να υποτάσσεται στην πολιτική γραμμή της «δημοκρατικής ομαλότητας» και της «συμφιλίωσης». Γι’ αυτό η ένοπλη πάλη έπρεπε να έχει μερικό και ελεγχόμενο χαρακτήρα από το κόμμα. Για να γίνει αυτο έπρεπε το ΚΚΕ να αναλάβει την καθοδήγηση του νέου αντάρτικου. Όπως κι έγινε τον Οκτώβριο του 1946.
Έτρεφε ελπίδες, στην πράξη αποδείχτηκαν αυταπάτες, ότι μπορούσε μ’ αυτή τη γραμμή να αξιοποιήσει το ΔΣΕ ως δύναμη πίεσης και να επιβάλλει έναν πολιτικό συμβιβασμό στην αστική τάξη και στους συμμάχους της.
Άλλοτε απειλούσε ότι θα έπαιρνε το δρόμο του ένοπλου αγώνα και άλλοτε κήρυττε τη συμφιλίωση και υπόκυπτε στις αξιώσεις των ιμπεριαλιστών.
Στις 24 Αυγούστου του 1945 σε ομιλία του ο Ν. Ζαχαριάδης στη Θεσ/νίκη αφήνει να εννοηθεί πως το ΚΚΕ θα ξανάπαιρνε τα όπλα.[5]
Επτά μήνες αργότερα, στις 31 Μάρτη του 1946, το ΚΚΕ απέχει από τις κοινοβουλευτικές ψευτοεκλογές για να μην καλλιεργηθούν κοινοβουλευτικές αυταπάτες στο λαό.
Μετά από δυόμιση μήνες, στις 15-16 Ιούνη 1946, ο Ν. Ζαχαριάδης σε ομιλία του στην 3η ολομέλεια της επιτροπής Περιοχής Μακεδονίας- Θράκης του ΚΚΕ έλεγε: «Η λαϊκή συμφιλίωση[…]μόνο αυτή δείχνει φως και διέξοδο στο τραγικό αδιέξοδο που δημιουργήσαν η αγγλική κατοχή και ο μοναρχοφασισμός». (Ριζοσπάστης, Τρίτη 18 Ιουνίου 1946, σελ. 2)
Ενώ δυόμιση μήνες μετά, την 1η Σεπτέμβρη του 1946- σε συνθήκες πολύ χειρότερες για το λαϊκό κίνημα σε σχέση με τις συνθήκες του Μάρτη του 1946 που απείχε από τις εκλογές- το ΚΚΕ παίρνει μέρος στο νόθο δημοψήφισμα που έφερε πίσω το Βασιλιά Γεώργιο τον Β.
Είχε τέτοια αυταπάτη ότι μπορούσε να πείσει την αστική τάξη και τους Άγγλους ότι ήταν υπερ της «δημοκρατικής ομαλότητας και της συμφιλίωσης» που με ανακοίνωση του Π.Γ του ΚΚΕ χαρακτήριζε ως «ύποπτα υποκείμενα» και «πράκτορες των εχθρών του λαού» όλους εκείνους που «διαδίδουν ότι έχουν εξουσιοδότηση να κάνουν στρατολογία για να στείλουν αντάρτες στα βουνά». Ή «ότι έχουν εντολή να σχηματίσουν αντάρτικες ομάδες, να επανασυστήσουν τον ΕΛΑΣ και να βγουν στο βουνό, ή «ότι θα αρχίσουν να χτυπούν και τους Άγγλους με τα όπλα» (Ριζοσπάστης 31/10/1946 σελ.1).
Το Γενάρη του 1947, ο Ν. Ζαχαριάδης σε συγκέντρωση στελεχών του ΚΚΕ στην Αθήνα απαντούσε στις διακηρύξεις του αστικού κράτους περί σύντομης εξόντωσης του ΔΣΕ: «Έχουν κιόλας πολλή πικρή πείρα από την «αδυναμία» αυτή του Δημοκρατικού Στρατού, που όσο τον εξολοθρεύουν στα λόγια, τόσο τους τσαλακώνει στα έργα. Και ας μην παραπονεθούν αύριο, όταν θα είναι αργά. Στην πολιτική λοιπόν της συμφιλίωσης, εμμένουμε απόλυτα, γιατί είναι ο μοναδικός δρόμος, που μπορεί να βγάλει την Ελλάδα από το τραγικό της κατάντημα. Μα, φυσικά, πολιτική συμφιλίωσης δε σημαίνει για το λαό μοιρολατρία και σφάξε με αγά μου να αγιάσω». (Ριζοσπάστης, Τρίτη 22 Ιανουαρίου 1947, σελ. 3)
Εδώ προκύπτουν τα εξής ερωτήματα:
Αφού ο μόνος δρόμος σωτηρίας για το λαό ήταν η «συμφιλίωση» και οι «ομαλές δημοκρατικές εξελίξεις», γιατί η ηγεσία του ΚΚΕ ανέλαβε την καθοδήγηση του νέου αντάρτικου;
Αφού η νίκη του ΔΣΕ ήταν σίγουρη («ας μην παραπονεθούν αύριο, όταν θα είναι αργά»), γιατί «ο μοναδικός δρόμος για να βγει η Ελλάδα από το τραγικό της κατάντημα ήταν η συμφιλίωση»;4. Δεύτερη φάση: Γενίκευση της ένοπλης λαϊκής πάλης
Η δεύτερη φάση του εμφυλίου ξεκινά το Σεπτέμβρη του 1947, με την απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ για γενίκευση του ένοπλου αγώνα και λήγει τον Αύγουστο 1949, με την ήττα του ΔΣΕ.
Το 1947-1949 αποκαθίσταται σε πολύ μεγάλο βαθμό ο μηχανισμός λειτουργίας του ελληνικού μονοπωλιακού καπιταλισμού.
Αυτό σημαίνει ότι το κεφάλαιο κατάφερνε να αποκτήσει την κοινωνική ηγεμονία που είχε χάσει την περίοδο της κατοχής και της ΕΑΜικής επανάστασης. Κατάφερνε σχετικά γρήγορα, να γίνονται όλο και πιο αποδεκτές οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής από το λαό, να αποσπά την υπεραξία που απαιτούνταν για τη διευρυμένη καπιταλιστική αναπαραγωγή.
Σημαντικό ρόλο στην καπιταλιστική ανασυγκρότηση της Ελλάδας έπαιξαν το δόγμα Τρούμαν(1947) και το σχέδιο Μάρσαλ(1948).
Η αστική τάξη θωρακίζεται ακόμη περισσότερο στο εποικοδόμημα με την ψήφιση μιας σειράς νόμων με αποκορύφωμα τον Αναγκαστικό Νόμο 509 (Δεκέμβρης 1947), όπου τέθηκαν εκτός νόμου το ΚΚΕ, το ΕΑΜ κι όλες οι οργανώσεις, σωματεία κ.λ.π που συνεργάζονταν μαζί τους ή είχαν «ως σκοπόν την δια βιαίων μέσων ανατροπήν του πολιτεύματος, του κρατούντος πολιτικού συστήματος ή την απόσπασιν μέρους εκ του όλου της Επικράτειας».
Από την Άνοιξη του 1947 η ελληνική κυβέρνηση είχε ξεκινήσει τη βίαιη μετακίνηση του πληθυσμού της υπαίθρου προς τις μεγάλες πόλεις. Μια μετακίνηση που πανελλαδικά κυμάνθηκε, σύμφωνα με διαφορετικές εκτιμήσεις ιστορικών και μελετητών του εμφυλίου, από 800 χιλ. έως 1 εκατ. ανθρώπους.
Το γεγονός αυτό στερούσε το ΔΣΕ από πηγές ανεφοδιασμού, πληροφοριών και γενικότερης υποστήριξης.
Σ’ αυτές τις συνθήκες το ΚΚΕ αποφάσισε στην 3η Ολομέλεια της ΚΕ (Σεπτέμβρης 1947) να μετατρέψει τη μερική και ελεγχόμενη έως τότε ένοπλη πάλη, σε γενικευμένη. Αποφάσισε να γίνει ο λαϊκός ένοπλος αγώνας η κύρια μορφή πάλης απέναντι στην αντεπαναστατική βία.
Ποιος ήταν ο στόχος αυτής της απόφασης;
Το ΚΚΕ θα χρησιμοποιούσε τη γενίκευση της ένοπλης λαϊκής πάλης όχι για την επαναστατική κατάκτηση της εξουσίας, αλλά για την άσκηση εντονότερης πίεσης στην αστική τάξη για μια ισότιμη συμβιβαστική πολιτική λύση.
Το ξεκαθάριζε ο Ν. Ζαχαριάδης με πρωτοσέλιδο άρθρο του στο Ριζοσπάστη της 8/10/1947 με τίτλο «Υπερ βωμών και εστιών»:
«Είναι έξω από κάθε αμφιβολία ότι όσο πιο αποφασιστικά και ορμητικά κινηθούμε, τόσο πιο γρήγορα, πιο εύκολα και με τις λιγότερες θυσίες θα νικήσουμε, θα αναγκάσουμε τους αντιπάλους μας να δεχθούν έναν ισότιμο δημοκρατικό συμβιβασμό ή θα τους συντρίψουμε».
Το ερώτημα είναι:
Αφού το ΚΚΕ μπορούσε να «συντρίψει τους αντιπάλους του», γιατί δεν στόχευε στην επαναστατική κατάκτηση της εξουσίας αλλά επεδίωκε να τους «αναγκάσει να δεχθούν έναν ισότιμο δημοκρατικό συμβιβασμό;»
Ακριβώς κάτω από το άρθρο του Ν. Ζαχαριάδη δημοσιεύονταν η ανακοίνωση της 3ης Ολομέλειας:
«Η Ολομέλεια[…] διακήρυξε για μια ακόμα φορά ότι μοναδική και αποκλειστική επιδίωξη του ΚΚΕ είναι η ανεξαρτησία, η ακεραιότητα, η δημοκρατία της Ελλάδας».
Στην απόφαση σημειώνονταν ότι οι προσπάθειες του ΚΚΕ «κατευθύνονται[…] προς την ειρήνη και το δημοκρατικό συμβιβασμό που θα οδηγούσε τη χώρα σε ελεύθερες εκλογές[..]»
Για επανάσταση, καμία αναφορά.
Η Ολομέλεια, εκτός των άλλων, διαπίστωνε ότι «στην Ελλάδα ωρίμασαν οι συνθήκες για τη δημιουργία ελεύθερης δημοκρατικής περιοχής με δική της κυβέρνηση. Ο κίνδυνος ένοπλης αμερικάνικης επέμβασης κάνει αναπότρεπτο αυτό το καθήκον που σημαίνει την υπεράσπιση της ανεξαρτησίας της χώρας».Η δημιουργία της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης
Τρεις μήνες μετά, παραμονές Χριστουγέννων του 1947, ανακοινώθηκε η συγκρότηση της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης(ΠΔΚ), με πρωθυπουργό το Μάρκο Βαφειάδη και 7μελές υπουργικό συμβούλιο αποτελούμενο από μέλη της ΚΕ του ΚΚΕ και με έδρα το χωριό Πύλη στις Πρέσπες.
Το γεωγραφικό στίγμα αυτού του ελεύθερου εδάφους προσδιοριζόταν: «…δημιουργία ελεύθερου εδάφους στην έκταση της Μακεδονίας και την απελευθέρωση ολόκληρης της Μακεδονίας και Θράκης, με κέντρο τη Θεσσαλονίκη[6]»
Στην ιδρυτική διακήρυξη της ΠΔΚ ξεκαθαρίζονταν οι προθέσεις της : Η προάσπιση της δημοκρατίας, της εθνικής ανεξαρτησίας και της εθνικής συμφιλίωσης.
Στο διάγγελμα που εξέδωσε, μεταξύ άλλων, υποσχέθηκε «κάθε συνεργασία και βοήθεια από το ξένο κεφάλαιο ή από διεθνείς οργανισμούς ώστε να συντελεστεί η προώθηση της ελληνικής οικονομίας, η αποκατάσταση των πολιτικών ελευθεριών και η κοινωνική συμφιλίωση»
Το πρόγραμμά της ήταν γενικολόγο, αντιφατικό, εμπεριείχε ασάφειες που οδηγούσαν σε πολλαπλές ερμηνείες και προκαλούσαν πολιτική σύγχυση στο λαϊκό κίνημα και επι της ουσίας έμεινε στα «χαρτιά».
Όπως αναφέρεται στο Β2 τόμο του δοκιμίου ιστορίας του ΚΚΕ (1939-1949) σελ.308: «Το νομοθετικό έργο της ΠΔΚ περιορίστηκε εξ αντικειμένου σε μερικά βασικά ζητήματα που ήταν άμεση ανάγκη να ρυθμιστούν με νόμο, έχοντας βέβαια τα περισσότερα σχέση με τη διεξαγωγή του πολέμου».
Ο ΔΣΕ κατόρθωσε προσωρινά να έχει τον έλεγχο ορισμένων περιοχών. Η συνεχής μετακίνησή του, του στερούσε τη δυνατότητα δημιουργίας ενός υποτυπώδους «κρατικού μορφώματος» με θεσμούς αυτοδιοίκησης, φορολογίας, δικαιοσύνης και πολύ περισσότερο υλικών υποδομών που θα προσέφεραν υπηρεσίες στο λαό.
Εξαίρεση αποτέλεσαν η περιοχή των Πρεσπών και κυρίως η Πελοπόννησος όπου από την άνοιξη του 1948 έως την διάλυση του ΔΣΕ λειτούργησαν διοικητικές δομές(κυβερνητικός αντιπρόσωπος, νομάρχες, έπαρχοι). Συγκροτήθηκε Λαϊκή Πολιτοφυλακή, δημιουργήθηκε διδασκαλείο για την εκπαίδευση δασκάλων, σχολεία και παιδικές κατασκηνώσεις. Επίσης υπήρξε και μεγάλη προσέλευση εθελοντών στον ΔΣΕ.
Το ΚΚΕ πίστευε ότι η εδαφική αναφορά της ΠΔΚ μαζί με τη δράση του ΔΣΕ θα ασκούσαν μεγαλύτερη στρατιωτική και πολιτική πίεση ώστε να διαπραγματευθούν από ισότιμες θέσεις με την κυβέρνηση της Αθήνας.
Κι ενώ είναι σε εξέλιξη ο εμφύλιος, η ηγεσία του ΚΚΕ πιστή στη λογική των «ομαλών δημοκρατικών εξελίξεων» και της «συμφιλίωσης» απεύθυνε στις 3 Απρίλη του 1948 μαζί με τους μετριοπαθείς του Κέντρου πρόταση για άμεση κατάπαυση των εχθροπραξιών, με προεξάρχοντα το Σοφούλη, έκανε αποδεκτή τη βοήθεια του σχεδίου Μάρσαλ και πρότεινε το σχηματισμό δημοκρατικής κυβέρνησης, χωρίς αναγκαστικά τη συμμετοχή του ΕΑΜ. Η πρόταση απορρίφθηκε από την κυβέρνηση.[7]
Περίπου τρείς μήνες μετά, μέσα από το ραδιοφωνικό σταθμό «Ελεύθερη Ελλάδα», στις 14 Ιούλη 1948, ο ΔΣΕ έκανε επίσημη πρόταση στην αστική κυβέρνηση για αναστολή των εχθροπραξιών καταλήγοντας ως εξής: «το λαικοδημοκρατικό κίνημα στη χώρα δεν απέβλεψε ούτε και σήμερα αποβλέπει σε βία και αποκλειστική επικράτηση αλλά στη συνεννόηση».[8] Η πρόταση έπεσε φυσικά στο κενό.
Από τη μια, «γενίκευση της ένοπλης λαϊκής πάλης», κι από την άλλη, «όχι στη βία και στην αποκλειστική επικράτηση, ναι στη συνεννόηση».
Σ’ αυτό το κοινωνικοοικονομικό και πολιτικό περιβάλλον η απόφαση της 5ης ολομέλειας της Κ.Ε του ΚΚΕ (Γενάρης 1949) για το ζήτημα των Σλαβομακεδόνων, ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι και οδήγησε γρηγορότερα στην πολιτική σύγχυση το λαό και εν τέλει στην ήττα.
Το ΚΚΕ, σωστά, καταδίκασε την αφόρητη καταπίεση, τους διωγμούς και τα εγκλήματα που ασκούσε η ελληνική αστική τάξη από το 1912 σε βάρος της Σλαβομακεδονικής μειονότητας που ζούσε στην ελληνική Μακεδονία.
Όμως αντί του δίκαιου αιτήματος της αναγνώρισης της εθνικής υπόστασης και της ισοτιμίας των Σλαβομακεδόνων με τον υπόλοιπο ελληνικό λαό, υποστήριξε την αυτοδιάθεσή τους μέχρι και το δικαίωμα του αποχωρισμού τους από την Ελλάδα.
Ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός και η ελληνική αστική τάξη βρήκαν την ευκαιρία για μια πλήρη αντιστροφή της πραγματικότητας. Οι προδότες και οι συνεργάτες των Γερμανών, οι μοναρχοφασίστες, οι αρνητές της εθνικής ανεξαρτησίας του ελληνικού λαού, οι προσκυνημένοι στους Αγγλοαμερικάνους ιμπεριαλιστές, παρουσιάστηκαν ως πατριώτες και υποστηρικτές της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδας. Ενώ παρουσίασαν το ΚΚΕ και τους Έλληνες κομμουνιστές ως πράκτορες των Γιουγκοσλάβων και υπέρμαχους του διαμελισμού της Ελλάδας.ΕΣΣΔ: Στάση υπεράσπισης των κρατικών της συμφερόντων
Από το Δεκέμβρη του 1944 έως τον Ιούνη του 1945, δηλαδή μέχρι την οριστική ήττα της χιτλερικής Γερμανίας η Σοβιετική κυβέρνηση δεν αποδοκίμασε την ένοπλη επέμβαση των Άγγλων ιμπεριαλιστών στην Ελλάδα φοβούμενη να μην χαλάσει ο αντιχιτλερικός συνασπισμός με ΗΠΑ και Αγγλία.
Με μεγάλη καθυστέρηση, το Φλεβάρη του 1946, ζητά από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ την αποχώρηση των Βρετανικών στρατευμάτων από την Ελλάδα.
Τον Οκτώβρη του 1948 ζητά από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ να γίνει σύσταση σε Ελλάδα, Βουλγαρία, Αλβανία για την αποκατάσταση των διπλωματικών τους σχέσεων. Να γίνει σύσταση στην Ελληνική κυβέρνηση για την εξασφάλιση των δικαιωμάτων της Σλαβομακεδονικής και Αλβανικής μειονότητας. Να γίνει σύσταση από τον ΟΗΕ σε ΗΠΑ και Αγγλία να αποσύρουν τα στρατεύματα τους από την Ελλάδα.
Το Μάη του 1949 η Σοβιετική Ένωση προτείνει μαζί με τις ΗΠΑ και την Αγγλία να καλέσουν την Ελληνική κυβέρνηση και τους αντάρτες να σταματήσουν τον πόλεμο, να χορηγηθεί γενική αμνηστία στην Ελλάδα και να διεξαχθούν ελεύθερες εκλογές με την επίβλεψη των τριών μεγάλων δυνάμεων.
Η Σοβιετική Ένωση και οι υπόλοιπες λαϊκοδημοκρατικές κυβερνήσεις δεν αναγνώρισαν την ΠΔΚ. Ασκούσε πιέσεις στο ΚΚΕ να τερματίσει τον εμφύλιο γιατί πίστευε ότι δεν υπήρχαν περιθώρια νίκης. Εκτιμούσε ότι οι Αγγλοαμερικάνοι ιμπεριαλιστές δεν θα δεχόταν να χαθεί η Ελλάδα από τη σφαίρα επιρροής τους.
«Ο Στάλιν προειδοποίησε τους Γιουγκοσλάβους κομμουνιστές ότι βοηθώντας τη Δημοκρατική Ελλάδα, αν έμπλεκαν σε πόλεμο με τους Αμερικάνους η Σοβιετική Ένωση δε θα βοηθούσε τη Γιουγκοσλαβία στον πόλεμο αυτό»[9].
Η Σοβιετική Ένωση δεν κατέθεσε ούτε μια απλή προσφυγή στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ για τον τερματισμό του ελληνικού εμφυλίου, παρά το γεγονός ότι από το καλοκαίρι του 1948 υπήρχαν ανεξάρτητες διεθνείς πρωτοβουλίες για τον τερματισμό του.
Ακόμα και οι Αμερικάνοι έμειναν έκπληκτοι από τη στάση της καθώς περίμεναν να εκδηλωθεί από τη σοβιετική πλευρά μια καμπάνια κατά των εκτελέσεων στην Ελλάδα. Κατά τους ίδιους τους Αμερικάνους μέχρι τα μέσα του 1948 είχαν εκτελεστεί 1.824 αγωνιστές. Για «εγκλήματα» στα Δεκεμβριανά 234, και λόγω της δράσης τους στο ΔΣΕ 1.590.
Η προσφυγή της Σοβιετικής Ένωσης στο Συμβούλιο Ασφάλειας του ΟΗΕ θα εξέθετε την ελληνική κυβέρνηση στη διεθνή κοινότητα για τις εκτελέσεις που είχε διαπράξει. Θα ενίσχυε τις προτάσεις του ΔΣΕ για παύση των εχθροπραξίων[10].
Οι λεγόμενες Σοσιαλιστικές χώρες υποστήριζαν με πολεμικό υλικό το ΔΣΕ μέχρι την ανοιχτή ρήξη το 1948 στο σοβιετικό στρατόπεδο και την απόσχιση της Γιουγκοσλαβίας. Μετά απ’ αυτήν περιόρισαν την υποστήριξή τους σε είδη διαβίωσης αφού ο εφοδιασμός διέρχονταν μέσω του Γιουγκοσλαβικού εδάφους.
Όπως είναι γνωστό, η εξωτερική πολιτική είναι προέκταση της εσωτερικής πολιτικής. Κι η αντιφατική εξωτερική πολιτική της ΕΣΣΔ στο ζήτημα του ελληνικού εμφυλίου έδειχνε την παραπέρα ενίσχυση της ταξικής ηγεμονίας της άρχουσας συλλογικής κρατικής αστικής τάξης εντός της σοβιετικής κοινωνίας. Ήταν πολιτική υπεράσπισης των κρατικών της συμφερόντων και όχι πολιτική υπεράσπισης και προώθησης του προλεταριακού διεθνισμού.Ο ΔΣΕ ηττήθηκε για πολιτικούς και όχι για τεχνικούς λόγους
Η συνθηκολόγηση της ηγεσίας του ΚΚΕ που οδήγησε στην ήττα της ΕΑΜικής επανάστασης και η μετέπειτα γραμμή της αφόπλισε ιδεολογικά και πολιτικά ακόμα και στενά δεμένες μάζες μαζί της με αποτέλεσμα αρκετοί μαχητές του ΕΛΑΣ να μην ενταχθούν στο ΔΣΕ.
Το ΚΚΕ ανέλαβε την καθοδήγηση του νέου αντάρτικου από τον Οκτώβρη του ’46, ενοποιώντας τις αντάρτικες ομάδες κάτω από την ονομασία «Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας» και ιδρύοντας το Γενικό αρχηγείο του ΔΣΕ. Αποδείχτηκε όμως ότι δεν ήταν ικανό να το οδηγήσει στη νίκη.
Ο ΔΣΕ δεν ηττήθηκε για τεχνικούς λόγους. Δεν ηττήθηκε κυρίως επειδή ο Τίτο έκλεισε τα σύνορα, ούτε επειδή δεν μπόρεσε να λυθεί το πρόβλημα των εφεδρειών του ΔΣΕ. Ούτε επειδή δεν λύθηκε το πρόβλημα του ανεφοδιασμού των τμημάτων του κλιμακίου της νότιας Ελλάδας. Δεν ηττήθηκε από τις προβοκάτσιες που σκηνοθετούσαν σε βάρος των κομμουνιστών οι δυνάμεις του κρατικού και παρακρατικού μηχανισμού, όπως η φωτιά στο Μετοχικό ταμείο.
Όλα αυτά υπήρχαν βεβαίως, αλλά δεν καθόρισαν την ήττα.
Οι λόγοι της ήττας ήταν πάνω από όλα πολιτικοί.
Ο ηρωικός αγώνας του ΔΣΕ ηττήθηκε γιατί τον καθήλωνε η λαθεμένη στρατηγική κατεύθυνση του ΚΚΕ για τα «δυο στάδια» της επανάστασης και για μια «λαϊκή δημοκρατία» με συμβιβασμό με τα «μη μονοπωλιακά» τμήματα της αστικής τάξης, που καθόριζε τις τακτικές επιλογές του για «ομαλές δημοκρατικές εξελίξεις» και «ειρηνική επίλυση του εσωτερικού προβλήματος».
Αντί να επαναστατικοποιεί με συνέπεια το λαό και να τον προωθήσει με ταχύτητα και αποφασιστικότητα στην ένοπλη πάλη για την κατάκτηση της εξουσίας, του δημιουργούσε σύγχυση, αυταπάτες και ψευδαισθήσεις ότι μπορεί να βρεθεί ένας ισότιμος πολιτικός συμβιβασμός με την αστική τάξη οδηγώντας τον βαθμιαία στην πολιτική απάθεια.
Επι της ουσίας το ΚΚΕ στις διακηρύξεις του πάλευε για μια ριζοσπαστική πολιτική αλλαγή και για μια νέα κοινωνία, στην πράξη είχε μια πολιτική που τελικά, θα οδηγούσε στο να εκσυγχρονίσει το αστικό καθεστώς και όχι να το ανατρέψει. Σε τελική ανάλυση, επιδίωκε να εγκαθιδρύσει ένα φιλολαϊκό καθεστώς, αλλά εντός του καπιταλισμού.
Ήταν τέτοια η σύγχυση, οι παλινωδίες, οι αντιφάσεις, οι αυταπάτες και εν τέλει ο μη συνεπής επαναστατικός τρόπος σκέψης και δράσης της ηγεσίας του ΚΚΕ, που ο Ν. Ζαχαριάδης στο βιβλίο του «Δέκα χρόνια πάλης» υποστήριζε ότι ο νέος ένοπλος αγώνας έπρεπε να ξεκινήσει χωρίς να προκληθούν οι Άγγλοι έτσι ώστε να μην αντιδράσουν αμέσως και το ΚΚΕ να έχει να αντιμετωπίσει μόνο την ντόπια αντίδραση. Πίστευε δηλαδή ότι μπορούσε να χτυπήσει τη ντόπια αντίδραση και ταυτόχρονα να ουδετεροποιήσει τους προστάτες της.
Οι επιλογές του ΚΚΕ μαζί με την τότε συμβιβαστική τακτική της ΕΣΣΔ, του ΚΚΣΕ και του κομμουνιστικού κινήματος, ειδικά στην Ευρώπη (με λίγες εξαιρέσεις), είχαν διαρκώς διπλό, αντιφατικό και τελικά, διστακτικό χαρακτήρα. Αντίθετα, ο αντίπαλος είχε πλήρη συνείδηση των σκοπών του, μεγάλη «διεθνιστική» στήριξη από τους συμμάχους του και γρήγορη κινητοποίηση όλων των δυνάμεών του.
Υπ’ αυτή την έννοια, δεν είναι απορίας αξιον γιατί ηττήθηκε ο ΔΣΕ, αλλά πώς άντεξε να δώσει μια τέτοια άνιση μάχη για τρία χρόνια. Και αυτό του προσδίδει των ηρωικό του χαρακτήρα.
Οι καμπές της επαναστατικής διαδικασίας
Πριν περάσουμε στην εκτίμηση για το χαρακτήρα του εμφυλίου, απαιτείται να επιχειρήσουμε μια θεωρητική συμπύκνωση της ιστορικής εμπειρίας των επαναστάσεων του προηγούμενου αιώνα, γνωρίζοντας φυσικά ότι αυτό είναι ένα μεγάλο έργο που δεν μπορεί να εξαντληθεί εδώ.
Μπορούμε όμως με κάποια ασφάλεια να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα πως η επαναστατική διαδικασία αναπτύσσεται μέσα από καμπές ή άλματα. Ποια είναι αυτά;
Περίοδος όπου σπάει η ασφυκτική αστική ηγεμονία: Είναι το πέρασμα σε μια περίοδο, όπου, ενώ διατηρείται η αστική κυριαρχία, ανατρέπεται η ασφυκτική ηγεμονία της αστικής πολιτικής υπέρ της εργατικής. Υλοποιείται μια «εργατική λαϊκή ανατροπή» των συσχετισμών σε δυο επίπεδα. Κοινωνικά, με την επιβολή προσωρινών υλικών κατακτήσεων που βελτιώνουν εν μέρει την κοινωνική θέση της μισθωτής εργασίας και των σύμμαχων στρωμάτων σε βάρος του κεφαλαίου. Πολιτικά, με την κατάκτηση σχετικά ανεξάρτητης, εργατικής λαϊκής δράσης, την κατάκτηση ενότητας μεταξύ τμημάτων της εργατικής τάξης και συμμαχίας με τμήματα από τα άλλα καταπιεζόμενα στρώματα. Το αποφασιστικό στοιχείο είναι η ανατροπή των συσχετισμών.
Οι κατακτήσεις όμως δεν είναι νομοτέλεια, αλλά χωρίς την πάλη για αυτές, για την κοινωνική – δημοκρατική βελτίωση της θέσης της εργασίας και του λαού, δεν μπορεί να επιτευχθεί καμία ανατροπή συσχετισμών.
Η κατάκτηση τέτοιων συσχετισμών απαιτεί νέα τακτική και ανοίγει το δρόμο για ανώτερες ιστορικές καμπές και περιόδους.
Το πέρασμα στην επαναστατική κατάσταση: Το κύριο χαρακτηριστικό της είναι ο μερικός σχηματισμός ανεξάρτητων οργάνων επιβολής της εργατικής και λαϊκής θέλησης. Στην επαναστατική κατάσταση παραμένει, όμως, η πρωτοκαθεδρία του κοινοβουλίου και των αστικών οργάνων γενικά. Επιβάλλονται ανώτερες εργατικές λαϊκές κατακτήσεις, προσωρινές και σε ορισμένα πεδία. Η επαναστατική τακτική αλλάζει ποιοτικά θέτοντας νέους, ανώτερους προγραμματικούς στόχους.
Σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης οι μάζες δεν θέλουν να κυβερνώνται όπως πριν και, όπως συνήθως, και οι κυβερνώντες δεν μπορούν να κυβερνούν όπως παλιά, ενώ υπάρχει μεγαλύτερη από τη συνηθισμένη επιδείνωση της ανέχειας των καταπιεσμένων τάξεων και σημαντικό ανέβασμα, για τους παραπάνω λόγους, της δραστηριότητας των μαζών που οδηγούνται σε αυτοτελή ιστορική δράση (Λένιν).
Το ζήτημα της εργατικής κυβέρνησης και εξουσίας εμφανίζεται μεν, αλλά δεν τίθεται ακόμη πλήρως «επί τάπητος».
Η επαναστατική κατάσταση μπορεί να κινηθεί είτε προς ένα νέο επαναστατικό άλμα, είτε προς ένα πισωγύρισμα και σε σταθεροποίηση της αστικής πολιτικής.
Χωρίς αυτές τις αντικειμενικές αλλαγές η επανάσταση δεν μπορεί κατά κανόνα να γίνει. Ωστόσο, η επαναστατική κατάσταση δεν έρχεται από μόνη της. Απαιτεί τη συμβολή της δράσης των επαναστατικών δυνάμεων.
Το πέρασμα στην επαναστατική κρίση: Τα ανεξάρτητα εργατολαϊκά όργανα ενώνονται συνειδητά σε ένα πανεθνικό κέντρο εξουσίας, σε μια «βουλή των κάτω» με τη δική της ανεπίσημη και ανταγωνιστική προς την αστική εξουσία, κυβέρνηση.
Το πέρασμα δηλαδή σε μια κατάσταση εύθραυστης ισορροπίας μεταξύ της επίσημης αστικής εξουσίας και της ανεπίσημης επαναστατικής εξουσίας την οποία προωθεί ο επαναστατημένος και ένοπλος λαός. (Φλεβάρης – Οκτώβρης 1917 στη Ρωσία, Μάρτης – Δεκέμβρης 1944, στην Ελλάδα, μάλιστα, με «τριαδική κυβέρνηση» κ.α.).
Μια κατάσταση δυαδικής εξουσίας κατά την οποία το ζήτημα της επαναστατικής εξουσίας και κυβέρνησης «τίθεται επί τάπητος».
Η επαναστατική κρίση δεν είναι μια διαρκής κατάσταση, ένα είδος σταδίου. Κινείται με ταχύτητα είτε προς τη νίκη της επανάστασης, με την κατάκτηση όλης της εξουσίας από την εργατική τάξη και τους συμμάχους της, είτε προς τη βίαιη αντεπανάσταση. Μέσος δρόμος δεν υπάρχει.
Νίκη της επανάστασης με την κατάκτηση όλης της πολιτικής εξουσίας: Η επαναστατική μαζική δράση της εργατικής τάξης «τσακίζει» την παλιά κυβέρνηση και κρατική μηχανή που αντικαθίσταται από το επαναστατικό κράτος εργατικής ηγεμονίας.
Αρχίζει η μετεπαναστατική μεταβατική περίοδος προς το σοσιαλισμό – κομμουνισμό.
Η επαναστατική διαδικασία δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται με τη λογική των «σταδίων» που εξαρτούν την πορεία της από τις συμμαχίες με τμήματα της αστικής τάξης και του ιμπεριαλισμού, δηλαδή από τους αντιπάλους της επανάστασης. Αυτή η λογική κυριάρχησε στο κομμουνιστικό κίνημα από τη δεκαετία του 1930 μέχρι και το 1990.
Σαν αντίδραση αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια, μια λαθεμένη αντίληψη από την ανάποδη, για μια «επανάσταση– μονόπρακτο», δίχως ελιγμούς και αντεπιθέσεις, που εξαρτάται μόνο από την κομματική πρωτοπορία, καθώς επίσης και τις απόψεις που ερμηνεύουν γραμμικά και σχεδόν απνευστί την εξέλιξη κάθε αυθόρμητου ξεσηκωμού σε επαναστατική ανατροπή.
Διευκρινίζουμε ότι οι καμπές ή τα άλματα αυτά και οι αντίστοιχες περίοδοι δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται στατικά και γραμμικά. Μπορεί η μια να περνάει στην άλλη ή να υπάρχουν οπισθοδρομήσεις και παλινδρομήσεις ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες.Τελικά τι ήταν ο εμφύλιος;
Με βάση την παραπάνω θεώρηση για τις καμπές της ταξικής πάλης, μπορούμε να απαντήσουμε με περισσότερη σαφήνεια, άρα πιο ολοκληρωμένα, στο ερώτημα: Ποιος ήταν ο χαρακτήρας του εμφυλίου και από τι καθορίστηκε;
Ο χαρακτήρας του καθορίστηκε από το επίπεδο ανάπτυξης της ταξικής πάλης, από το βαθμό ανάπτυξης της αντίθεσης ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, από το ρόλο των τάξεων σ’ αυτόν.
Η έκβασή του κρίθηκε από το συγκεκριμένο συσχετισμό δυνάμεων, τη δράση και τις επιλογές των υποκειμένων της ταξικής πάλης, των κομμάτων, των μετώπων και των κινημάτων της κάθε πλευράς, σε συνδυασμό με τις διεθνείς αλληλεπιδράσεις και παρεμβάσεις.
Στην Ελλάδα, όπως προαναφέρθηκε, το 1945-46, υπήρχε ακόμη μια τροποποιημένη επαναστατική κατάσταση, συνέχεια της επαναστατικής κατάστασης του 1941-44, αλλά διαφορετική, πολύ ιδιόμορφη και δυναμική. Η ένοπλη πάλη, το 1946, ξεκίνησε σε συνθήκες όπου η αστική τάξη είχε πετύχει μια σημαντική, αλλά μερική νίκη στην Αθήνα, το Δεκέμβρη του ’44, χωρίς να μπορέσει να τσακίσει τα βασικά μαζικά όργανα και το φρόνημα της εργατικής τάξης και του λαού.
Το ΚΚΕ και το Εαμικό μπλοκ κρατούσαν ακόμη στα χέρια τους τα συνδικάτα, τις λαϊκές οργανώσεις και με μαζικότητα. Αυτό φάνηκε από τις μεγάλες απεργίες που πραγματοποιήθηκαν, από τις μεγάλες συγκεντρώσεις στήριξης του ΚΚΕ.
Αυτή η ιδιομορφία, «μερική αστική νίκη – ζωντανά λαϊκά όργανα», καθόριζε την ταξική πάλη στην περίοδο εκείνη. Η μεγάλη διαφορά ήταν ότι η αστική τάξη είχε πλέον αναλάβει αυτή την πρωτοβουλία των κινήσεων, σε σχέση με την περίοδο 1941-44, όπου την είχε το λαϊκό κίνημα.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, ο εμφύλιος εμπεριείχε δυο τάσεις. Την τάση να μετεξελιχθεί, μέσα σε δυσκολότερες συνθήκες, σε νέα επαναστατική κρίση και στην πορεία, σε νικηφόρα επανάσταση στο βαθμό που η εργατική τάξη με τους συμμάχους της έπαιρνε την πρωτοβουλία των κινήσεων, ασκούσε την ηγεμονία και δρούσε με τη δική της ιδεολογική και πολιτική αυτοτέλεια και ανεξαρτησία, για έναν κόσμο χωρίς καταπιεστές και καταπιεσμένους, χωρίς εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους.
Αλλά και την τάση να μετεξελιχθεί σε επικρατούσα αντεπανάσταση, επανασταθεροποίηση του αστικού καθεστώτος εκμετάλλευσης και οριστική λήξη της επαναστατικής κατάστασης στην Ελλάδα, στο βαθμό που η ηγεμονία βρίσκονταν στην πλευρά της αστικής τάξης για την εξυπηρέτηση των δικών της συμφερόντων.
Η ζωή είναι κίνηση και η κίνηση είναι αντίφαση. Δεν είναι μαύρο η άσπρο, είναι πολύχρωμη με ένα τεράστιο φάσμα αποχρώσεων. Η απάντηση στο ερώτημα, «τι ήταν τελικά ο εμφύλιος», οφείλει να παίρνει υπόψη της και τις δυο τάσεις που εμπεριείχε: της επανάστασης και της αντεπανάστασης.
Από την πλευρά της αστικής τάξης και με κριτήριο το νικητή, αναμφισβήτητα ο εμφύλιος ήταν ένας αντεπαναστατικός πόλεμος, ήταν αντεπανάσταση.
Από την πλευρά του ΔΣΕ και του ΚΚΕ η ένοπλη αντίδραση στην αντεπανάσταση και ο σχηματισμός της δικής του κυβέρνησης στο βουνό στα τέλη του 1947, ήταν δυνάμει επανάσταση[11]. Είχε δηλαδή τη δυνατότητα να μετεξελιχθεί σε νικηφόρα επανάσταση.
Γι’ αυτή τη μετεξέλιξη ήταν αναγκαία η γρήγορη κι’ αποφασιστική επιλογή για γενικευμένη ένοπλη σύγκρουση. Απαιτούνταν πρωτίστως το σημαντικό ανέβασμα της δραστηριότητας των μαζών, η επαναστατικοποίησή τους. Η επαναδραστηριοποίηση των ήδη υπαρχόντων στρατιωτικών, κοινωνικών και πολιτικών οργάνων του εργατοαγροτικού λαϊκού κινήματος κι ο σχηματισμός νέων, αν αυτό ήταν αναγκαίο.
Και με ένα άλμα του συνειδητού- με την «παλλαϊκή» ενεργητική συμμετοχή στην ένοπλη και μη ένοπλη πάλη στην ύπαιθρο και στις πόλεις- στο πέρασμα σε μια πλήρη κι’ ολοκληρωμένη επαναστατική κρίση. Δηλαδή σε μια δυαδική εξουσία, όπου τα ανεξάρτητα εργατολαϊκά όργανα του επαναστατημένου και ένοπλου λαού θα ενώνονταν σε ένα πανεθνικό κέντρο εξουσίας, με τη δική τους εργατολαϊκή κυβέρνηση, με συνειδητή και σαφή επιδίωξη όλη την εξουσία.
Επιβάλλονταν δηλαδή μια σύγκρουση με χαρακτήρα «ποιος-ποιον».
Αντί για αυτό, όμως, κυρίως οι αντιφάσεις και οι παλινωδίες στη στρατηγική και την τακτική του ΚΚΕ, σε συνδυασμό με τις γενικότερες διεθνείς και εσωτερικές συνθήκες, οδήγησαν σε μια στρεβλή και ατελή επαναστατική κρίση με περιορισμένα και πολύ αδύναμα στοιχεία δυαδικής εξουσίας. Οδήγησαν σε μια υπό διαμόρφωση δυαδική εξουσία, μη πανεθνικού χαρακτήρα, με μια πολιτικά, εδαφικά και κομματικά περιχαρακωμένη κυβέρνηση. Με έναν αντάρτικο στρατό περιορισμένο εδαφικά και στρατιωτικά και σε έναν ένοπλο αγώνα έξω από τις μεγάλες πόλεις, τα κύρια και αποφασιστικά εργατικά κέντρα της επανάστασης, που οδηγήθηκε στην ήττα.ΚΚΕ: η αντιφατική ταξική φύση του
Η βαθύτερη αιτία της ήττας του ΔΣΕ ήταν ότι το ΚΚΕ, με αφετηρία την 6η ολομέλεια της ΚΕ του 1934, μέσα από μια δεκαετή πορεία, λίγο πριν τα μέσα της δεκαετίας του 1940, είχε αλλάξει ταξική φύση.
Μετασχηματίσθηκε σταδιακά, από ανώριμο επαναστατικό κόμμα εκπροσώπησης των εργατικών ταξικών συμφερόντων σε ένα κόμμα αντιφατικού ταξικού χαρακτήρα:
Από τη μια, εκπροσωπούσε, μερικώς, αντιφατικά και χωρίς συνέπεια τα συμφέροντα της εργατικής τάξης.
Από την άλλη – έστω και ασυνείδητα- ηγεμονευόταν (από τα) και εκπροσωπούσε (τα) συμφέροντα της τότε εκτεταμένης μικρής ιδιοκτησίας της πόλης και του χωριού. Και ιδίως, των νέων μεσοστρωμάτων, των τεχνοκρατών, των γραφειοκρατών, των προοδευτικών τμημάτων της διανόησης, εντός των οποίων τα ανώτερα τμήματά τους επιδίωκαν να αναδειχτούν σε προνομιούχο στρώμα της κοινωνίας του μονοπωλιακού καπιταλισμού.
Απαιτείται, όμως, να τονίσουμε ότι και εργατικός – προλεταριακός τρόπος σκέψης και δράσης είναι κι αυτός αντιφατικός. Εντός της συνυπάρχει η τάση υποταγής και η τάση της εξέγερσης. Από τη δεύτερη πηγάζει η αντικειμενική δυνατότητα της εργατικής τάξης για τον επαναστατικό ρόλο που μπορεί να παίζει για την αλλαγή της καπιταλιστικής κοινωνίας από μια άλλη ανώτερη, τη σοσιαλιστική.
Το ΚΚΕ είχε μετατραπεί σε κόμμα εργατικής λαϊκής υποστήριξης αλλά μικροαστικής ηγεμονίας.
Απ’ αυτή την αντιφατική ταξική εκπροσώπηση πήγαζε η αντιφατική, ασυνεπής και τελικά η συμβιβαστική πολιτική γραμμή του ΚΚΕ, που τρίκλιζε στο δίπολο οπορτουνισμού- σεχταρισμού.
Η ηγεμονία μικροαστικών αντιλήψεων στις γραμμές του ΚΚΕ συσκότιζε τη συνείδηση των εργατών, έσπερνε μικροαστικές αυταπάτες, δυνάμωνε την επιρροή της αστικής ιδεολογίας στις λαϊκές μάζες.
Όπως, σωστά, αναφέρει ο ιστορικός Ν. Ψυρούκης κριτήριο για το ποια ταξικά συμφέροντα εξυπηρετεί ένα κόμμα είναι ο τρόπος σκέψης, οργάνωσης και δράσης του, ιδιαίτερη σημασία έχουν οι σχέσεις ανάμεσα στα μέλη του. Η κάθετη δομή ανάμεσα στα μέλη ενός κόμματος μαρτυράει ότι μέσα στις γραμμές του κυριαρχεί τελικά ένας πολιτισμός με ισχυρή επίδραση από την καταπιεστική άρχουσα τάξη της κοινωνίας (άμεσα ή έμμεσα). Αντίθετα όσο δυναμώνει την τάση της οριζόντιας οργάνωσής του τόσο πιο επαναστατικό είναι. Και για να εξασφαλίσει την επαναστατικότητά του, χρειάζεται συνέχεια την ταξική ανάλυση κάθε πράξης του.
Επίλογος
Η ατελής, έστω, εξέγερση του ΔΣΕ αποτέλεσε την πρώτη ένοπλη αντίσταση κατά του ιμπεριαλισμού, μετά το 1945 και του νέου παγκόσμιου ηγεμόνα, των ΗΠΑ. Το ΚΚΕ, παρά τις μεγάλες αντιφάσεις του, δεν ακολούθησε το δρόμο του «ειρηνικού συμβιβασμού» που ακολούθησαν το γαλλικό, ιταλικό κ.α. Κομμουνιστικά Κόμματα, κυρίως στο δυτικό καπιταλισμό, κάτω από την αντίστοιχη γραμμή του ΚΚΣΕ και τους κρατικούς συμβιβασμούς της ΕΣΣΔ.
Το ΚΚΕ ηττήθηκε «με το όπλο στο χέρι», παρά το γεγονός ότι ακολουθούσε την ίδια στρατηγική με αυτά. Έτσι, παρά την ήττα του ΔΣΕ, το ελληνικό εργατικό, λαϊκό και κομμουνιστικό κίνημα παρέλαβε ένα πνεύμα ατίθασο και εξεγερτικό που σαν φάντασμα επανεμφανιζόταν διαρκώς με άλλες μορφές, σε κάθε στιγμή και με κορυφώσεις, στα Ιουλιανά του 1965, αλλά και στην εξέγερση του Πολυτεχνείου.
Ανεξαρτήτως της λαθεμένης στρατηγικής, των πολιτικών επιλογών και των ταξικών συμφερόντων που τελικά εξυπηρετούσαν, αξίζει σεβασμός, τιμή και δόξα στους αγωνιστές και τις αγωνίστριες του ΔΣΕ, για τον ηρωικό, δίκαιο και γεμάτο αυταπάρνηση αγώνα τους ενάντια στον μοναρχοφασισμό, τον αγγλοαμερικάνικο ιμπεριαλισμό και την αστική τάξη της Ελλάδας. Οι αγώνες τους ήταν, είναι και θα είναι, πηγή έμπνευσης, παραδειγματισμού και διαπαιδαγώγησης.
[1]Ένα χρόνο μετά την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας τα στοιχεία είχαν ως εξής: «Νεκροί:1.192, τραυματίες: 6.413, συλληφθέντες: 70.000, βιασμένες γυναίκες: 165, ληστείες: 6.567, επιδρομές σε τυπογραφεία: 572, καταδιωκόμενοι: πάνω από 100.000. Ακόμα δρούσαν συμμορίες:166, ενώ οι παράνομα οπλοφορούντες δολοφόνοι έφταναν τους 20.000». (Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ 1939-1949, Β2 τόμος, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2019, σ.110)
[2] Π.Ε.Ε.Α:(Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης). Ιδρύθηκε με πρωτοβουλία του ΕΑΜ στις 10/3/1944 στο χωριό Βίνιανη Ευρυτανίας και αυτοδιαλύθηκε 5/11/1944.
[3]Γ. Αλογοσκούφης,« Οικονομική Ιστορία της Ελλάδος»
[4]Γ. Μαργαρίτης «Οι εμφύλιοι πόλεμοι στο σύγχρονο κόσμο» σελ.192
[5]«Η υπομονή μας έχει όρια. Και τα όρια αυτά είναι το εθνικό και λαϊκό συμφέρο. Δηλώνουμε και προειδοποιούμε, πως αν η κατάσταση αυτή δεν αλλάξει σύντομα και ριζικά προς μία ομαλή δημοκρατική εσωτερική εξέλιξη, θα απαντήσουμε στο μοναρχοφασισμό στις πόλεις, στα βουνά και στα χωριά με τα ίδια μέσα που μας χτυπούν.[…] Και αν το υπέρτατο συμφέρον του λαού το απατήσει, στις βουνοκορφές και τους λόγγους θα ξαναντηχήσει το τροπαιοφόρο “Εμπρός ΕΛΑΣ για την Ελλάδα”» (Ριζοσπάστης, Σάββατο 25 Αυγούστου 1945, σελ. 1)
[6]Γ. Μαργαρίτης: «Οι εμφύλιοι πόλεμοι στο σύγχρονο κόσμο σελ.211
[7]Μ. Λυμπεράτος: «Ζητήματα εξουσίας από την Κίνα στην Ευρώπη και την Ελλάδα» σελ.413
[8]ο.π σελ. 422
[9]ο.π σελ. 407
[10]ο.π σελ. 410
[11]0 όρος δυνάμει επανάσταση «ανήκει» στον ιστορικό Ν. Ψυρούκη.
https://kommon.gr/paremvaseis/item/16085-ellinikos-emfylios-1946-49-chreiazomaste-mia-diaforetiki-optiki-tou-vasili-gatsiou?utm_source=rss&utm_medium=rss&utm_campaign=ellinikos-emfylios-1946-49-chreiazomaste-mia-diaforetiki-optiki-tou-vasili-gatsiou
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου