Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013

Ποιες θα είναι οι μεγάλες οικονομίες σε 15 χρόνια; Κανείς δεν ξέρει! Tου Ουιλ Χάτον

Ιδού ο γρίφος που απασχολεί τους μελλοντολόγους, επενδυτές, οικονομολόγους και υπουργεία εξωτερικών. Ποια από τις σημερινές δέκα μεγαλύτερες οικονομίες θα τα πάει καλύτερα την επόμενη δεκαπενταετία; To 2013 οι ΗΠΑ κέρδισαν άνετα την πρώτη θέση: η οικονομία τους είναι διπλάσια εκείνης της Κίνας και δυόμισι φορές όσο εκείνη της 3ης Ιαπωνίας. Μετά την 4η Γερμανία ακολουθεί μια ομάδα κρατών που τις χωρίζουν λιγότερο από 1 τρις δολάρια: η Γαλλία μόλις ξεπερνάει τη Βρετανία που είναι 6η. Ακολουθούν η Βραζιλία, η Ρωσία, η Ιταλία, ο Καναδάς και η Ινδία, που λόγω της κατάρρευσης της ρουπίας δεν ανήκει πια στις 10 μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη.
Το τι αναμένεται να συμβεί στη συνέχεια -σύμφωνα τουλάχιστο με τη συμβατική οικονομική σκέψη- αποτυπώνεται με αξιοπιστία στην ετήσια οικονομική κατάταξη που δημοσίευσε πριν λίγες ημέρες το συντηρητικής απόχρωσης «κέντρο οικονομικών και επιχειρηματικών ερευνών» (CEBR). Οι ευρωπαϊκές οικονομίες, ιδίως η Γαλλία και η Ιταλία θα χάσουν πολλές θέσεις υπό το βάρος της υπερφορολόγησης, της κοινωνικής πρόνοιας και της γήρανσης του πληθυσμού. Η αδιάκοπη άνοδος της Κίνας προς την κορυφή θα συνεχιστεί, αλλά θα φτάσει εκεί το 2028, αργότερα δηλαδή από ότι προέβλεπε το CEBR πέρσι. Η Ινδία θα αναρριχηθεί στην τρίτη θέση. Η Ρωσία θα τα πάει καλά, όπως και το Μεξικό -και πιθανότατα η Βραζιλία. Αν το Ηνωμένο Βασίλειο συνεχίσει να συρρικνώνει το κράτος, να κρατάει χαμηλά τη φορολογία και να απορυθμίζει την αγορά εργασίας, αν παραμείνει ανοικτό στη μετανάστευση και αποδεσμευτεί από την Ευρώπη, μπορεί να χάσει μια μόνο θέση και το 2028 να είναι 7ο. Αλλά όσο καλά να τα πάνε οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο σε σχέση με την ηπειρωτική Ευρώπη, συνολικά η δύση θα συνεχίζει να χάνει έδαφος.

Στη Βρετανία, ο συντηρητικός τύπος πρόβαλε αυτές τις προβλέψεις θεωρώντας πως επιβεβαιώνουν πως ο Τζορτζ Όσμπορν (George Osborne) κινείται σωστά και ο ευρωσκεπτικισμός θριαμβεύει. Η «εξπρές» παιάνισε: «η ανθούσα Βρετανία θα πιάσει κορυφή ενώ η Ευρώπη βαλτώνει», ενώ η «μέιλ» αναφέρθηκε σε «αναγέννηση της Βρετανίας». Σύμφωνα με την εφημερίδα, το CEBR εξόπλισε τον υπουργό οικονομικών με ένα όπλο που «μπορεί να συντρίψει τη κινδυνολόγο και απατηλή ατζέντα των Εργατικών».

Χμμμ... «Ανθηρή» Βρετανία; «Αναγέννηση»; Το πρόβλημα είναι πως η οικονομική θεωρία που υποστηρίζει αυτές τις προβλέψεις βρίσκεται κι η ίδια σε κρίση. Δίνοντας έμφαση στη σημασία της μείωσης της φορολογίας, στην απορρύθμιση, στην αναπόφευκτη αποτελεσματικότητα των αγορών και τη συνεπαγόμενη αναπόφευκτη αναποτελεσματικότητα του κράτους ως αναπτυξιακού παράγοντα, παριστάνει πως η τελευταία τριακονταετία -κι ιδιαιτέρως η κρίση του 2008- δε συνέβησαν ποτέ. Υπό αυτούς ακριβώς τους όρους περιγράφει την κυρίαρχη οικονομική διδασκαλία και τη συζήτηση (που αντανακλάται στην έκθεση του CEBR και το διάλογο που πυροδότησε) η καθηγήτρια του πανεπιστημίου του Λονδίνου (UCL) Ουέντι Κάρλιν (Wendy Carlin), που ηγείται του προγράμματος του «ινστιτούτου νέας οικονομικής σκέψης» (INET) για την αναθεώρηση της διδασκαλίας των οικονομικών ώστε να συμπεριληφθούν τα νέα δεδομένα.

Οι σοβαρότεροι οικονομολόγοι κατανοούν πλέον πολύ καλύτερα πως η καινοτομία, οι επενδύσεις, η παραγωγικότητα και η ανάπτυξη δεν είναι απλά ζήτημα μείωσης της φορολογίας και απελευθέρωσης των αγορών. Επικρίνουν την εθελοτυφλία εμπρός στην πολυπλοκότητα της διαδικασίας με την οποία οι οικονομίες δημιουργούν και ενσωματώνουν επαναστατικές τεχνολογίες -που αλλάζουν το κυρίαρχο υπόδειγμα. Από πουθενά δε συνάγεται πως μπορεί κανείς να αξιολογεί ολόκληρη τη θεσμική δομή ενός κράτους (από το επιχειρηματικό της τοπίο ως τη διαφάνεια της διακυβέρνησης) από το αν οικοδομεί έναν εσωστρεφή καπιταλισμό που παράγει υπεραξία ή έναν εξωστρεφή καπιταλισμό, που τη θηρεύει. Τα καλύτερα οικονομικά μυαλά προσπαθούν πλέον να κατανοήσουν πώς λειτουργούν οι οικονομίες στ' αλήθεια και όχι όπως νομίζουν πως το κάνουν οι πολιτικοί και οι εφημερίδες της δεξιάς.

Στο βιβλίο τους «γιατί αποτυχαίνουν τα έθνη» π.χ. οι Νταρόν Ατσέμογλου (Daron Acemoğlu) του ΜΙΤ και Τζέιμς Ρόμπινσον (James Robinson) του Χάρβαρντ παρουσιάζουν τη δεκαπενταετή μελέτη τους για την άνοδο και την πτώση των κρατών και των οικονομιών τους. Τα συμπεράσματά τους απέχουν παρασάγγας από εκείνα του CEBR. Θεωρούν πως αυτό που ξεχωρίζει στην πραγματικότητα τα κράτη είναι η ποιότητα και η αποτελεσματικότητα των οικονομικών και πολιτικών τους θεσμών. Ο καπιταλισμός οφείλει να διαμορφώνεται και να διευθύνεται ούτως ώστε το νέο διαρκώς να ανασχηματίζει -ακόμα και να καταστρέφει- το παλιό: θα πρέπει να εξασφαλίζεται η παρουσία πολυάριθμων παικτών, να επιτρέπεται πολύς πειραματισμός και να εξοικειώνονται ολόκληρες κοινωνίες με την ανάληψη και την αποδοχή της διακινδύνευσης. Αυτό εξασφαλίζεται καλύτερα όταν η οικονομική και πολιτική εξουσία δεν πέφτει στα χέρια ενός κόμματος ή μιας ομάδας ιδιοτελών ολιγαρχών που βασικά καρπούνται υπεραξία. Το σύστημα πρέπει να είναι ανοικτό στον κόσμο, να ενσωματώνει το διαφορετικό και να αποκρούει διαρκώς όσους ενδιαφέρονται μόνο να κερδοσκοπήσουν.

Οι Ατσέμογλου και Ρόμπινσον έχουν δίκιο -αν και η δυνατότητα ενσωμάτωσης και η λογοδοσία αφορούν πολύ περισσότερες δομές από εκείνη των δημοκρατικών θεσμών, στην οποία σχεδόν αποκλειστικά επικεντρώνονται- αμφισβητώντας κατά συνέπεια τις προβλέψεις περί αναπόφευκτης συνεχούς ανόδου της -καθόλου δημοκρατικής- Κίνας. Σημασία έχουν επίσης η ακεραιότητα και η ανθεκτικότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, το κατά πόσο το κράτος επενδύει πρόθυμα σε ριψοκίνδυνες τεχνολογίες αιχμής -πράγμα που οι ιδιώτες επενδυτές ουδέποτε κάνουν μονομερώς- κατά πόσο οι επιχειρήσεις εμποδίζεται να πέσουν στα χέρια ιδιοτελών και πλουσιοπάροχα αμειβόμενων διοικητικών συμβουλίων, κατά πόσο οι θέσεις εργασίας αντέχουν στις αλλαγές κ.λπ. Επίσης αναγνωρίζουν, όπως το κάνει το «διεθνές νομισματικό ταμείο» (ΔΝΤ) και ο «οργανισμός οικονομικής συνεργασίας και ανάπτυξης» (ΟΟΣΑ) πως και οι υγιέστερες κοινωνίες απειλούνται από την αύξηση των ανισοτήτων. Αυτή είναι η Λυδία λίθος για το πόσο αποτελεσματικά έχει οικοδομήσει η ελίτ τη θεσμική συγκρότηση με την οποία καρπώνεται υπεραξία από την υπόλοιπη κοινωνία. Ένα άλλο μέλος του δικτύου του ΙΝΕΤ, ο καθηγητής Σαμ Μπόουλς (Sam Bowles) πάει πιο μακριά: θεωρεί πως η ανισότητα απορροφά παραγωγικές δυνάμεις από την παραγωγή υπεραξίας και την διοχετεύει στην κατοχύρωση των αγαθών των πλουσίων (μέσω της αστυνόμευσης, της ασφάλισης, του δικαίου, της επιτήρησης και των μορφών τεχνολογίας ελέγχου και παρακολούθησης). Όσο μεγαλώνει η ανισότητα, τόσο περισσότερες παραγωγικές δυνάμεις μετατρέπονται σε πραιτοριανούς των κυρίαρχων: μια δραστηριότητα που παράγει μικρή υπεραξία και μειώνει τη συνολική παραγωγικότητα ενός κοινωνικού σχηματισμού.

Το CEBR προειδοποιεί πως τυχόν απόσχιση της Σκωτίας από τη Βρετανία θα μπορούσε να υπονομεύσει τις αισιόδοξες προβλέψεις της για το Ηνωμένο Βασίλειο. Αλλά ούτε που του περνάει από το μυαλό μήπως τελικά οι πιθανότητες απόσχισης της Σκωτίας αυξάνουν ακριβώς λόγω της απογοήτευσης από τον ευρωσκεπτικιστικό και τον αφορολόγητο κόσμο που τόσο εξυμνεί: ίσως τελικά οι Σκωτσέζοι να κατανοούν πολύ καλύτερα από τους συμβατικούς οικονομολόγους τι συμβαίνει στην πραγματικότητα. Όλα όσα το CEBR εμφανίζει ως βασιλική οδό προς το μελλοντικό πλουτισμό -την τυφλή εμπιστοσύνη στις αγορές και την ατομική πρωτοβουλία, την αδιαφορία για τις ανισότητες και τη δυσλειτουργία των θεσμών μας- τελικά ίσως να μας οδηγήσουν στη διάσπαση της Βρετανίας.

Πράγμα που δικαιολογεί την αμφισβήτηση του συνόλου των προβλέψεών του. Κατά πόσο η Κίνα, η Ρωσία και το Μεξικό, που κυβερνώνται από ληστρικές ελίτ, μπορούν πράγματι να τα καταφέρουν τόσο καλά; Είναι στ' αλήθεια τόσο ξεγραμμένη η Ευρώπη; Στο κάτω-κάτω ήταν ο διευθυντής του CEBR, o διακεκριμένος αντιευρωπαϊστής καθηγητής κ. Μακ Ουίλιαμς (McWilliams), που εδώ και πάνω από δύο χρόνια προειδοποιούσε τους Ευρωπαίους ηγέτες πως διέθεταν το πολύ ένα μήνα για να σώσουν το ευρώ.

Επίσης στοιχηματίζω πως, υπό τον όρο να κατορθώσουν να κρατήσουν μακριά το καταστροφικό «κόμμα του τσαγιού», οι ΗΠΑ θα παραμείνουν στην κορυφή. Η Βρετανία μπορεί, είναι αλήθεια, να φτάσει τη Γερμανία, αλλά μόνο αν χτίσει πάνω σε ότι χρήσιμο έχει η οικονομική πολιτική που αναπτύσσει η κυβέρνησή της και πετάξει στα σκουπίδια τον επαρχιώτικο συντηρητισμό της. Πάνω απ' όλα, πολύ αμφιβάλλω για την αναπόδραστη άνοδο των ασιατικών και λατινοαμερικανικών αυταρχικών κρατών. Η δύση δεν πέθανε ακόμα.

Guardian via ppol.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου