Του Αντώνη Ρηγόπουλου
Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας Δημήτρης Σταματόπουλος εξηγεί στο Sputnik ποιες ήταν οι βασικές εθνοτικές ομάδες που συνδιαμόρφωσαν το νεότερο ελληνικό έθνος.
Βλάχοι, Αρβανίτες, Καραμανλήδες και Τουρκοκρητικοί. Ο ελλαδικός χώρος, μεταξύ των άλλων, μπορεί να ιδωθεί και ως ένα τεράστιο πεδίο κοινωνιολογικής και εθνογραφικής ανάλυσης χάρη στους ιδιαίτερους πληθυσμούς που έχουν διαμορφώσει το σύγχρονο ελληνικό έθνος μετά την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ο καθηγητής Βαλκανικής και ύστερης Οθωμανικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Δημήτρης Σταματόπουλος, μίλησε στο Sputnik και εξηγεί με αδρές γραμμές, το πώς διαμορφώθηκε η σύγχρονη ελληνική συνείδηση, αναφέρεται στους πληθυσμούς, τις εθνοτικές ομάδες που συνυπήρξαν εδώ, τα οθωμανικά κατάλοιπα, αλλά και τον ρόλο των θρησκείας σε όλη αυτή τη διαδικασία.
Oι εθνοτικές ομάδες της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας
Χωριό στην Ελλάδα
Όπως εξηγεί ο κ. Σταματόπουλος ερωτώμενος σχετικά με τις διαφορετικές πληθυσμιακές ομάδες που συναντώνται στην Ελλάδα, τονίζει ότι κάθε μία από αυτές έχει τα δικά της χαρακτηριστικά, τονίζοντας ότι «θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί για το πώς περιγράφουμε την ιστορία της και τις ιδιαιτερότητές της».
«Οι Σαρακατσάνοι και οι Βλάχοι για παράδειγμα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν νομαδικές υπερτοπικές, ίσως και διεθνικές ομάδες, υπό την έννοια ότι είναι διασπαρμένοι σε όλα τα Βαλκάνια», τονίζει ο κ. Σταματόπουλος, εξηγώντας ότι «πρόκειται ασφαλώς για γλωσσοεθνοτικές ομάδες μιας προνεοτερικής εποχής που εγκλωβισμένες ποια μέσα στον κόσμο των εθνικών συνόρων κατέληξαν να αποτελούν αντικείμενο υποχρεωτικής εθνικοποίησης».
Παράλληλα εξηγεί ότι «οι Καραμανλήδες είναι μια άλλη ιστορία, είναι οι τουρκόφωνοι ορθόδοξοι της Ανατολίας, της Μ. Ασίας, οι οποίοι αντηλάγησαν και ήρθαν στην Ελλάδα υποχρεωτικά επειδή ήταν χριστιανοί ορθόδοξοι, μολονότι η μεγάλη πλειοψηφία από αυτούς δεν γνώριζε ελληνικά».
Στο ίδιο πλαίσιο, αναφερόμενος στον πληθυσμό των Αρβανιτών, σημειώνει ότι πρόκειται για αλβανόφωνους «οι οποίοι συμμετέχουν και οι ίδιοι στην επαναστατική διαδικασία και στη διαμόρφωση του κράτους σαν αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της κοινωνίας». Από την άλλη, σημειώνει ότι «οι Καραγκούνηδες είναι πληθυσμός της πεδινής Θεσσαλίας» και σημειώνει ότι το «από πότε έχει και τι σημαίνει το όνομα αυτό είναι ένα μεγάλο φιλολογικό ζήτημα».
Παράλληλα, είναι χρήσιμο να αναφερθεί το γεγονός ότι σε αυτές τις ομάδες θα πρέπει να προσθέσουμε και τις τρεις μεγάλες μειονοτικές ομάδες που υπήρξαν στον ελλαδικό χώρο καθώς, όπως τονίζει ο καθηγητής «το εθνικό κράτος από τη στιγμή που εγκαθιδρύεται παράγει την έννοια της μειονότητας».
Σε αυτές περιλαμβάνονται «οι Αλβανοί Τσάμηδες στη Θεσπρωτία που εκδιώχθηκαν στην εποχή της κατοχής», οι «σλαβόφωνοι του κεντρομακεδονικού και του ελληνικού βόρειου μακεδονικού χώρου […] που αναγκάστηκε να φύγει από την Ελλάδα μετά το 1949 είτε σε χώρες όπως η Αυστραλία και ο Καναδάς, είτε στην άλλη πλευρά των συνόρων ειδικά μετά την ίδρυση της Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας από τον Τίτο», και η μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης που αποτελείται από τρεις εθνογλωσσικές ομάδες: τους τουρκογενείς, τους Πομάκους και τους Ρομά.
Οι παραδοσιακές διάλεκτοι που είναι ακόμη «ζωντανές»
Η κεντρική πλατεία του χωριού Τσεπέλοβο στο ανατολικό Ζαγόρι
Απαντώντας σχετικά με το αν και πότε σταμάτησαν να μιλιούνται οι παραδοσιακές διάλεκτοι όλων αυτών των ομάδων, ο καθηγητής του τμήματος Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών σημειώνει ότι «είναι σχετικό το αν σταμάτησαν οι διάλεκτοι των ομάδων αυτών να μιλιούνται».
«Τα βλάχικα για παράδειγμα, σε βλαχοχώρια της Πίνδου κλπ., η γλωσσική αυτή παράδοση είναι ζωντανή τουλάχιστον εντός οικίας», δηλώνει ο κ. Σταματόπουλος.
Εξηγεί, βεβαίως, ότι είναι επόμενο η χρήση των διαλέκτων αυτών να ατονεί σταδιακά καθώς περνούν τα χρόνια. «Αν αυτό έχει αρχίσει σιγά σιγά να εκλείπει έχει να κάνει με το επίπεδο μόρφωσης των νεότερων γενιών, την αστικοποίησή τους, από το ότι φεύγουν από την παλιά παραδοσιακή οικία», σημειώνει.
Μάλιστα, τονίζει ότι «αν εξαιρέσουμε την περίπτωση των σλαβοφώνων της Μακεδονίας δε θα έλεγα ότι υπήρξε κάποια περίπτωση σκληρής κατασταλτικής πολιτικής του ελληνικού κράτους απέναντι σε τέτοιου είδους εθνοτικές ομάδες να μη μιλούν τη γλώσσα τους». «Δε θα λέγαμε ότι στην περίπτωση των Αρβανιτών ή των βλαχοφώνων υπήρξε κάποια κατασταλτική πολιτική. Στην περίπτωση των σλαβοφώνων όμως σίγουρα υπήρξε. Όχι τόσο στα χρόνια του ’20 και του ’30, αλλά στα χρόνια του Μεταξά και φυσικά στη μετεμφυλιακή περίοδο», διευκρινίζει.
Ανταγωνισμοί και συμμαχίες με φόντο το οθωμανικό σαράι
Αναφερόμενος στο εάν υπήρχαν ανταγωνισμοί μεταξύ όλων αυτών των πληθυσμών, ο Δημήτρης Σταματόπουλος σημειώνει ότι «η πολυεθνική οθωμανική πραγματικότητα δεν ήταν ασφαλώς ειδυλλιακή. Είχαμε να κάνουμε με αντιπαραθέσεις και ανταγωνισμούς μεταξύ των εθνοτικών ομάδων που κατοικούσαν στην οθωμανική αυτοκρατορία».
Από την άλλη πλευρά όμως, η ίδια η πραγματικότητα φαίνεται πως δημιουργούσε και συμμαχίες. «Οι Βλάχοι ήταν πάντα μια εθνογλωσσική ομάδα που θα λέγαμε ότι τα κέρδη από τον ποιμενικό τρόπο ζωής τα επένδυε σε έναν αστικό τρόπο ζωής. Για τον λόγο αυτό, Βλάχοι και Έλληνες κυριαρχούσαν στα αστικά κέντρα από τη Θεσσαλία και πάνω», εξηγεί ο καθηγητής. «Αυτό έκανε τους Βλάχους να είναι πάντα πολύ πιο κοντά στους Ρωμιούς, τους Έλληνες δηλαδή, σε σχέση με τους Σλάβους. Έτσι στη μεγάλη αντιπαράθεση των Ελλήνων και των Βουλγάρων στα τέλη του 19ου, αρχές του 20ου αιώνα, θα λέγαμε ότι με καθαρό τρόπο οι Βλάχοι έπαιρναν το μέρος των Ελλήνων», συμπληρώνει.
Μάλιστα τονίζει ότι ακόμη και όταν τα πράγματα άλλαξαν λόγω του «κουτσοβλαχικού ζητήματος» και την προσπάθεια της Ρουμανίας να δημιουργήσει θέμα μειονοτήτων, οι Βλάχοι, «ως ιθαγενής πληθυσμός θα λέγαμε ότι είχαν επιλέξει μεταξύ των δύο αντιπάλων. Αυτό θα μπορούσε να το δει κανείς και σε άλλες περιπτώσεις».
Ωστόσο, όπως σημειώνει, η πολυπολιτισμική Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν ήταν ιδανική. Υπήρχε, όπως αναφέρει ο κ. Σταματόπουλος, «οικονομικός ανταγωνισμός Ελλήνων και Αρμενίων στην Κωνσταντινούπολη, ή οικονομικός ανταγωνισμός Ελλήνων και Εβραίων στη Θεσσαλονίκη, πριν η Θεσσαλονίκη ενσωματωθεί στο ελληνικό κράτος». Σχολιάζει μάλιστα ότι όλα αυτά σε έναν βαθμό είναι φυσιολογικά, καθώς «δε μιλάμε για ειδυλλιακές πολυπολιτισμικές κοινωνίες όπως τις καταλαβαίνουμε σήμερα.
Σταυρός και Ημισέληνος: Οι χριστιανικοί πληθυσμοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η σχέση τους με την Ελλάδα
Από τη συζήτηση για τους πληθυσμούς της ελληνικής επικράτειας δε θα μπορούσαν να λείπουν και οι αναφορές στους χριστιανικούς πληθυσμούς που ζούσαν στην Τουρκία και τους αντίστοιχους μουσουλμανικούς που ζούσαν στην Ελλάδα.
«Το βασικό κριτήριο της υποχρεωτικής ανταλλαγής που επέβαλε η συνθήκη της Λωζάννης ήταν το θρησκευτικό. Δηλαδή οι μουσουλμάνοι του ελληνικού χώρου θα έπρεπε να μεταναστεύσουν, ακόμη και αν ήταν ελληνόφωνοι», εξηγεί ο κ. Σταματόπουλος.
Ο καθηγητής φέρνει ως παράδειγμα την περίπτωση των ελληνόφωνων μουσουλμάνων Κρητών, «αυτούς που λέμε “Τουρκοκρητικούς”. Δεν γνώριζαν τουρκικά, μιλούσαν ελληνικά. Αλλά αναγκάστηκαν να πάνε στην άλλη πλευρά του Αιγαίου επειδή το κριτήριο ήταν θρησκευτικό. Το ίδιο και με τους ελληνόφωνους μουσουλμάνους της Κοζάνης, τους περίφημους Βαλαάδες, οι οποίοι επίσης αναγκάστηκαν να πάνε από την άλλη πλευρά. Από τη Μικρά Ασία τουρκόφωνοι Πόντιοι, ή τουρκόφωνοι Καραμανλήδες, ήρθαν από αυτή την πλευρά του Αιγαίου», σημειώνει χαρακτηριστικά ο καθηγητής.
Βλάχοι, Αρβανίτες, Καραμανλήδες και Τουρκοκρητικοί. Ο ελλαδικός χώρος, μεταξύ των άλλων, μπορεί να ιδωθεί και ως ένα τεράστιο πεδίο κοινωνιολογικής και εθνογραφικής ανάλυσης χάρη στους ιδιαίτερους πληθυσμούς που έχουν διαμορφώσει το σύγχρονο ελληνικό έθνος μετά την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ο καθηγητής Βαλκανικής και ύστερης Οθωμανικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Δημήτρης Σταματόπουλος, μίλησε στο Sputnik και εξηγεί με αδρές γραμμές, το πώς διαμορφώθηκε η σύγχρονη ελληνική συνείδηση, αναφέρεται στους πληθυσμούς, τις εθνοτικές ομάδες που συνυπήρξαν εδώ, τα οθωμανικά κατάλοιπα, αλλά και τον ρόλο των θρησκείας σε όλη αυτή τη διαδικασία.
Oι εθνοτικές ομάδες της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας
Χωριό στην Ελλάδα
Όπως εξηγεί ο κ. Σταματόπουλος ερωτώμενος σχετικά με τις διαφορετικές πληθυσμιακές ομάδες που συναντώνται στην Ελλάδα, τονίζει ότι κάθε μία από αυτές έχει τα δικά της χαρακτηριστικά, τονίζοντας ότι «θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί για το πώς περιγράφουμε την ιστορία της και τις ιδιαιτερότητές της».
«Οι Σαρακατσάνοι και οι Βλάχοι για παράδειγμα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν νομαδικές υπερτοπικές, ίσως και διεθνικές ομάδες, υπό την έννοια ότι είναι διασπαρμένοι σε όλα τα Βαλκάνια», τονίζει ο κ. Σταματόπουλος, εξηγώντας ότι «πρόκειται ασφαλώς για γλωσσοεθνοτικές ομάδες μιας προνεοτερικής εποχής που εγκλωβισμένες ποια μέσα στον κόσμο των εθνικών συνόρων κατέληξαν να αποτελούν αντικείμενο υποχρεωτικής εθνικοποίησης».
Παράλληλα εξηγεί ότι «οι Καραμανλήδες είναι μια άλλη ιστορία, είναι οι τουρκόφωνοι ορθόδοξοι της Ανατολίας, της Μ. Ασίας, οι οποίοι αντηλάγησαν και ήρθαν στην Ελλάδα υποχρεωτικά επειδή ήταν χριστιανοί ορθόδοξοι, μολονότι η μεγάλη πλειοψηφία από αυτούς δεν γνώριζε ελληνικά».
Στο ίδιο πλαίσιο, αναφερόμενος στον πληθυσμό των Αρβανιτών, σημειώνει ότι πρόκειται για αλβανόφωνους «οι οποίοι συμμετέχουν και οι ίδιοι στην επαναστατική διαδικασία και στη διαμόρφωση του κράτους σαν αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της κοινωνίας». Από την άλλη, σημειώνει ότι «οι Καραγκούνηδες είναι πληθυσμός της πεδινής Θεσσαλίας» και σημειώνει ότι το «από πότε έχει και τι σημαίνει το όνομα αυτό είναι ένα μεγάλο φιλολογικό ζήτημα».
Παράλληλα, είναι χρήσιμο να αναφερθεί το γεγονός ότι σε αυτές τις ομάδες θα πρέπει να προσθέσουμε και τις τρεις μεγάλες μειονοτικές ομάδες που υπήρξαν στον ελλαδικό χώρο καθώς, όπως τονίζει ο καθηγητής «το εθνικό κράτος από τη στιγμή που εγκαθιδρύεται παράγει την έννοια της μειονότητας».
Σε αυτές περιλαμβάνονται «οι Αλβανοί Τσάμηδες στη Θεσπρωτία που εκδιώχθηκαν στην εποχή της κατοχής», οι «σλαβόφωνοι του κεντρομακεδονικού και του ελληνικού βόρειου μακεδονικού χώρου […] που αναγκάστηκε να φύγει από την Ελλάδα μετά το 1949 είτε σε χώρες όπως η Αυστραλία και ο Καναδάς, είτε στην άλλη πλευρά των συνόρων ειδικά μετά την ίδρυση της Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας από τον Τίτο», και η μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης που αποτελείται από τρεις εθνογλωσσικές ομάδες: τους τουρκογενείς, τους Πομάκους και τους Ρομά.
Οι παραδοσιακές διάλεκτοι που είναι ακόμη «ζωντανές»
Η κεντρική πλατεία του χωριού Τσεπέλοβο στο ανατολικό Ζαγόρι
Απαντώντας σχετικά με το αν και πότε σταμάτησαν να μιλιούνται οι παραδοσιακές διάλεκτοι όλων αυτών των ομάδων, ο καθηγητής του τμήματος Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών σημειώνει ότι «είναι σχετικό το αν σταμάτησαν οι διάλεκτοι των ομάδων αυτών να μιλιούνται».
«Τα βλάχικα για παράδειγμα, σε βλαχοχώρια της Πίνδου κλπ., η γλωσσική αυτή παράδοση είναι ζωντανή τουλάχιστον εντός οικίας», δηλώνει ο κ. Σταματόπουλος.
Εξηγεί, βεβαίως, ότι είναι επόμενο η χρήση των διαλέκτων αυτών να ατονεί σταδιακά καθώς περνούν τα χρόνια. «Αν αυτό έχει αρχίσει σιγά σιγά να εκλείπει έχει να κάνει με το επίπεδο μόρφωσης των νεότερων γενιών, την αστικοποίησή τους, από το ότι φεύγουν από την παλιά παραδοσιακή οικία», σημειώνει.
Μάλιστα, τονίζει ότι «αν εξαιρέσουμε την περίπτωση των σλαβοφώνων της Μακεδονίας δε θα έλεγα ότι υπήρξε κάποια περίπτωση σκληρής κατασταλτικής πολιτικής του ελληνικού κράτους απέναντι σε τέτοιου είδους εθνοτικές ομάδες να μη μιλούν τη γλώσσα τους». «Δε θα λέγαμε ότι στην περίπτωση των Αρβανιτών ή των βλαχοφώνων υπήρξε κάποια κατασταλτική πολιτική. Στην περίπτωση των σλαβοφώνων όμως σίγουρα υπήρξε. Όχι τόσο στα χρόνια του ’20 και του ’30, αλλά στα χρόνια του Μεταξά και φυσικά στη μετεμφυλιακή περίοδο», διευκρινίζει.
Ανταγωνισμοί και συμμαχίες με φόντο το οθωμανικό σαράι
Αναφερόμενος στο εάν υπήρχαν ανταγωνισμοί μεταξύ όλων αυτών των πληθυσμών, ο Δημήτρης Σταματόπουλος σημειώνει ότι «η πολυεθνική οθωμανική πραγματικότητα δεν ήταν ασφαλώς ειδυλλιακή. Είχαμε να κάνουμε με αντιπαραθέσεις και ανταγωνισμούς μεταξύ των εθνοτικών ομάδων που κατοικούσαν στην οθωμανική αυτοκρατορία».
Από την άλλη πλευρά όμως, η ίδια η πραγματικότητα φαίνεται πως δημιουργούσε και συμμαχίες. «Οι Βλάχοι ήταν πάντα μια εθνογλωσσική ομάδα που θα λέγαμε ότι τα κέρδη από τον ποιμενικό τρόπο ζωής τα επένδυε σε έναν αστικό τρόπο ζωής. Για τον λόγο αυτό, Βλάχοι και Έλληνες κυριαρχούσαν στα αστικά κέντρα από τη Θεσσαλία και πάνω», εξηγεί ο καθηγητής. «Αυτό έκανε τους Βλάχους να είναι πάντα πολύ πιο κοντά στους Ρωμιούς, τους Έλληνες δηλαδή, σε σχέση με τους Σλάβους. Έτσι στη μεγάλη αντιπαράθεση των Ελλήνων και των Βουλγάρων στα τέλη του 19ου, αρχές του 20ου αιώνα, θα λέγαμε ότι με καθαρό τρόπο οι Βλάχοι έπαιρναν το μέρος των Ελλήνων», συμπληρώνει.
Μάλιστα τονίζει ότι ακόμη και όταν τα πράγματα άλλαξαν λόγω του «κουτσοβλαχικού ζητήματος» και την προσπάθεια της Ρουμανίας να δημιουργήσει θέμα μειονοτήτων, οι Βλάχοι, «ως ιθαγενής πληθυσμός θα λέγαμε ότι είχαν επιλέξει μεταξύ των δύο αντιπάλων. Αυτό θα μπορούσε να το δει κανείς και σε άλλες περιπτώσεις».
Ωστόσο, όπως σημειώνει, η πολυπολιτισμική Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν ήταν ιδανική. Υπήρχε, όπως αναφέρει ο κ. Σταματόπουλος, «οικονομικός ανταγωνισμός Ελλήνων και Αρμενίων στην Κωνσταντινούπολη, ή οικονομικός ανταγωνισμός Ελλήνων και Εβραίων στη Θεσσαλονίκη, πριν η Θεσσαλονίκη ενσωματωθεί στο ελληνικό κράτος». Σχολιάζει μάλιστα ότι όλα αυτά σε έναν βαθμό είναι φυσιολογικά, καθώς «δε μιλάμε για ειδυλλιακές πολυπολιτισμικές κοινωνίες όπως τις καταλαβαίνουμε σήμερα.
Σταυρός και Ημισέληνος: Οι χριστιανικοί πληθυσμοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η σχέση τους με την Ελλάδα
Από τη συζήτηση για τους πληθυσμούς της ελληνικής επικράτειας δε θα μπορούσαν να λείπουν και οι αναφορές στους χριστιανικούς πληθυσμούς που ζούσαν στην Τουρκία και τους αντίστοιχους μουσουλμανικούς που ζούσαν στην Ελλάδα.
«Το βασικό κριτήριο της υποχρεωτικής ανταλλαγής που επέβαλε η συνθήκη της Λωζάννης ήταν το θρησκευτικό. Δηλαδή οι μουσουλμάνοι του ελληνικού χώρου θα έπρεπε να μεταναστεύσουν, ακόμη και αν ήταν ελληνόφωνοι», εξηγεί ο κ. Σταματόπουλος.
Ο καθηγητής φέρνει ως παράδειγμα την περίπτωση των ελληνόφωνων μουσουλμάνων Κρητών, «αυτούς που λέμε “Τουρκοκρητικούς”. Δεν γνώριζαν τουρκικά, μιλούσαν ελληνικά. Αλλά αναγκάστηκαν να πάνε στην άλλη πλευρά του Αιγαίου επειδή το κριτήριο ήταν θρησκευτικό. Το ίδιο και με τους ελληνόφωνους μουσουλμάνους της Κοζάνης, τους περίφημους Βαλαάδες, οι οποίοι επίσης αναγκάστηκαν να πάνε από την άλλη πλευρά. Από τη Μικρά Ασία τουρκόφωνοι Πόντιοι, ή τουρκόφωνοι Καραμανλήδες, ήρθαν από αυτή την πλευρά του Αιγαίου», σημειώνει χαρακτηριστικά ο καθηγητής.
Μάλιστα, όπως εξηγεί, «Το θρησκευτικό κριτήριο της Λωζάνης είχε να κάνει με τον τρόπο που η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατένειμε τους πληθυσμούς της. Δηλαδή, ακόμη και μέχρι αργά, στην Οθωμανική αυτοκρατορία δεν αναγνωρίζονταν εθνοτικές ομάδες, αλλά μόνο θρησκευτικές κοινότητες». «Κάποιες από τις θρησκευτικές κοινότητες ασφαλώς ήταν πολυεθνικές, όπως το Ρουμ Μιλέτ, το ρωμέικο, ορθόδοξο μιλέτι δηλαδή, το οποίο άρχισε σιγά σιγά να διασπάται εσωτερικά από τον 19ο αιώνα», σημειώνει.
Το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό φαίνεται πως αποτελεί και σημαντικό στοιχείο για τους ίδιους τους λαούς που βρίσκονταν υπό την Οθωμανική κυριαρχία.
«Επειδή στην Οθωμανική αυτοκρατορία είχαν αυτό το κριτήριο, και οι λαοί που της αντιπαρατέθηκαν, εμείς οι Έλληνες, οι Βούλγαροι, οι Σέρβοι, πολλές φορές ανήγαγαν τον αγώνα τους εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε ένα ζήτημα θρησκευτικό. Ο σταυρός και η ημισέληνος», τονίζει συγκεκριμένα ο κ. Σταματόπουλος.
Έθνος, Θρησκεία και ελληνικότητα: Ο προσδιορισμός της εθνικής ταυτότητας
Η Αγία Σοφία
«Το θρησκευτικό συμπλέκεται με το εθνικό», δηλώνει για την περίπτωση της διαμόρφωσης της ελληνικής εθνικής συνείδησης ο Δημήτρης Σταματόπουλος.
«Έχεις να κάνεις με μια πολυεθνική αυτοκρατορία που κατανέμει πληθυσμούς με βάση το θρησκευτικό κριτήριο τα εθνικά κινήματα της απαντούν με τον ίδιο τρόπο, οπότε μέχρι και τον 20 αιώνα το θρησκευτικό κριτήριο παραμένει πολύ σημαντικό για τον προσδιορισμό και της εθνικής ταυτότητας», τονίζει.
«Το ότι η θρησκεία έπαιξε ρόλο ιστορικά δεν μπορεί κανείς να το αμφισβητήσει. Όχι με την έννοια που το αντιλαμβανόταν η παραδοσιακή ιστοριογραφία, δηλαδή ότι η εκκλησία υπήρξε η κιβωτός του Γένους», σημειώνει ο κ. Σταματόπουλος, διευκρινίζοντας τη θέση του: «Σήμερα γνωρίζουμε ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο για να επιβιώσει αποτελούσε κομμάτι του Οθωμανικού κρατικού μηχανισμού. Οι διορισμοί των Πατριαρχών εξαρτώνταν από τη βούληση των Σουλτάνων».
Από την άλλη όμως, η χρήση της ελληνικής γλώσσας από τους κληρικούς και από τους εμπόρους ήταν εξαιρετικά σημαντική.
«Η ελληνοφωνία του εμπόρου και του κληρικού, μέσα στο χριστιανικό μιλλέτι έπαιξε σημαντικό ρόλο σε αυτή την πορεία της εθνικοποίησης», εξηγεί ο καθηγητής.
«Η ελληνοφωνία (στο Ρουμ Μιλλέτ) έπαιζε σημαντικό ρόλο τόσο λόγω του κλήρου, όσο και εξ’ αιτίας των εμπόρων και των μεγάλων δικτύων μετανάστευσης που είχαν οργανώσει από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στην Κεντρική Ευρώπη, στην Οδησσό, την Αλεξάνδρεια, ή τις πόλεις της Ιταλίας και τη Μασσαλία» σημειώνει πιο συγκεκριμένα.
Ωστόσο, ο κ. Σταματόπουλος εξηγεί ότι και εντός της χριστιανικής αυτής γεωγραφικής περιοχής διαμορφώθηκαν ανταγωνισμοί και ιεραρχίες μεταξύ των βαλκανικών λαών στους οποίους οι Έλληνες κυριάρχησαν πολιτισμικά. Έτσι τον 19ο αιώνα οι βαλκανικοί πληθυσμοί θεώρησαν ως απειλή και τους Έλληνες.
Πηγή: sputniknews.gr
Πηγή: http://anemosantistasis.blogspot.com/2018/11/blog-post_617.html#ixzz5WWP6F1pG
Το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό φαίνεται πως αποτελεί και σημαντικό στοιχείο για τους ίδιους τους λαούς που βρίσκονταν υπό την Οθωμανική κυριαρχία.
«Επειδή στην Οθωμανική αυτοκρατορία είχαν αυτό το κριτήριο, και οι λαοί που της αντιπαρατέθηκαν, εμείς οι Έλληνες, οι Βούλγαροι, οι Σέρβοι, πολλές φορές ανήγαγαν τον αγώνα τους εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε ένα ζήτημα θρησκευτικό. Ο σταυρός και η ημισέληνος», τονίζει συγκεκριμένα ο κ. Σταματόπουλος.
Έθνος, Θρησκεία και ελληνικότητα: Ο προσδιορισμός της εθνικής ταυτότητας
Η Αγία Σοφία
«Το θρησκευτικό συμπλέκεται με το εθνικό», δηλώνει για την περίπτωση της διαμόρφωσης της ελληνικής εθνικής συνείδησης ο Δημήτρης Σταματόπουλος.
«Έχεις να κάνεις με μια πολυεθνική αυτοκρατορία που κατανέμει πληθυσμούς με βάση το θρησκευτικό κριτήριο τα εθνικά κινήματα της απαντούν με τον ίδιο τρόπο, οπότε μέχρι και τον 20 αιώνα το θρησκευτικό κριτήριο παραμένει πολύ σημαντικό για τον προσδιορισμό και της εθνικής ταυτότητας», τονίζει.
«Το ότι η θρησκεία έπαιξε ρόλο ιστορικά δεν μπορεί κανείς να το αμφισβητήσει. Όχι με την έννοια που το αντιλαμβανόταν η παραδοσιακή ιστοριογραφία, δηλαδή ότι η εκκλησία υπήρξε η κιβωτός του Γένους», σημειώνει ο κ. Σταματόπουλος, διευκρινίζοντας τη θέση του: «Σήμερα γνωρίζουμε ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο για να επιβιώσει αποτελούσε κομμάτι του Οθωμανικού κρατικού μηχανισμού. Οι διορισμοί των Πατριαρχών εξαρτώνταν από τη βούληση των Σουλτάνων».
Από την άλλη όμως, η χρήση της ελληνικής γλώσσας από τους κληρικούς και από τους εμπόρους ήταν εξαιρετικά σημαντική.
«Η ελληνοφωνία του εμπόρου και του κληρικού, μέσα στο χριστιανικό μιλλέτι έπαιξε σημαντικό ρόλο σε αυτή την πορεία της εθνικοποίησης», εξηγεί ο καθηγητής.
«Η ελληνοφωνία (στο Ρουμ Μιλλέτ) έπαιζε σημαντικό ρόλο τόσο λόγω του κλήρου, όσο και εξ’ αιτίας των εμπόρων και των μεγάλων δικτύων μετανάστευσης που είχαν οργανώσει από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στην Κεντρική Ευρώπη, στην Οδησσό, την Αλεξάνδρεια, ή τις πόλεις της Ιταλίας και τη Μασσαλία» σημειώνει πιο συγκεκριμένα.
Ωστόσο, ο κ. Σταματόπουλος εξηγεί ότι και εντός της χριστιανικής αυτής γεωγραφικής περιοχής διαμορφώθηκαν ανταγωνισμοί και ιεραρχίες μεταξύ των βαλκανικών λαών στους οποίους οι Έλληνες κυριάρχησαν πολιτισμικά. Έτσι τον 19ο αιώνα οι βαλκανικοί πληθυσμοί θεώρησαν ως απειλή και τους Έλληνες.
Πηγή: sputniknews.gr
Πηγή: http://anemosantistasis.blogspot.com/2018/11/blog-post_617.html#ixzz5WWP6F1pG
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου