«Σε τούτα τα βράχια τουφεκίστηκαν οι 300 του Α’ Τάγματος
τούτα τα φύκια είναι μια τούφα μαλλιά
ξεκολλημένα μαζί με το πετσί
απ’ το καύκαλο ενός συντρόφου που αρνήθηκε να υπογράψει δήλωση»
Γιάννης Ρίτσος
Τέτοιες μέρες ήτανε. Τη μια μέρα ήτανε χειμώνας, την άλλη έμπαινε η άνοιξη.
Οχι, όμως και στο Μακρονήσι.
Εδώ, ο τροχός γυρνούσε αντίστροφα. Στη θέση ενός φωτεινού κόσμου, του κόσμου της αντίστασης και της λευτεριάς, επιχειρούνταν να στηθεί το βασίλειο του τρόμου.
Πεντέμισι χιλιάδες φαντάροι, που η αστική τάξη εκτιμούσε ότι είναι στο παραπέντε να περάσουν με το μέρος του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, είχαν κλειστεί στο σύρμα της Μακρονήσου, για να «αναμορφωθούν» και να σταλούν στο μέτωπο να χτυπήσουν τους συντρόφους τους.
Αυτοί οι 5.500 φαντάροι δεν ήταν όποιοι κι όποιοι. Ηταν οι αμετανόητοι που είχαν ξεδιαλεχτεί από τα άλλα τάγματα. Στο νησί εκείνη την περίοδο υπήρχαν τρία τάγματα σκαπανέων. Τα Α, Β και Γ. Τα Β και Γ λειτουργούσαν ως φίλτρα. Οι αμετανόητοι μεταφέρονται στο Α τάγμα. 5.500 ψυχές έτοιμες για τη μεγάλη σφαγή.
Μακρόνησος στο μεσουράνημά της, ένα χρόνο μετά το αιματοκύλισμα των κρατουμένων σκαπανέων του Α’ Τάγματος
Αυτό που γινόταν δεν ήταν κάτι πρωτόγνωρο. Η αστική τάξη είχε ήδη αποκτήσει εμπειρία, από τον εγκλεισμό στο «σύρμα» στη Μέση Ανατολή και στην Αφρική 15.000 αντιφασιστών Ελλήνων στρατιωτών. Είχε ήδη μέχρι τις αρχές του 1947 μαντρώσει 5.809 κρατούμενους στα νησιά της εξορίας και άλλους 11.244 κρατούμενους τους είχε σε φυλακές και στρατόπεδα να περιμένουν την εκτόπισή τους.
Είχε έρθει η ώρα για να ξεκινήσει η εκκαθάριση του ανασυγκροτούμενου αστικού στρατού. Κατά χιλιάδες οι φαντάροι απομονώνονται από το κυρίως σώμα του αστικού στρατού και συγκροτούνται τα τάγματα σκαπανέων.
Ηταν η εποχή που έχει ήδη ανακοινωθεί το Σχέδιο Μάρσαλ και διακηρυσσόταν το Δόγμα Τρούμαν. Η εποχή που μετά την αποτυχία των ναζί να συντρίψουν τη Σοβιετική Ενωση, ο ιμπεριαλισμός σούμπιτος έβαζε πλώρη για να αντιμετωπίσει το σοσιαλιστικό σύστημα που είχε βγει τροπαιούχο από τον Β’ Παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό Πόλεμο.
Η αστική τάξη στη χώρα μας γνώριζε πολύ καλά τι έκανε και πού πήγαινε. Ο τότε υπουργός Στρατιωτικών Π. Κανελλόπουλος δήλωνε: «Η ιστορία θα γράψει πως η στροφή της παγκοσμίου καταστάσεως εδώ άρχισε, στη Μακρόνησο. Στο ξερονήσι αυτό, υπέροχον σχολείον αναβαπτίσεως των ασώτων υιών του έθνους, εβλάπτισεν σήμερον η Ελλάς ωραιοτέρα παρά ποτέ» (δήλωση υπουργού Στρατιωτικών Παναγιώτη Κανελλόπουλου, που έδωσε συγχαρητήρια στους επιτελείς των ταγμάτων στη Μακρόνησο, ηχητικό ντοκουμέντο από το ντοκιμαντέρ του Λ. Βαρδαρού «Μακρόνησος. Τόποι πολιτικής εξορίας και ιστορικής μνήμης»).
Όλη η χώρα μια φυλακή
Είναι η εποχή που στην Ελλάδα αναπτύσσεται ο ένοπλος ταξικός αγώνας και η χώρα μετατρέπεται από άκρη σε άκρη σε μια απέραντη φυλακή. Αντλούμε στοιχεία από το Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, τόμος Β2:
Απλώθηκαν και λειτούργησαν σε όλη την επικράτεια δεκάδες φυλακές και τόποι εξορίας με κρατούμενους κομμουνιστές και άλλους αγωνιστές της ΕΑΜικής Αντίστασης. Στα τέλη του 1946 με αρχές του 1947 καταμετρώνται σε όλη τη χώρα 49 φυλακές και 35 τόποι εξορίας. Σ’ αυτά πρέπει να προστεθούν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης αιχμαλώτων που χρησιμοποίησε ο αστικός στρατός, καθώς και τα κρατητήρια και τμήματα που χρησιμοποίησαν η Χωροφυλακή και η Ασφάλεια, στα οποία κρατήθηκαν και ανακρίθηκαν χιλιάδες πολιτικοί κρατούμενοι. Υπήρξαν επίσης 21 νοσοκομεία στα οποία κρατούνταν ασθενείς αγωνιστές, όπως το «Σωτηρία» και το «Αγιος Παύλος».
Ακόμα, γι’ αυτήν την περίοδο αναφέρονται τουλάχιστον 5 κρατητήρια «παρακρατικών» συμμοριών, όπως οι στάβλοι του Μπαντουβά στο Ηράκλειο Κρήτης και τα κρατητήρια της ΕΑΟΚ στις Κροκεές Λακωνίας.
Η Μακρόνησος ήταν το πλέον συμβολικό στρατόπεδο. Εδώ οι μηχανισμοί καταστολής τελειοποιήθηκαν, η βία συστηματοποιήθηκε και οι πολιτικά διωκόμενοι γνώρισαν τη μεγαλύτερη αναμέτρησή τους με τον ταξικό αντίπαλο.
Η δημιουργία της Μακρονήσου υπήρξε οργανωμένο σχέδιο των Βρετανών και Αμερικανών, σε συνεργασία με το ελληνικό αστικό κράτος, για την εξουδετέρωση μιας μεγάλης μερίδας του λαϊκού κινήματος, πρωταρχικά με σκοπό την εκκαθάριση του κυβερνητικού στρατού από δυνάμεις που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν εξεγέρσεις σε μονάδες, σε συνδυασμό με την αποστέρηση του ΔΣΕ από πολύτιμες εφεδρείες. Ταυτόχρονα, επιδιώχτηκε το ηθικό τσάκισμα των κομμουνιστών και άλλων αγωνιστών μέσα από την υπογραφή δηλώσεων αποκήρυξης του ΚΚΕ και της ιδεολογίας του, ώστε αυτό να λειτουργήσει αρνητικά στο ηθικό του λαού.
Ξυλογραφία του Γ. Φαρσακίδη,1949: Μετά το μακελειό, ο Ιωαννίδης με τους αλφαμίτες μπρος στα αιμόφυρτα κορμιά, εκβιάζουν για δήλωση. «Σκύψε κομμούνα να ιδείς, τα τίναξαν οι πουτάνες. Η σειρά σου τώρα, καθάριζε…»
Η ίδρυση του στρατοπέδου της Μακρονήσου αποφασίστηκε στις 19 Φλεβάρη 1947, ενώ ξεκίνησε να λειτουργεί στις 28 Μάη 1947, με τον εκτοπισμό σε αυτήν των πρώτων 100 μόνιμων αξιωματικών και 600 εφέδρων.
Το στρατόπεδο της Μακρονήσου συγκροτήθηκε από: Το Α Τάγμα Σκαπανέων, που είχε μεταφερθεί από τον Αγιο Νικόλαο Κρήτης, με διοικητή τον Κωνσταντίνο Κωνσταντόπουλο, τον οποίο αντικατέστησε το 1948 ο ταγματάρχης Αντώνιος Βασιλόπουλος. Το Β Τάγμα, που μεταφέρθηκε από τη Λάρισα στην Παιανία και από εκεί στο Πόρτο Ράφτη, απ’ όπου έφυγε για τη Μακρόνησο (25 Μάη 1947), με διοικητή τον Ηλία Στολιόπουλο και αργότερα τον Γεώργιο Τζανετάτο. Το Γ Τάγμα, που συγκροτήθηκε το 1946 στη Μίκρα Θεσσαλονίκης, με διοικητή τον Παναγιώτη Σκαλούμπακα. Τον Σεπτέμβρη του 1947 μεταφέρθηκαν στο Γ Κέντρο Αξιωματικών Μακρονήσου οι μάχιμοι αξιωματικοί του ΕΛΑΣ. Διοικητής του ήταν ο Σταύρος Χριστοδουλάκης και μετά ο Νίκος Δαούλης, που έκανε και χρέη διοικητή της Μακρονήσου. Υπεύθυνος για τη Μακρόνησο από την πλευρά του ΓΕΣ ήταν ο συνταγματάρχης Γεώργιος Μπαϊρακτάρης.
Στα τρία Ειδικά Τάγματα Οπλιτών (ΕΤΟ), τα Α ΕΤΟ, Β ΕΤΟ και Γ ΕΤΟ, κρατούνταν κομμουνιστές και άλλοι ΕΠΟΝίτες φαντάροι, ανάλογα με το βαθμό επικινδυνότητας, που προέκυπτε από το φάκελο που είχε στη διάθεσή του το Γραφείο Ασφαλείας (Α2) του νησιού. Στο Α ΕΤΟ, το λεγόμενο και «Κόκκινο Τάγμα», κρατούνταν οι πιο επικίνδυνοι οπλίτες, στο Β ΕΤΟ οι «συμπαθούντες» και στο Γ ΕΤΟ οι «ύποπτοι».
Εκτός από τα παραπάνω τάγματα, υπήρχαν και χώρος κράτησης πολιτών και ορισμένες μικρές μονάδες υποστηρικτικών υπηρεσιών.
Στο νησί αρχικά λειτούργησαν οι Στρατιωτικές Φυλακές Αθηνών (ΣΦΑ), στις οποίες κρατούνταν «επικίνδυνοι πολίτες» (υπόδικοι στρατοδικείων) και οι οποίες μετονομάστηκαν το 1949 σε Ειδικό Σώμα Αναμόρφωσης Ιδιωτών (Α και Β ΕΤΟ-ΕΣΑΙ), που αργότερα ονομάστηκε Δ ΕΤΟ.
Συνολικά στο νησί κρατήθηκαν, κατά μια εκδοχή, πάνω από 100.000 άτομα, πολίτες ή στρατιωτικοί. Ανάμεσά τους και 300 ανήλικα παιδιά.
Η βία και τα ψυχολογικά και σωματικά βασανιστήρια υπήρξαν καθημερινό φαινόμενο στη Μακρόνησο. Ηδη με την άφιξή τους στο νησί, οι εξόριστοι ξυλοκοπούνταν από άντρες της Αστυνομίας Μονάδας (ΑΜ) και όσοι δεν υπέγραφαν δηλώσεις αποκήρυξης στέλνονταν στο Γραφείο Α2 για περαιτέρω βασανιστήρια και ανακρίσεις. Οι εξόριστοι που δεν υπέγραφαν συνήθως απομονώνονταν και βασανίζονταν αδιάκοπα, ενώ οι υπογράφοντες δήλωση τοποθετούνταν σε ξεχωριστούς κλωβούς, όπου η μεταχείρισή τους ήταν σχετικά ήπια.
Βασανιστήρια όπως το ξύλο με σύρματα, καδρόνια και ξύλα μπαμπού, η φάλαγγα, η ψυχρολουσία, η έκθεση στον ήλιο και το κρύο και το κάψιμο με πυρωμένα σίδερα και τσιγάρα, συνδυάζονταν με ώρες καψονιών όπως η ορθοστασία, το κουβάλημα βράχων και η ακινησία, προκειμένου να αποσπαστούν δηλώσεις. Παράλληλα, εφαρμόζονταν ψυχολογικές μέθοδοι βασανισμού, όπως η άσκοπη εργασία, ο δημόσιος εξευτελισμός και τα πολύωρα «μαθήματα» εθνικής διαπαιδαγώγησης (μεταδίδονταν από τα μεγάφωνα του στρατοπέδου εθνικιστικοί ύμνοι και ανακοινώσεις 24 ώρες το 24ωρο).
🔻🔻🔻
Κολοφώνα της βίας στη Μακρόνησο αποτέλεσε η ομαδική σφαγή στο Α ΕΤΟ περισσότερων από 300 φαντάρων (29 Φλεβάρη 1948 – 1 Μάρτη 1948).
Το έγκλημα χαρακτηρίστηκε από το ΓΕΣ και τον αστικό Τύπο ως «στάση» των φαντάρων και πολλοί από τους επιζήσαντες δικάστηκαν και καταδικάστηκαν σε θάνατο ως «στασιαστές». Τους νεκρούς του Α ΕΤΟ τους έριξαν στη θάλασσα με άκρα μυστικότητα, στη βραχονησίδα Σαν Τζιόρτζιο, μέσα σε συρμάτινα δίχτυα. Εως σήμερα δεν έχει εξακριβωθεί και προσωποποιηθεί ο ακριβής αριθμός τους. Ο καπετάνιος του καϊκιού που μετέφερε τα πτώματα στο Σαν Τζιόρτζιο έχει δηλώσει πως καταμέτρησε ο ίδιος 350 νεκρούς. Παράλληλα, όμως, έχουν καταγραφεί πολλές μαρτυρίες για ομαδικούς τάφους στο Λαύριο και πέρα απ’ αυτό.
Αφηγήσεις για τη μεγάλη σφαγή σε πρώτο πρόσωπο
Για τη μεγάλη σφαγή στη Μακρόνησο στο τρίτομο έργο με τίτλο «Μακρόνησος – Ιστορικός Τόπος», που εκδόθηκε από το ΚΚΕ (εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή») έχουν συγκεντρωθεί από πολλές πηγές δεκάδες μαρτυρίες. Παραθέτουμε σήμερα αποσπάσματα από ορισμένες από αυτές.
Η πρώτη μέρα της σφαγής
Ο Νίκος Παπανδρέου αναφέρει: «Πρωινή αναφορά πήρε ο υπασπιστής του Τάγματος υπολοχαγός Καστρίτσης. Αμέσως μετά διέταξε το Τάγμα να κατευθυνθεί συντεταγμένο προς το αμφιθέατρο. Ανάμεσά μας τριγυρίζει ο ανθυπολοχαγός Καρδάρας που έλεγε: “Σήμερα θα μιλήσει ο Χριστός με το πιστόλι”. Ολοι βάλαμε τα γέλια, γιατί όλοι ξέραμε πως ο άνθρωπος αυτός είχε κάποια σημάδια παρανόησης. Επειδή, όμως, ήταν Κυριακή δεν αποκλείσαμε να έρθει κάποιος παπάς από το Λαύριο ή την Αθήνα για λειτουργία και κήρυγμα, όπως είπε και κάποια άλλη φορά. Μετά το μακελειό, ο Ιωαννίδης με τους αλφαμίτες μπρος στα αιμόφυρτα κορμιά εκβιάζουν για δήλωση: “Σκύψε κομμούνα να ιδείς, τα τίναξαν οι πουτάνες. Σειρά σου τώρα, καθάριζε…”».
Ο Νίκος Μανδράκος: «Το ντουφεκίδι κράτησε δευτερόλεπτα. Δημιουργήθηκε πανδαιμόνιο (…) Η μικρότερη μάζα, γύρω στους δύο χιλιάδες άνδρες, που βρέθηκαν στην πλαγιά του θεάτρου, δέχτηκε τα πυρά. Είδε να σωριάζονται αιμόφυρτα παλικάρια δίπλα της και συνειδητοποίησε από την πρώτη στιγμή πως πρόκειται για δολοφονία.
Εξαλλοι και αναστατωμένοι σηκώθηκαν όρθιοι κι άρχισαν να φωνάζουν: “Αίσχος… Ντροπή σας… Δολοφόνοι… εγκληματίες… δειλοί…”.
Μερικοί, ενεργώντας αμήχανα, σύρθηκαν προς το βάθος της χαράδρας. Οι περισσότεροι, όμως, αντιμετώπισαν το απαίσιο έγκλημα με ψυχραιμία και αποφασιστικά. Στάθηκαν όρθιοι και βλέποντας τους δολοφόνους (περίπου εκατό μέτρα τους χώριζαν), το Λόχο Ασφαλείας, φώναζαν τις λέξεις που προαναφέραμε (…) Οι κρατούμενοι που ήταν στο θέατρο σχημάτισαν με τις παλάμες τους (αριστερά – δεξιά) φορεία. Τοποθέτησαν ευλαβικά τα θύματα και σιγά σιγά κατηφόρισαν στο γήπεδο. Πέντε νεκροί και πολλοί τραυματίες. Ολοι με πυροβόλα και όπλα. Από τους τραυματίες καμιά εικοσαριά βαριά. Αλλοι με τραύματα στο θώρακα, στο κεφάλι, στα χέρια, στα πόδια. Το αίμα έτρεχε αστείρευτο».
Η δεύτερη μέρα της σφαγής
Γράφει ο Διονύσης Γεωργάτος:
«Η ώρα είναι περίπου 11. Από τα μεγάφωνα του περιπολικού, που πλέει δίπλα στους βράχους, ακούμε: “Προσοχή – Προσοχή”. Και ύστερα από δύο με τρία λεπτά: “Προσοχή – Προσοχή. Στρατιώται του Α’ Τάγματος. Σας ομιλεί ο συνταγματάρχης Μπαϊρακτάρης”.
Το πολεμικό προχωρεί, περνούν πάλι δύο – τρία λεπτά. Σφυρίζει και τα μεγάφωνα επαναλαμβάνουν και συνεχίζουν: “Στρατιώται του Α’ Τάγματος, εκάματε μιαν απερισκεψία. Ολίγα καθάρματα κομμουνισταί σάς παρέσυραν σε στάσιν κατά της πατρίδος. Οσοι από εσάς δεν συμφωνούν με τους δολοφόνους, οι οποίοι εδημιούργησαν τα χθεσινά γεγονότα, διαχωρίστε τας ευθύνας σας και συγκεντρωθείτε εις τον 7ον Λόχον. Το κράτος δεν μπορεί να υποχωρήσει”.
Ολοι σχεδόν οι στρατιώτες, από όλους τους λόχους του στρατοπέδου, βγήκαν έξω απ’ τις σκηνές τους. Μερικοί ρωτούν, τι είπε το μεγάφωνο; “Δεν άκουσες συνάδελφε. Εμείς, λέει, κάναμε στάση, εμείς είμαστε δολοφόνοι”. Οσοι ήταν έξω απ’ τις σκηνές φωνάζουν: “Αίσχος. Αίσχος. Δολοφόνοι. Φασίστες”. Σηκώνουν τα χέρια και ομαδικά μουντζώνουν με κατεύθυνση το πολεμικό (…)
Το περιπολικό, κατά μικρά διαστήματα, απομακρύνεται από την ακτή, για να επανέλθει με νέες οδηγίες και συμβουλές. “Στρατιώται, το κράτος δεν μπορεί να υποχωρήσει. Θα επιβάλει τον νόμον. Θα τιμωρήσει διά την στάσιν τους υπαίτιους. Εγκαταλείψετε τους κομμουνιστάς και μεταμεληθείτε. Η πατρίς θα σας συγχωρέσει…”.
Αυτή η δραστηριότητα για κάμποση ώρα του πολεμικού είναι για να μας τσακίσει τα νεύρα και να δημιουργήσει μέσα στους συναδέλφους μας το κλίμα της υποταγής και της ντροπής, να περάσουμε τη διαχωριστική γραμμή, να εγκαταλείψουμε και να απαρνηθούμε τους νεκρούς μας, που τιμητικά περιφρουρούσαμε στη σκηνή τους, να πάμε στη χαράδρα του 7ου Λόχου, δίπλα από το Λόχο Διοίκησης και να υπογράψουμε εκεί τις δηλώσεις μετανοίας, επειδή πολεμήσαμε στην Αντίσταση τους κατακτητές και επειδή από “απερισκεψία” χθες κάναμε τάχα στάση στο στρατόπεδο.
Ολο το Τάγμα διαισθάνεται τι πρόκειται από στιγμή σε στιγμή να ξεσπάσει. Ακούει από τα μεγάφωνα του πολεμικού, βλέπει τις πολεμικές προετοιμασίες που γίνονται στο γήπεδο, οσμίζεται τη θύελλα που έρχεται. Με σφιγμένη όμως την καρδιά και καθαρή τη συνείδησή του στέκει όρθιο και περιμένει. Δε λυγίζει (…) Κανείς δεν κινείται προς τον 7ο Λόχο. Το Α’ Τάγμα αυτοπειθαρχημένο, μετρά τις πιο κρίσιμες στιγμές της ζωής του”».
Ο Τάκης Παπανικολάου: «Εκδηλώθηκε επίθεση με όπλα εναντίον μας. Είχανε φέρει από το Γ’ Τάγμα επίλεκτους και μας χτυπούσαν. Κόλαση πυρός. Σειόταν το νησί. Οι φαντάροι αντίκριζαν το χάρο και μέσα στην αναστάτωσή τους κατευθύνονταν προς τα μαγειρεία. Μπροστά μου κι όξω από το γραφείο του 1ου Λόχου έπεσαν τραυματισμένοι θανάσιμα δύο φαντάροι. Ταραγμένος προσπάθησα να τους προσφέρω κάποια βοήθεια, μα ξεψύχησαν στα χέρια μου».
Ο Δημήτρης Διαμαντής: «Βλέπω ξαφνικά το φίλο μου τον κιθαρίστα το Θεσσαλονικιό, τον Αμυράλη Βενιζέλο, μέσα σε κείνο το καμίνι να στέκεται όρθιος. Ηταν μπλεγμένος ανάμεσα σε δυο σκηνές και γραδωμένος σε κάτι τριχιές. Βάζω δυνατή φωνή: “Βενιζέλο, σκύψε θα σε βρει βόλι”. Μα ο Βενιζέλος δεν αποκρίθηκε, έμεινε ολόρθος, έτσι όπως σ’ άλλες εποχές, όταν έπαιζε κιθάρα και μας τραγουδούσε. Με τρόπο τον ζύγωσα. Πάγωσα. Ηταν νεκρός κι απ’ το λαρύγγι του έτρεχε αίμα».
Ο Χρυσόστομος Μαυρίδης: «Μέσα σε κείνη την κόλαση της φωτιάς μαζί με δυο άλλους στρατιώτες κουβαλούσαμε στο ιατρείο του στρατοπέδου έναν τραυματία με σπασμένα από ριπή πόδια (…) Ενας εθνοφρουρός από την Κοκκινιά ξαπλωμένος στο χώμα σπαρταρούσε σαν ψάρι. Μπροστά μου ένας σκοτωμένος, που η σφαίρα τον βρήκε στο κεφάλι και του είχε σπάσει το κρανίο. Τα μυαλά του είχαν χυθεί απέξω, όπως το αυγό, που σπάει στο βράσιμο και είχαν ανακατωθεί με αίμα και χώμα. Πόσους τραυματίες κουβαλήσαμε; Πόσους σκοτωμένους; Πόσα αυτοκίνητα φορτώσαμε; Μέσα μου όλα ήταν ανάκατα, μηχανικά φόρτωνα τ’ αυτοκίνητα, που γιόμιζαν νεκρούς».
Οι νεκροί
Η μαρτυρία του γιατρού Λεωνίδα Γεωργιλάκου είναι αποκαλυπτική:
«Την άλλη μέρα, Δευτέρα 1η Μάρτη, εκεί στο Γ’ Τάγμα ακούγαμε τις συνεχείς ομοβροντίες όπλων και οπλοπολυβόλων, κλεισμένοι μέσα στις σκηνές. Ολοι μας, και οι στρατιώτες, που ήσαν κοντά μας, σκεφτόμασταν και συζητούσαμε για το σκοτωμό των παιδιών που γινόταν στο Α΄ Τάγμα.
Την Τρίτη το πρωί πήγα στο Α΄ Τάγμα. Ο διοικητής Βασιλόπουλος μαζί με τον ανθυπολοχαγό της Στρατολογίας Αλιμπράντη μάς κάλεσε και έδωσε εντολή να πάμε στο Γ’ Τάγμα, στο διοικητή Σκαλούμπακα, να διαπιστώσουμε το θάνατο στρατιωτών και να συντάξουμε και υπογράψουμε το πρωτόκολλο θανάτου τους. Μας ζήτησε άκρα εχεμύθεια, επαναλαμβάνοντας και τονίζοντας σε μας αυτή την υποχρέωση.
Στο Γ’ Τάγμα ο Σκαλούμπακας μας διέθεσε Αλφαμίτες που μας οδήγησαν στο καΐκι, στο οποίο ήταν στοιβαγμένα πτώματα στρατιωτών. Ηταν ένα τρομερό θέαμα.
Οι Αλφαμίτες μας φέρνανε έναν έναν τους νεκρούς και διαπιστώναμε το θάνατό τους και την ταυτότητά τους. Σε συνέχεια μας έφεραν νεκρούς, που είχαν σε μεγάλες σκηνές. Καταμετρήσαμε 180 νεκρούς στρατιώτες.
Μετά την καταμέτρηση οι Αλφαμίτες παίρνανε τα πτώματα και τα τοποθετούσαν στοιβαγμένα στο καΐκι. Ο Σκαλούμπακας συνεχώς παρακολουθούσε από κοντά όλη αυτή τη διαδικασία.
Φτιάξαμε την κατάσταση – πρωτόκολλο θανάτου των στρατιωτών, το υπογράψαμε και το απόγευμα, που γυρίσαμε στο Α΄ Τάγμα, το παραδώσαμε στο διοικητή μας Βασιλόπουλο. Αυτή είναι σε γενικές γραμμές η προσωπική μου οδυνηρή εμπειρία για τη σφαγή στο ΑΕΤΟ».
🔻🔻🔻
Πολύτιμη είναι η μαρτυρία του Μίμη Βρονταμίτη, καπετάνιου του καϊκιού που μετέφερε τους νεκρούς:
«Εζησα όλα τα δραματικά γεγονότα της Μακρονήσου το 1948. Ο στρατός μας με είχε επιταγμένο με το καΐκι μου “Αγιος Νικόλαος”, επί μισθώ, οκτώ χιλιάδες δραχμές το μήνα. Κουβαλούσα από το Λαύριο πέρα στη Μακρόνησο φαντάρους, πολιτικούς υπόδικους, νερό σε βαρέλια και άλλα.
Στο φοβερό τουφεκίδι του Μάρτη 1948 ο Σκαλούμπακας μου κόλλησε το πιστόλι στο κεφάλι και με απειλές με διέταξε να κουβαλάω σκοτωμένους φαντάρους πέρα μακριά στον Κάβο Ντόρο, στο ξερόνησο Σαν Τζιόρτζιο. Στο Γ’ Τάγμα φόρτωνα τους νεκρούς φαντάρους, που τους εξέταζε ο γιατρός Μαλάμης, κι έγραφε στο πιστοποιητικό θανάτου τη λέξη “νεκρός”. Ητανε δίπλα στον γιατρό Μαλάμη κι άλλοι δύο γιατροί.
Τους σκοτωμένους φαντάρους τους τακτοποιούσανε στριμωχτά στο αμπάρι οι Αλφαμίτες Χούμης και Λαγός. Σ’ ένα μόνο δρομολόγιο φορτώσαμε 185 νεκρούς φαντάρους.
Λέω στον Σκαλούμπακα: “Το καΐκι δεν σηκώνει τόσο πράμα, είναι πολύ το πράμα, θα μπατάρει το καΐκι”. Αυτός κουβέντα δεν έπαιρνε, με το πιστόλι με διέταξε. Τι να ‘κανα; Το πιστόλι σε παγώνει…
Ανοιγόμασταν τη νύχτα στον Κάβο Ντόρο. Εκεί στο Σαν Τζιόρτζιο περίμενε καράβι πολεμικό.
Οι ναύτες παίρνανε τους σκοτωμένους φαντάρους και τους χώνανε μέσα σε συρμάτινα δίχτυα με βαρίδια και τους φουντάρανε στο βυθό της θάλασσας. Αυτό ξανάγινε. Οι νεκροί όλοι – όλοι ήταν 350 κοντά, τους μέτραγα έναν – έναν και ήταν 350 φαντάροι νεκροί.
Αυτή ήταν η πιο τραγική περιπέτεια που έζησα στη ζωή μου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου