Δευτέρα 2 Μαρτίου 2020

ΜΑ­ΚΡΟ­ΝΗ­ΣΟΣ: Η ομα­δι­κή σφαγή πε­ρισ­σό­τε­ρων από 300 φα­ντά­ρων τον Μάρτη του 1948


«Σε τούτα τα βρά­χια του­φε­κί­στη­καν οι 300 του Α’ Τάγ­μα­τος
τούτα τα φύκια είναι μια τούφα μαλ­λιά
ξε­κολ­λη­μέ­να μαζί με το πετσί
απ’ το καύ­κα­λο ενός συ­ντρό­φου που αρ­νή­θη­κε να υπο­γρά­ψει δή­λω­ση»
Γιάν­νης Ρί­τσος

Τέ­τοιες μέρες ήτανε. Τη μια μέρα ήτανε χει­μώ­νας, την άλλη έμπαι­νε η άνοι­ξη.
Οχι, όμως και στο Μα­κρο­νή­σι.
Εδώ, ο τρο­χός γυρ­νού­σε αντί­στρο­φα. Στη θέση ενός φω­τει­νού κό­σμου, του κό­σμου της αντί­στα­σης και της λευ­τε­ριάς, επι­χει­ρού­νταν να στη­θεί το βα­σί­λειο του τρό­μου.
Πε­ντέ­μι­σι χι­λιά­δες φα­ντά­ροι, που η αστι­κή τάξη εκτι­μού­σε ότι είναι στο πα­ρα­πέ­ντε να πε­ρά­σουν με το μέρος του Δη­μο­κρα­τι­κού Στρα­τού Ελ­λά­δας, είχαν κλει­στεί στο σύρμα της Μα­κρο­νή­σου, για να «ανα­μορ­φω­θούν» και να στα­λούν στο μέ­τω­πο να χτυ­πή­σουν τους συ­ντρό­φους τους.
Αυτοί οι 5.500 φα­ντά­ροι δεν ήταν όποιοι κι όποιοι. Ηταν οι αμε­τα­νό­η­τοι που είχαν ξε­δια­λε­χτεί από τα άλλα τάγ­μα­τα. Στο νησί εκεί­νη την πε­ρί­ο­δο υπήρ­χαν τρία τάγ­μα­τα σκα­πα­νέ­ων. Τα Α, Β και Γ. Τα Β και Γ λει­τουρ­γού­σαν ως φίλ­τρα. Οι αμε­τα­νό­η­τοι με­τα­φέ­ρο­νται στο Α τάγμα. 5.500 ψυχές έτοι­μες για τη με­γά­λη σφαγή.
Ηταν 29 του Φλε­βά­ρη κι ερ­χό­ταν η 1 Μάρτη του 1948.

Μα­κρό­νη­σος στο με­σου­ρά­νη­μά της, ένα χρόνο μετά το αι­μα­το­κύ­λι­σμα των κρα­του­μέ­νων σκα­πα­νέ­ων του Α’ Τάγ­μα­τος

Αυτό που γι­νό­ταν δεν ήταν κάτι πρω­τό­γνω­ρο. Η αστι­κή τάξη είχε ήδη απο­κτή­σει εμπει­ρία, από τον εγκλει­σμό στο «σύρμα» στη Μέση Ανα­το­λή και στην Αφρι­κή 15.000 αντι­φα­σι­στών Ελ­λή­νων στρα­τιω­τών. Είχε ήδη μέχρι τις αρχές του 1947 μα­ντρώ­σει 5.809 κρα­τού­με­νους στα νησιά της εξο­ρί­ας και άλ­λους 11.244 κρα­τού­με­νους τους είχε σε φυ­λα­κές και στρα­τό­πε­δα να πε­ρι­μέ­νουν την εκτό­πι­σή τους.

Είχε έρθει η ώρα για να ξε­κι­νή­σει η εκ­κα­θά­ρι­ση του ανα­συ­γκρο­τού­με­νου αστι­κού στρα­τού. Κατά χι­λιά­δες οι φα­ντά­ροι απο­μο­νώ­νο­νται από το κυ­ρί­ως σώμα του αστι­κού στρα­τού και συ­γκρο­τού­νται τα τάγ­μα­τα σκα­πα­νέ­ων.

Ηταν η εποχή που έχει ήδη ανα­κοι­νω­θεί το Σχέ­διο Μάρ­σαλ και δια­κη­ρυσ­σό­ταν το Δόγμα Τρού­μαν. Η εποχή που μετά την απο­τυ­χία των ναζί να συ­ντρί­ψουν τη Σο­βιε­τι­κή Ενωση, ο ιμπε­ρια­λι­σμός σού­μπι­τος έβαζε πλώρη για να αντι­με­τω­πί­σει το σο­σια­λι­στι­κό σύ­στη­μα που είχε βγει τρο­παιού­χο από τον Β’ Πα­γκό­σμιο ιμπε­ρια­λι­στι­κό Πό­λε­μο.

Η αστι­κή τάξη στη χώρα μας γνώ­ρι­ζε πολύ καλά τι έκανε και πού πή­γαι­νε. Ο τότε υπουρ­γός Στρα­τιω­τι­κών Π. Κα­νελ­λό­που­λος δή­λω­νε: «Η ιστο­ρία θα γρά­ψει πως η στρο­φή της πα­γκο­σμί­ου κα­τα­στά­σε­ως εδώ άρ­χι­σε, στη Μα­κρό­νη­σο. Στο ξε­ρο­νή­σι αυτό, υπέ­ρο­χον σχο­λεί­ον ανα­βα­πτί­σε­ως των ασώ­των υιών του έθνους, εβλά­πτι­σεν σή­με­ρον η Ελλάς ωραιο­τέ­ρα παρά ποτέ» (δή­λω­ση υπουρ­γού Στρα­τιω­τι­κών Πα­να­γιώ­τη Κα­νελ­λό­που­λου, που έδωσε συγ­χα­ρη­τή­ρια στους επι­τε­λείς των ταγ­μά­των στη Μα­κρό­νη­σο, ηχη­τι­κό ντο­κου­μέ­ντο από το ντο­κι­μα­ντέρ του Λ. Βαρ­δα­ρού «Μα­κρό­νη­σος. Τόποι πο­λι­τι­κής εξο­ρί­ας και ιστο­ρι­κής μνή­μης»).
Όλη η χώρα μια φυ­λα­κή

Είναι η εποχή που στην Ελ­λά­δα ανα­πτύσ­σε­ται ο ένο­πλος τα­ξι­κός αγώ­νας και η χώρα με­τα­τρέ­πε­ται από άκρη σε άκρη σε μια απέ­ρα­ντη φυ­λα­κή. Αντλού­με στοι­χεία από το Δο­κί­μιο Ιστο­ρί­ας του ΚΚΕ, τόμος Β2:

Απλώ­θη­καν και λει­τούρ­γη­σαν σε όλη την επι­κρά­τεια δε­κά­δες φυ­λα­κές και τόποι εξο­ρί­ας με κρα­τού­με­νους κομ­μου­νι­στές και άλ­λους αγω­νι­στές της ΕΑ­Μι­κής Αντί­στα­σης. Στα τέλη του 1946 με αρχές του 1947 κα­τα­με­τρώ­νται σε όλη τη χώρα 49 φυ­λα­κές και 35 τόποι εξο­ρί­ας. Σ’ αυτά πρέ­πει να προ­στε­θούν τα στρα­τό­πε­δα συ­γκέ­ντρω­σης αιχ­μα­λώ­των που χρη­σι­μο­ποί­η­σε ο αστι­κός στρα­τός, καθώς και τα κρα­τη­τή­ρια και τμή­μα­τα που χρη­σι­μο­ποί­η­σαν η Χω­ρο­φυ­λα­κή και η Ασφά­λεια, στα οποία κρα­τή­θη­καν και ανα­κρί­θη­καν χι­λιά­δες πο­λι­τι­κοί κρα­τού­με­νοι. Υπήρ­ξαν επί­σης 21 νο­σο­κο­μεία στα οποία κρα­τού­νταν ασθε­νείς αγω­νι­στές, όπως το «Σω­τη­ρία» και το «Αγιος Παύ­λος».

Ακόμα, γι’ αυτήν την πε­ρί­ο­δο ανα­φέ­ρο­νται του­λά­χι­στον 5 κρα­τη­τή­ρια «πα­ρα­κρα­τι­κών» συμ­μο­ριών, όπως οι στά­βλοι του Μπα­ντου­βά στο Ηρά­κλειο Κρή­της και τα κρα­τη­τή­ρια της ΕΑΟΚ στις Κρο­κε­ές Λα­κω­νί­ας.

Η Μα­κρό­νη­σος ήταν το πλέον συμ­βο­λι­κό στρα­τό­πε­δο. Εδώ οι μη­χα­νι­σμοί κα­τα­στο­λής τε­λειο­ποι­ή­θη­καν, η βία συ­στη­μα­το­ποι­ή­θη­κε και οι πο­λι­τι­κά διω­κό­με­νοι γνώ­ρι­σαν τη με­γα­λύ­τε­ρη ανα­μέ­τρη­σή τους με τον τα­ξι­κό αντί­πα­λο.

Η δη­μιουρ­γία της Μα­κρο­νή­σου υπήρ­ξε ορ­γα­νω­μέ­νο σχέ­διο των Βρε­τα­νών και Αμε­ρι­κα­νών, σε συ­νερ­γα­σία με το ελ­λη­νι­κό αστι­κό κρά­τος, για την εξου­δε­τέ­ρω­ση μιας με­γά­λης με­ρί­δας του λαϊ­κού κι­νή­μα­τος, πρω­ταρ­χι­κά με σκοπό την εκ­κα­θά­ρι­ση του κυ­βερ­νη­τι­κού στρα­τού από δυ­νά­μεις που θα μπο­ρού­σαν να δη­μιουρ­γή­σουν εξε­γέρ­σεις σε μο­νά­δες, σε συν­δυα­σμό με την απο­στέ­ρη­ση του ΔΣΕ από πο­λύ­τι­μες εφε­δρεί­ες. Ταυ­τό­χρο­να, επι­διώ­χτη­κε το ηθικό τσά­κι­σμα των κομ­μου­νι­στών και άλλων αγω­νι­στών μέσα από την υπο­γρα­φή δη­λώ­σε­ων απο­κή­ρυ­ξης του ΚΚΕ και της ιδε­ο­λο­γί­ας του, ώστε αυτό να λει­τουρ­γή­σει αρ­νη­τι­κά στο ηθικό του λαού.

Ξυ­λο­γρα­φία του Γ. Φαρ­σα­κί­δη,1949: Μετά το μα­κε­λειό, ο Ιω­αν­νί­δης με τους αλ­φα­μί­τες μπρος στα αι­μό­φυρ­τα κορ­μιά, εκ­βιά­ζουν για δή­λω­ση. «Σκύψε κομ­μού­να να ιδείς, τα τί­να­ξαν οι που­τά­νες. Η σειρά σου τώρα, κα­θά­ρι­ζε…»

Η ίδρυ­ση του στρα­το­πέ­δου της Μα­κρο­νή­σου απο­φα­σί­στη­κε στις 19 Φλε­βά­ρη 1947, ενώ ξε­κί­νη­σε να λει­τουρ­γεί στις 28 Μάη 1947, με τον εκτο­πι­σμό σε αυτήν των πρώ­των 100 μό­νι­μων αξιω­μα­τι­κών και 600 εφέ­δρων.

Το στρα­τό­πε­δο της Μα­κρο­νή­σου συ­γκρο­τή­θη­κε από: Το Α Τάγμα Σκα­πα­νέ­ων, που είχε με­τα­φερ­θεί από τον Αγιο Νι­κό­λαο Κρή­της, με διοι­κη­τή τον Κων­στα­ντί­νο Κων­στα­ντό­που­λο, τον οποίο αντι­κα­τέ­στη­σε το 1948 ο ταγ­μα­τάρ­χης Αντώ­νιος Βα­σι­λό­που­λος. Το Β Τάγμα, που με­τα­φέρ­θη­κε από τη Λά­ρι­σα στην Παια­νία και από εκεί στο Πόρτο Ράφτη, απ’ όπου έφυγε για τη Μα­κρό­νη­σο (25 Μάη 1947), με διοι­κη­τή τον Ηλία Στο­λιό­που­λο και αρ­γό­τε­ρα τον Γε­ώρ­γιο Τζα­νε­τά­το. Το Γ Τάγμα, που συ­γκρο­τή­θη­κε το 1946 στη Μίκρα Θεσ­σα­λο­νί­κης, με διοι­κη­τή τον Πα­να­γιώ­τη Σκα­λού­μπα­κα. Τον Σε­πτέμ­βρη του 1947 με­τα­φέρ­θη­καν στο Γ Κέ­ντρο Αξιω­μα­τι­κών Μα­κρο­νή­σου οι μά­χι­μοι αξιω­μα­τι­κοί του ΕΛΑΣ. Διοι­κη­τής του ήταν ο Σταύ­ρος Χρι­στο­δου­λά­κης και μετά ο Νίκος Δα­ού­λης, που έκανε και χρέη διοι­κη­τή της Μα­κρο­νή­σου. Υπεύ­θυ­νος για τη Μα­κρό­νη­σο από την πλευ­ρά του ΓΕΣ ήταν ο συ­νταγ­μα­τάρ­χης Γε­ώρ­γιος Μπαϊ­ρα­κτά­ρης.


Στα τρία Ει­δι­κά Τάγ­μα­τα Οπλι­τών (ΕΤΟ), τα Α ΕΤΟ, Β ΕΤΟ και Γ ΕΤΟ, κρα­τού­νταν κομ­μου­νι­στές και άλλοι ΕΠΟ­Νί­τες φα­ντά­ροι, ανά­λο­γα με το βαθμό επι­κιν­δυ­νό­τη­τας, που προ­έ­κυ­πτε από το φά­κε­λο που είχε στη διά­θε­σή του το Γρα­φείο Ασφα­λεί­ας (Α2) του νη­σιού. Στο Α ΕΤΟ, το λε­γό­με­νο και «Κόκ­κι­νο Τάγμα», κρα­τού­νταν οι πιο επι­κίν­δυ­νοι οπλί­τες, στο Β ΕΤΟ οι «συ­μπα­θού­ντες» και στο Γ ΕΤΟ οι «ύπο­πτοι».

Εκτός από τα πα­ρα­πά­νω τάγ­μα­τα, υπήρ­χαν και χώρος κρά­τη­σης πο­λι­τών και ορι­σμέ­νες μι­κρές μο­νά­δες υπο­στη­ρι­κτι­κών υπη­ρε­σιών.
Στο νησί αρ­χι­κά λει­τούρ­γη­σαν οι Στρα­τιω­τι­κές Φυ­λα­κές Αθη­νών (ΣΦΑ), στις οποί­ες κρα­τού­νταν «επι­κίν­δυ­νοι πο­λί­τες» (υπό­δι­κοι στρα­το­δι­κεί­ων) και οι οποί­ες με­το­νο­μά­στη­καν το 1949 σε Ει­δι­κό Σώμα Ανα­μόρ­φω­σης Ιδιω­τών (Α και Β ΕΤΟ-ΕΣΑΙ), που αρ­γό­τε­ρα ονο­μά­στη­κε Δ ΕΤΟ.
Συ­νο­λι­κά στο νησί κρα­τή­θη­καν, κατά μια εκ­δο­χή, πάνω από 100.000 άτομα, πο­λί­τες ή στρα­τιω­τι­κοί. Ανά­με­σά τους και 300 ανή­λι­κα παι­διά.

Η βία και τα ψυ­χο­λο­γι­κά και σω­μα­τι­κά βα­σα­νι­στή­ρια υπήρ­ξαν κα­θη­με­ρι­νό φαι­νό­με­νο στη Μα­κρό­νη­σο. Ηδη με την άφιξή τους στο νησί, οι εξό­ρι­στοι ξυ­λο­κο­πού­νταν από άντρες της Αστυ­νο­μί­ας Μο­νά­δας (ΑΜ) και όσοι δεν υπέ­γρα­φαν δη­λώ­σεις απο­κή­ρυ­ξης στέλ­νο­νταν στο Γρα­φείο Α2 για πε­ραι­τέ­ρω βα­σα­νι­στή­ρια και ανα­κρί­σεις. Οι εξό­ρι­στοι που δεν υπέ­γρα­φαν συ­νή­θως απο­μο­νώ­νο­νταν και βα­σα­νί­ζο­νταν αδιά­κο­πα, ενώ οι υπο­γρά­φο­ντες δή­λω­ση το­πο­θε­τού­νταν σε ξε­χω­ρι­στούς κλω­βούς, όπου η με­τα­χεί­ρι­σή τους ήταν σχε­τι­κά ήπια.

Βα­σα­νι­στή­ρια όπως το ξύλο με σύρ­μα­τα, κα­δρό­νια και ξύλα μπα­μπού, η φά­λαγ­γα, η ψυ­χρο­λου­σία, η έκ­θε­ση στον ήλιο και το κρύο και το κά­ψι­μο με πυ­ρω­μέ­να σί­δε­ρα και τσι­γά­ρα, συν­δυά­ζο­νταν με ώρες κα­ψο­νιών όπως η ορ­θο­στα­σία, το κου­βά­λη­μα βρά­χων και η ακι­νη­σία, προ­κει­μέ­νου να απο­σπα­στούν δη­λώ­σεις. Πα­ράλ­λη­λα, εφαρ­μό­ζο­νταν ψυ­χο­λο­γι­κές μέ­θο­δοι βα­σα­νι­σμού, όπως η άσκο­πη ερ­γα­σία, ο δη­μό­σιος εξευ­τε­λι­σμός και τα πο­λύ­ω­ρα «μα­θή­μα­τα» εθνι­κής δια­παι­δα­γώ­γη­σης (με­τα­δί­δο­νταν από τα με­γά­φω­να του στρα­το­πέ­δου εθνι­κι­στι­κοί ύμνοι και ανα­κοι­νώ­σεις 24 ώρες το 24ωρο).
🔻🔻🔻

Κο­λο­φώ­να της βίας στη Μα­κρό­νη­σο απο­τέ­λε­σε η ομα­δι­κή σφαγή στο Α ΕΤΟ πε­ρισ­σό­τε­ρων από 300 φα­ντά­ρων (29 Φλε­βά­ρη 1948 – 1 Μάρτη 1948).
Το έγκλη­μα χα­ρα­κτη­ρί­στη­κε από το ΓΕΣ και τον αστι­κό Τύπο ως «στάση» των φα­ντά­ρων και πολ­λοί από τους επι­ζή­σα­ντες δι­κά­στη­καν και κα­τα­δι­κά­στη­καν σε θά­να­το ως «στα­σια­στές». Τους νε­κρούς του Α ΕΤΟ τους έρι­ξαν στη θά­λασ­σα με άκρα μυ­στι­κό­τη­τα, στη βρα­χο­νη­σί­δα Σαν Τζιόρ­τζιο, μέσα σε συρ­μά­τι­να δί­χτυα. Εως σή­με­ρα δεν έχει εξα­κρι­βω­θεί και προ­σω­πο­ποι­η­θεί ο ακρι­βής αριθ­μός τους. Ο κα­πε­τά­νιος του καϊ­κιού που με­τέ­φε­ρε τα πτώ­μα­τα στο Σαν Τζιόρ­τζιο έχει δη­λώ­σει πως κα­τα­μέ­τρη­σε ο ίδιος 350 νε­κρούς. Πα­ράλ­λη­λα, όμως, έχουν κα­τα­γρα­φεί πολ­λές μαρ­τυ­ρί­ες για ομα­δι­κούς τά­φους στο Λαύ­ριο και πέρα απ’ αυτό.

Αφη­γή­σεις για τη με­γά­λη σφαγή σε πρώτο πρό­σω­πο

Για τη με­γά­λη σφαγή στη Μα­κρό­νη­σο στο τρί­το­μο έργο με τίτλο «Μα­κρό­νη­σος – Ιστο­ρι­κός Τόπος», που εκ­δό­θη­κε από το ΚΚΕ (εκ­δό­σεις «Σύγ­χρο­νη Εποχή») έχουν συ­γκε­ντρω­θεί από πολ­λές πηγές δε­κά­δες μαρ­τυ­ρί­ες. Πα­ρα­θέ­του­με σή­με­ρα απο­σπά­σμα­τα από ορι­σμέ­νες από αυτές.
Η πρώτη μέρα της σφα­γής

Ο Νίκος Πα­παν­δρέ­ου ανα­φέ­ρει: «Πρω­ι­νή ανα­φο­ρά πήρε ο υπα­σπι­στής του Τάγ­μα­τος υπο­λο­χα­γός Κα­στρί­τσης. Αμέ­σως μετά διέ­τα­ξε το Τάγμα να κα­τευ­θυν­θεί συ­ντε­ταγ­μέ­νο προς το αμ­φι­θέ­α­τρο. Ανά­με­σά μας τρι­γυ­ρί­ζει ο αν­θυ­πο­λο­χα­γός Καρ­δά­ρας που έλεγε: “Σή­με­ρα θα μι­λή­σει ο Χρι­στός με το πι­στό­λι”. Ολοι βά­λα­με τα γέλια, γιατί όλοι ξέ­ρα­με πως ο άν­θρω­πος αυτός είχε κά­ποια ση­μά­δια πα­ρα­νό­η­σης. Επει­δή, όμως, ήταν Κυ­ρια­κή δεν απο­κλεί­σα­με να έρθει κά­ποιος παπάς από το Λαύ­ριο ή την Αθήνα για λει­τουρ­γία και κή­ρυγ­μα, όπως είπε και κά­ποια άλλη φορά. Μετά το μα­κε­λειό, ο Ιω­αν­νί­δης με τους αλ­φα­μί­τες μπρος στα αι­μό­φυρ­τα κορ­μιά εκ­βιά­ζουν για δή­λω­ση: “Σκύψε κομ­μού­να να ιδείς, τα τί­να­ξαν οι που­τά­νες. Σειρά σου τώρα, κα­θά­ρι­ζε…”».

Ο Νίκος Μαν­δρά­κος: «Το ντου­φε­κί­δι κρά­τη­σε δευ­τε­ρό­λε­πτα. Δη­μιουρ­γή­θη­κε παν­δαι­μό­νιο (…) Η μι­κρό­τε­ρη μάζα, γύρω στους δύο χι­λιά­δες άν­δρες, που βρέ­θη­καν στην πλα­γιά του θε­ά­τρου, δέ­χτη­κε τα πυρά. Είδε να σω­ριά­ζο­νται αι­μό­φυρ­τα πα­λι­κά­ρια δίπλα της και συ­νει­δη­το­ποί­η­σε από την πρώτη στιγ­μή πως πρό­κει­ται για δο­λο­φο­νία.

Εξαλ­λοι και ανα­στα­τω­μέ­νοι ση­κώ­θη­καν όρ­θιοι κι άρ­χι­σαν να φω­νά­ζουν: “Αί­σχος… Ντρο­πή σας… Δο­λο­φό­νοι… εγκλη­μα­τί­ες… δει­λοί…”.

Με­ρι­κοί, ενερ­γώ­ντας αμή­χα­να, σύρ­θη­καν προς το βάθος της χα­ρά­δρας. Οι πε­ρισ­σό­τε­ροι, όμως, αντι­με­τώ­πι­σαν το απαί­σιο έγκλη­μα με ψυ­χραι­μία και απο­φα­σι­στι­κά. Στά­θη­καν όρ­θιοι και βλέ­πο­ντας τους δο­λο­φό­νους (πε­ρί­που εκατό μέτρα τους χώ­ρι­ζαν), το Λόχο Ασφα­λεί­ας, φώ­να­ζαν τις λέ­ξεις που προ­α­να­φέ­ρα­με (…) Οι κρα­τού­με­νοι που ήταν στο θέ­α­τρο σχη­μά­τι­σαν με τις πα­λά­μες τους (αρι­στε­ρά – δεξιά) φο­ρεία. Το­πο­θέ­τη­σαν ευ­λα­βι­κά τα θύ­μα­τα και σιγά σιγά κα­τη­φό­ρι­σαν στο γή­πε­δο. Πέντε νε­κροί και πολ­λοί τραυ­μα­τί­ες. Ολοι με πυ­ρο­βό­λα και όπλα. Από τους τραυ­μα­τί­ες καμιά ει­κο­σα­ριά βαριά. Αλλοι με τραύ­μα­τα στο θώ­ρα­κα, στο κε­φά­λι, στα χέρια, στα πόδια. Το αίμα έτρε­χε αστεί­ρευ­το».
Η δεύ­τε­ρη μέρα της σφα­γής

Γρά­φει ο Διο­νύ­σης Γε­ωρ­γά­τος:

«Η ώρα είναι πε­ρί­που 11. Από τα με­γά­φω­να του πε­ρι­πο­λι­κού, που πλέει δίπλα στους βρά­χους, ακού­με: “Προ­σο­χή – Προ­σο­χή”. Και ύστε­ρα από δύο με τρία λεπτά: “Προ­σο­χή – Προ­σο­χή. Στρα­τιώ­ται του Α’ Τάγ­μα­τος. Σας ομι­λεί ο συ­νταγ­μα­τάρ­χης Μπαϊ­ρα­κτά­ρης”.
Το πο­λε­μι­κό προ­χω­ρεί, περ­νούν πάλι δύο – τρία λεπτά. Σφυ­ρί­ζει και τα με­γά­φω­να επα­να­λαμ­βά­νουν και συ­νε­χί­ζουν: “Στρα­τιώ­ται του Α’ Τάγ­μα­τος, εκά­μα­τε μιαν απε­ρι­σκε­ψία. Ολίγα κα­θάρ­μα­τα κομ­μου­νι­σταί σάς πα­ρέ­συ­ραν σε στά­σιν κατά της πα­τρί­δος. Οσοι από εσάς δεν συμ­φω­νούν με τους δο­λο­φό­νους, οι οποί­οι εδη­μιούρ­γη­σαν τα χθε­σι­νά γε­γο­νό­τα, δια­χω­ρί­στε τας ευ­θύ­νας σας και συ­γκε­ντρω­θεί­τε εις τον 7ον Λόχον. Το κρά­τος δεν μπο­ρεί να υπο­χω­ρή­σει”.
Ολοι σχε­δόν οι στρα­τιώ­τες, από όλους τους λό­χους του στρα­το­πέ­δου, βγή­καν έξω απ’ τις σκη­νές τους. Με­ρι­κοί ρω­τούν, τι είπε το με­γά­φω­νο; “Δεν άκου­σες συ­νά­δελ­φε. Εμείς, λέει, κά­να­με στάση, εμείς εί­μα­στε δο­λο­φό­νοι”. Οσοι ήταν έξω απ’ τις σκη­νές φω­νά­ζουν: “Αί­σχος. Αί­σχος. Δο­λο­φό­νοι. Φα­σί­στες”. Ση­κώ­νουν τα χέρια και ομα­δι­κά μουν­τζώ­νουν με κα­τεύ­θυν­ση το πο­λε­μι­κό (…)
Το πε­ρι­πο­λι­κό, κατά μικρά δια­στή­μα­τα, απο­μα­κρύ­νε­ται από την ακτή, για να επα­νέλ­θει με νέες οδη­γί­ες και συμ­βου­λές. “Στρα­τιώ­ται, το κρά­τος δεν μπο­ρεί να υπο­χω­ρή­σει. Θα επι­βά­λει τον νόμον. Θα τι­μω­ρή­σει διά την στά­σιν τους υπαί­τιους. Εγκα­τα­λεί­ψε­τε τους κομ­μου­νι­στάς και με­τα­με­λη­θεί­τε. Η πα­τρίς θα σας συγ­χω­ρέ­σει…”.
Αυτή η δρα­στη­ριό­τη­τα για κά­μπο­ση ώρα του πο­λε­μι­κού είναι για να μας τσα­κί­σει τα νεύρα και να δη­μιουρ­γή­σει μέσα στους συ­να­δέλ­φους μας το κλίμα της υπο­τα­γής και της ντρο­πής, να πε­ρά­σου­με τη δια­χω­ρι­στι­κή γραμ­μή, να εγκα­τα­λεί­ψου­με και να απαρ­νη­θού­με τους νε­κρούς μας, που τι­μη­τι­κά πε­ρι­φρου­ρού­σα­με στη σκηνή τους, να πάμε στη χα­ρά­δρα του 7ου Λόχου, δίπλα από το Λόχο Διοί­κη­σης και να υπο­γρά­ψου­με εκεί τις δη­λώ­σεις με­τα­νοί­ας, επει­δή πο­λε­μή­σα­με στην Αντί­στα­ση τους κα­τα­κτη­τές και επει­δή από “απε­ρι­σκε­ψία” χθες κά­να­με τάχα στάση στο στρα­τό­πε­δο.
Ολο το Τάγμα διαι­σθά­νε­ται τι πρό­κει­ται από στιγ­μή σε στιγ­μή να ξε­σπά­σει. Ακού­ει από τα με­γά­φω­να του πο­λε­μι­κού, βλέ­πει τις πο­λε­μι­κές προ­ε­τοι­μα­σί­ες που γί­νο­νται στο γή­πε­δο, οσμί­ζε­ται τη θύ­ελ­λα που έρ­χε­ται. Με σφιγ­μέ­νη όμως την καρ­διά και κα­θα­ρή τη συ­νεί­δη­σή του στέ­κει όρθιο και πε­ρι­μέ­νει. Δε λυ­γί­ζει (…) Κα­νείς δεν κι­νεί­ται προς τον 7ο Λόχο. Το Α’ Τάγμα αυ­το­πει­θαρ­χη­μέ­νο, μετρά τις πιο κρί­σι­μες στιγ­μές της ζωής του”».

Ο Τάκης Πα­πα­νι­κο­λά­ου: «Εκ­δη­λώ­θη­κε επί­θε­ση με όπλα ενα­ντί­ον μας. Εί­χα­νε φέρει από το Γ’ Τάγμα επί­λε­κτους και μας χτυ­πού­σαν. Κό­λα­ση πυρός. Σειό­ταν το νησί. Οι φα­ντά­ροι αντί­κρι­ζαν το χάρο και μέσα στην ανα­στά­τω­σή τους κα­τευ­θύ­νο­νταν προς τα μα­γει­ρεία. Μπρο­στά μου κι όξω από το γρα­φείο του 1ου Λόχου έπε­σαν τραυ­μα­τι­σμέ­νοι θα­νά­σι­μα δύο φα­ντά­ροι. Τα­ραγ­μέ­νος προ­σπά­θη­σα να τους προ­σφέ­ρω κά­ποια βο­ή­θεια, μα ξε­ψύ­χη­σαν στα χέρια μου».

Ο Δη­μή­τρης Δια­μα­ντής: «Βλέπω ξαφ­νι­κά το φίλο μου τον κι­θα­ρί­στα το Θεσ­σα­λο­νι­κιό, τον Αμυ­ρά­λη Βε­νι­ζέ­λο, μέσα σε κείνο το κα­μί­νι να στέ­κε­ται όρ­θιος. Ηταν μπλεγ­μέ­νος ανά­με­σα σε δυο σκη­νές και γρα­δω­μέ­νος σε κάτι τρι­χιές. Βάζω δυ­να­τή φωνή: “Βε­νι­ζέ­λο, σκύψε θα σε βρει βόλι”. Μα ο Βε­νι­ζέ­λος δεν απο­κρί­θη­κε, έμει­νε ολόρ­θος, έτσι όπως σ’ άλλες επο­χές, όταν έπαι­ζε κι­θά­ρα και μας τρα­γου­δού­σε. Με τρόπο τον ζύ­γω­σα. Πά­γω­σα. Ηταν νε­κρός κι απ’ το λα­ρύγ­γι του έτρε­χε αίμα».

Ο Χρυ­σό­στο­μος Μαυ­ρί­δης: «Μέσα σε κείνη την κό­λα­ση της φω­τιάς μαζί με δυο άλ­λους στρα­τιώ­τες κου­βα­λού­σα­με στο ια­τρείο του στρα­το­πέ­δου έναν τραυ­μα­τία με σπα­σμέ­να από ριπή πόδια (…) Ενας εθνο­φρου­ρός από την Κοκ­κι­νιά ξα­πλω­μέ­νος στο χώμα σπαρ­τα­ρού­σε σαν ψάρι. Μπρο­στά μου ένας σκο­τω­μέ­νος, που η σφαί­ρα τον βρήκε στο κε­φά­λι και του είχε σπά­σει το κρα­νίο. Τα μυαλά του είχαν χυθεί απέξω, όπως το αυγό, που σπάει στο βρά­σι­μο και είχαν ανα­κα­τω­θεί με αίμα και χώμα. Πό­σους τραυ­μα­τί­ες κου­βα­λή­σα­με; Πό­σους σκο­τω­μέ­νους; Πόσα αυ­το­κί­νη­τα φορ­τώ­σα­με; Μέσα μου όλα ήταν ανά­κα­τα, μη­χα­νι­κά φόρ­τω­να τ’ αυ­το­κί­νη­τα, που γιό­μι­ζαν νε­κρούς».
Οι νε­κροί

Η μαρ­τυ­ρία του για­τρού Λε­ω­νί­δα Γε­ωρ­γι­λά­κου είναι απο­κα­λυ­πτι­κή:

«Την άλλη μέρα, Δευ­τέ­ρα 1η Μάρτη, εκεί στο Γ’ Τάγμα ακού­γα­με τις συ­νε­χείς ομο­βρο­ντί­ες όπλων και οπλο­πο­λυ­βό­λων, κλει­σμέ­νοι μέσα στις σκη­νές. Ολοι μας, και οι στρα­τιώ­τες, που ήσαν κοντά μας, σκε­φτό­μα­σταν και συ­ζη­τού­σα­με για το σκο­τω­μό των παι­διών που γι­νό­ταν στο Α΄ Τάγμα.
Την Τρίτη το πρωί πήγα στο Α΄ Τάγμα. Ο διοι­κη­τής Βα­σι­λό­που­λος μαζί με τον αν­θυ­πο­λο­χα­γό της Στρα­το­λο­γί­ας Αλι­μπρά­ντη μάς κά­λε­σε και έδωσε εντο­λή να πάμε στο Γ’ Τάγμα, στο διοι­κη­τή Σκα­λού­μπα­κα, να δια­πι­στώ­σου­με το θά­να­το στρα­τιω­τών και να συ­ντά­ξου­με και υπο­γρά­ψου­με το πρω­τό­κολ­λο θα­νά­του τους. Μας ζή­τη­σε άκρα εχε­μύ­θεια, επα­να­λαμ­βά­νο­ντας και το­νί­ζο­ντας σε μας αυτή την υπο­χρέ­ω­ση.
Στο Γ’ Τάγμα ο Σκα­λού­μπα­κας μας διέ­θε­σε Αλ­φα­μί­τες που μας οδή­γη­σαν στο καΐκι, στο οποίο ήταν στοι­βαγ­μέ­να πτώ­μα­τα στρα­τιω­τών. Ηταν ένα τρο­με­ρό θέαμα.
Οι Αλ­φα­μί­τες μας φέρ­να­νε έναν έναν τους νε­κρούς και δια­πι­στώ­να­με το θά­να­τό τους και την ταυ­τό­τη­τά τους. Σε συ­νέ­χεια μας έφε­ραν νε­κρούς, που είχαν σε με­γά­λες σκη­νές. Κα­τα­με­τρή­σα­με 180 νε­κρούς στρα­τιώ­τες.
Μετά την κα­τα­μέ­τρη­ση οι Αλ­φα­μί­τες παίρ­να­νε τα πτώ­μα­τα και τα το­πο­θε­τού­σαν στοι­βαγ­μέ­να στο καΐκι. Ο Σκα­λού­μπα­κας συ­νε­χώς πα­ρα­κο­λου­θού­σε από κοντά όλη αυτή τη δια­δι­κα­σία.
Φτιά­ξα­με την κα­τά­στα­ση – πρω­τό­κολ­λο θα­νά­του των στρα­τιω­τών, το υπο­γρά­ψα­με και το από­γευ­μα, που γυ­ρί­σα­με στο Α΄ Τάγμα, το πα­ρα­δώ­σα­με στο διοι­κη­τή μας Βα­σι­λό­που­λο. Αυτή είναι σε γε­νι­κές γραμ­μές η προ­σω­πι­κή μου οδυ­νη­ρή εμπει­ρία για τη σφαγή στο ΑΕΤΟ».

🔻🔻🔻

Πο­λύ­τι­μη είναι η μαρ­τυ­ρία του Μίμη Βρο­ντα­μί­τη, κα­πε­τά­νιου του καϊ­κιού που με­τέ­φε­ρε τους νε­κρούς:

«Εζησα όλα τα δρα­μα­τι­κά γε­γο­νό­τα της Μα­κρο­νή­σου το 1948. Ο στρα­τός μας με είχε επι­ταγ­μέ­νο με το καΐκι μου “Αγιος Νι­κό­λα­ος”, επί μισθώ, οκτώ χι­λιά­δες δραχ­μές το μήνα. Κου­βα­λού­σα από το Λαύ­ριο πέρα στη Μα­κρό­νη­σο φα­ντά­ρους, πο­λι­τι­κούς υπό­δι­κους, νερό σε βα­ρέ­λια και άλλα.
Στο φο­βε­ρό του­φε­κί­δι του Μάρτη 1948 ο Σκα­λού­μπα­κας μου κόλ­λη­σε το πι­στό­λι στο κε­φά­λι και με απει­λές με διέ­τα­ξε να κου­βα­λάω σκο­τω­μέ­νους φα­ντά­ρους πέρα μα­κριά στον Κάβο Ντόρο, στο ξε­ρό­νη­σο Σαν Τζιόρ­τζιο. Στο Γ’ Τάγμα φόρ­τω­να τους νε­κρούς φα­ντά­ρους, που τους εξέ­τα­ζε ο για­τρός Μα­λά­μης, κι έγρα­φε στο πι­στο­ποι­η­τι­κό θα­νά­του τη λέξη “νε­κρός”. Ητανε δίπλα στον για­τρό Μα­λά­μη κι άλλοι δύο για­τροί.
Τους σκο­τω­μέ­νους φα­ντά­ρους τους τα­κτο­ποιού­σα­νε στρι­μω­χτά στο αμπά­ρι οι Αλ­φα­μί­τες Χού­μης και Λαγός. Σ’ ένα μόνο δρο­μο­λό­γιο φορ­τώ­σα­με 185 νε­κρούς φα­ντά­ρους.
Λέω στον Σκα­λού­μπα­κα: “Το καΐκι δεν ση­κώ­νει τόσο πράμα, είναι πολύ το πράμα, θα μπα­τά­ρει το καΐκι”. Αυτός κου­βέ­ντα δεν έπαιρ­νε, με το πι­στό­λι με διέ­τα­ξε. Τι να ‘κανα; Το πι­στό­λι σε πα­γώ­νει…
Ανοι­γό­μα­σταν τη νύχτα στον Κάβο Ντόρο. Εκεί στο Σαν Τζιόρ­τζιο πε­ρί­με­νε κα­ρά­βι πο­λε­μι­κό.
Οι ναύ­τες παίρ­να­νε τους σκο­τω­μέ­νους φα­ντά­ρους και τους χώ­να­νε μέσα σε συρ­μά­τι­να δί­χτυα με βα­ρί­δια και τους φου­ντά­ρα­νε στο βυθό της θά­λασ­σας. Αυτό ξα­νά­γι­νε. Οι νε­κροί όλοι – όλοι ήταν 350 κοντά, τους μέ­τρα­γα έναν – έναν και ήταν 350 φα­ντά­ροι νε­κροί.
Αυτή ήταν η πιο τρα­γι­κή πε­ρι­πέ­τεια που έζησα στη ζωή μου».











Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου