Κυριακή 3 Μαρτίου 2013

Iταλία: τα πέντε αστέρια και οι πολλές εκπλήξεις των εκλογών

Αμεντέο Μοντιλιάνι,
 «Καρυάτις», 1913-14

του Λορέντσο Ζαμπόνι

Οι ιταλικές εκλογές είχαν πολλά στοιχεία έκπληξης: η επιτυχία του Μπ. Γκρίλο, η «νεκρανάσταση» Μπερλουσκόνι, τα ισχνά ποσοστά Μόντι και η δραματική συρρίκνωση της Αριστεράς είναι μερικά από τα κομμάτια που συνθέτουν το παζλ και χρειάζονται ερμηνεία. Απευθυνθήκαμε, για τον λόγο αυτό, στον δημοσιογράφο Lorenzo Zamponi, ιδρυτή της ενημερωτικής ιστοσελίδας Il Corsaro (www.ilcorsaro.info). Ο Ζαμπόνι, εκτός των άλλων, είναι είναι συν-ιδρυτής της φοιτητικής οργάνωσης LINK που κινείται στον χώρο της ριζοσπαστικής Αριστεράς και της οργάνωσης Io Voglio Restare που μάχεται ενάντια στη «διαρροή εγκεφάλων» στα ιταλικά Πανεπιστήμια, ενώ συμμετείχε στην ιδρυτική συνέλευση της Πολιτικής Επανάστασης (Rivoluzione Civile).

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

«Δύο κλόουν κέρδισαν τις εκλογές». Με αυτά τα λόγια, ο ηγέτης του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας, Πέτερ Στάινμπρουκ, σχολίασε τα αποτελέσματα των εκλογών στην Ιταλία, αναφερόμενος στον αρχηγό του κεντροδεξιού συνασπισμού Σίλβιο Μπερλουσκόνι και τον Μπέπε Γκρίλο, κωμικό, μπλόγκερ και ιδρυτή του Κινήματος των Πέντε Αστέρων (Movimento 5 Stelle-M5S). Μια τέτοια ανάγνωση του αποτελέσματος είναι, προφανώς, επιφανειακή και αλαζονική — δεν προκαλεί όμως έκπληξη. Αυτό που αρνείται να δει η γερμανική πολιτική ελίτ είναι πως η πλειοψηφία του ιταλικού λαού απέρριψε τη λιτότητα, παρόλο που για την ώρα δεν έχει επιλέξει μιαν αξιόπιστη λύση για την έξοδο από την κρίση του νεοφιλελευθερισμού.


Δύο είναι, κυρίως, τα σημεία που προξενούν εντύπωση στην κοινή γνώμη εκτός Ιταλίας. Αφενός το ποσοστό του Μπερλουσκόνι, ο οποίος, αν και έχασε περίπου 7 εκατομμύρια ψήφους σε σχέση με τις εκλογές του 2008, ήρθε σχεδόν ισόπαλος με την κεντροαριστερά, ενάμιση μόλις χρόνο μετά την κατάρρευση της κυβέρνησής του, λόγω της προφανούς ανικανότητάς της να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση. Και αφετέρου, η αδυναμία της εναλλακτικής Αριστεράς να ισχυροποιηθεί μέσα σε συνθήκες κρίσης και λιτότητας, όπως συνέβη στην Ελλάδα, στη Γαλλία και –σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις– στην Ισπανία. Αντίθετα, ο Γκρίλο, με το δημαγωγικό και γενικόλογο εκλογικό του πρόγραμμα, με υποψήφιους παντελώς άγνωστους και χωρίς πολιτική εμπειρία, με ανύπαρκτη κομματική δομή και χωρίς καμία χρηματοδότηση, κατέκτησε μέσα σε λίγους μόνο μήνες πάνω από το 25% του εκλογικού σώματος.

Το πρώτο σημείο είναι μάλλον εύκολο να εξηγηθεί. Η παράταξη του Μπερλουσκόνι –που επί είκοσι συναπτά έτη κυριαρχούσε στην πολιτική σκηνή της Ιταλίας– αν και πλήρως υποταγμένη στο νεοφιλελεύθερο δόγμα της ΕΚΤ και του ΔΝΤ, επέδειξε πλήρη αδυναμία να το εφαρμόσει με συνεπή, αξιόπιστο και αποτελεσματικό τρόπο. Ανασυγκρότησε όμως τις δυνάμεις της κατά τους τελευταίους μήνες της κυβέρνησης Μόντι, χάρη στη σκληρή κριτική που άσκησε στις αυξήσεις των φόρων, και πιο συγκεκριμένα στον αντιδημοφιλή Φόρο Ακίνητης Περιουσίας. Με αυτό τον τρόπο, περιόρισε τις ζημίες που είχε υποστεί, και αποδυνάμωσε την επιρροή του Μόντι στο συντηρητικό χώρο. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια –όπως αφελώς υποστήριξαν ορισμένοι– ότι ο Μπερλουσκόνι εκφράζει κάποια μορφή αντιπρότασης στις πολιτικές λιτότητας: τα χρόνια της διακυβέρνησής του, όπως θυμόμαστε όλοι, ήταν χρόνια περικοπών στο κράτος πρόνοιας και την εκπαίδευση, ιδιωτικοποίησης του νερού, απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων. Πρόκειται απλώς για μια διαφορετική εκδοχή της Δεξιάς, η οποία στηρίζεται σε ένα αντικρατικό και αντιφοροεισπρακτικό πολιτικό μήνυμα. Τα πιο συντηρητικά στρώματα του εκλογικού σώματος, γαλουχημένα εδώ και δεκαετίες με τη λογική της φοροδιαφυγής και της απουσίας κρατικού παρεμβατισμού, αναγνωρίζουν πολύ περισσότερο τον εαυτό τους στα παραπάνω, παρά στον Μόντι της δημοσιονομικής αυστηρότητας και της λιτότητας.

Το δεύτερο σημείο, αντίθετα, είναι πιο περίπλοκο, και η ερμηνεία του πρέπει να λάβει υπόψη διάφορους παράγοντες, τόσο όσον αφορά την αποτυχία της Πολιτικής Επανάστασης (Rivoluzione Civile-RC) όσο και την επιτυχία του Γκρίλο. Η Αριστερά παρουσιάστηκε για ακόμη μια φορά διασπασμένη στο εκλογικό ραντεβού. Η Αριστερά, Οικολογία, Ελευθερία (Sinistra, Ecologia, Libertá-SEL), η αριστερή δύναμη που, τα τελευταία χρόνια, περισσότερο απο οποιαδήποτε άλλη απέκτησε έρεισμα σε σημαντικά κομμάτια της κοινωνίας και των κινημάτων, επέλεξε να συμπράξει σε μιαν ισχυρή συμμαχία με το Δημοκρατικό Κόμμα (Partito Democratico – PD). Εξαναγκάστηκε, έτσι, σε σιωπή κατά τον ενάμιση χρόνο της διακυβέρνησης Μόντι (με την οποία το SEL ήταν παντελώς αντίθετο, σιωπούσε όμως για να μην κλονιστεί η εκλογική συνεργασία), ενώ στη συνέχεια, κατά την προεκλογική περίοδο, οδηγήθηκε σ’ έναν εξαντλητικό διάλογο ενόψει μιας ενδεχόμενης μετεκλογικής συμμαχίας με τον Μόντι. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, αποτελεί κατόρθωμα οτι το SEL συγκέντρωσε το 3,2% των ψήφων, εκλέγοντας 37 βουλευτές και 7 γερουσιαστες, αν και για χρόνια οι δημοσκοπήσεις του έδιναν πολύ μεγαλύτερα ποσοστά και ο αρχηγός του, Νίκι Βέντολα, φλέρταρε ακόμα και με την ιδέα του να γίνει πρωθυπουργός.

Οι υπόλοιπες δυνάμεις της Αριστεράς, είτε στη βάση πάγιων θέσεών τους είτε λόγω της άρνησης του PD και του SEL να τις συμπεριλάβουν στο συνασπισμό τους, κατέβηκαν αυτόνομα στις εκλογές. Κινήθηκαν όμως με εξαιρετικά μεγάλη καθυστέρηση και μόλις τις παραμονές των Χριστουγέννων του 2012 κατάφεραν να συγκροτήσουν το συνασπισμό της Πολιτικής Επανάστασης, με επικεφαλής τον Αντόνιο Ινγκρόια –εισαγγελέα που έγινε γνωστός για τη δράση του εναντίον της Μαφίας– και με την συνδρομή προσωπικοτήτων της κοινωνίας των πολιτών. Επιπλέον, η προεκλογική εκστρατεία του Ινγκρόια αποδείχτηκε αδύναμη και δυσνόητη· αγνοώντας σχεδόν εξ ολοκλήρου τα κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα, εστιάστηκε στη μάχη κατά της διαφθοράς στην πολιτική ζωή, ένα πεδίο όμως το οποίο είχε ήδη οικειοποιηθεί ο Μπέπε Γκρίλο.

Το M5S ιδρύθηκε το 2007 από τον Γκρίλο –μέσα από το προσωπικό του μπλογκ– και για χρόνια παρέμενε ενεργό μόνο διαδικτυακά. Το Δημοκρατικό Κόμμα, αφού στήριξε –σε συνεργασία με τη Δεξιά– την κυβέρνηση και τις επιλογές λιτότητάς της και καθώς βρέθηκε αναμεμειγμένο σε σκάνδαλα διαφθοράς, δεν αποτελούσε πλέον μια αξιόπιστη λύση. ΄Ετσι οι πιο αγανακτισμένοι ψηφοφόροι, έχοντας πληγεί βαριά από τις κοινωνικές επιπτώσεις της κρίσης, απογοητευμένοι από το Δημοκρατικό Κόμμα και με συσσωρευμένη δυσαρέσκεια από τα τελευταία χρόνια διακυβέρνησης του Μπερλουσκόνι και του Μόντι, στράφηκαν στο κίνημα του Γκρίλο, το μοναδικό υποκείμενο που, έστω με τρόπο συγκεχυμένο και δημαγωγικό, έκανε αντιπολίτευση στο κατεστημένο.

Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι η έλλειψη ενός ενωτικού, κοινωνικού και αντιπολιτευτικού μετώπου ενάντια στην κυβέρνηση Μόντι έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Σε άλλες περιπτώσεις –όπως στην Ελλάδα– η κινηματική δράση ήταν αυτή που ώθησε την Αριστερά να αποκτήσει έρεισμα στα κοινωνικά στρώματα που επλήγησαν περισσότερο από την κρίση. Στην Ιταλία, οι εκλογές δεν κρίθηκαν στο δίπολο Δεξιά-Αριστερά, αλλά στον άξονα κατεστημένου-αντισυστημικού. Η Αριστερά, διασπασμένη μεταξύ των δύο αυτών μετώπων, και δεδομένης της έλλειψης ενεργών κοινωνικών αναφορών που θα μπορούσαν να σχηματίσουν μια ενωτική και αξιόπιστη πολιτική πρόταση, απέτυχε να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο σε οποιονδήποτε απ’ τους δύο πόλους. Η απουσία μαζικών κινητοποιήσεων επέτρεψε σε όποιον ευθυγραμμίστηκε με το κατεστημένο, όπως το SEL, να διασωθεί –αν και δέχθηκε ισχυρότατο πλήγμα– ενώ, αντίθετα οι υπόλοιποι καταποντίστηκαν.

Το Κίνημα των Πέντε Αστέρων είναι ένα μείγμα πολλών ετερόκλητων στοιχείων.
http://enthemata.wordpress.com/2013/03/02/zamponi/#more-10988


Η δομή του είναι ξεκάθαρα αυταρχική. Ο Γκρίλο κατέχει τα πνευματικά δικαιώματα για το σύμβολο του κόμματος, ενώ αντιμετωπίζει το κίνημα ως «αφεντικό» του, διαγράφοντας οποιονδήποτε διαφωνεί. Στους κόλπους του, πάντως, θα συναντήσει κανείς πολλούς αξιόλογους ακτιβιστές που αγωνίζονται για τη χώρα τους. Παρουσιάζει κάποιες καλές ιδέες, δανεισμένες κατά κύριο λόγο από τα κινήματα (ενάντια στην κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής υψηλής ταχύτητας Τορίνο-Λυών, για το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα και την υπεράσπιση των λεγόμενων «κοινωνικών αγαθών» όπως είναι το νερό), δεν λείπουν όμως και ακραία συντηρητικές αποχρώσεις, κυρίως σε ό,τι έχει να κάνει με τη μετανάστευση και τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων. Πάνω απ’ όλα, όμως, στο λόγο του κυριαρχεί η οργή ενάντια στα κόμματα που ευθυγραμμίζονται με τις εντολές της Τρόικας.

Προφανώς, τα παραπάνω δεν αποτελούν απάντηση στα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η Ιταλία, είναι όμως σαφής ένδειξη ότι οι πολίτες θέτουν τα σωστά ερωτήματα: Ποια είναι η προέλευση της κρίσης, ποιος την προκάλεσε και πώς θα βγούμε από αυτήν;

Εναπόκειται πλέον στα κοινωνικά κινήματα και την Αριστερά να αναμετρηθούν με τον Γκρίλο πάνω σ’ αυτά τα ζητήματα, να δημιουργήσουν ένα πραγματικό μέτωπο αντίστασης, λαϊκής συμμετοχής και προτάσεων που θα προωθήσει την κοινωνική διαφωνία με τις πολιτικές της λιτότητας. Να θέσουν εαυτούς στην υπηρεσία μιας πραγματικής αλλαγής, για μια Ευρώπη των Λαών, που θα απορρίψει το Σύμφωνο Δημοσιονομικής Σταθερότητας και θα προτείνει ένα σύγχρονο μοντέλο ανάπτυξης, βασισμένο στην κοινωνική και περιβαλλοντική δικαιοσύνη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου