Κυριακή 3 Μαρτίου 2013

Η σημασία της επαναφοράς του κατώτατου μισθού


Των Σπύρου Παπακωνσταντίνου και Γαβριήλ Σακελλαρίδη*


Ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να καταργήσει την Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου με την οποία μειώνεται ο κατώτατος μισθός και να τον επαναφέρει στα 751 ευρώ και το επίδομα ανεργίας στα 461,5 ευρώ... Η αύξηση του κατώτατου μισθού θα αποτελέσει σήμα προς όλη την κοινωνία, αλλά και τους δανειστές, ότι αυτή η κυβέρνηση θέτει ως απόλυτη προτεραιότητα τη βιωσιμότητα των χαμηλών εισοδηματικών στρωμάτων και των ανέργων Την τελευταία εβδομάδα έχει γίνει πολύς λόγος γιαι «το τι θα κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ με τους μισθούς». Έστω κι αν η συζήτηση αυτή ανοίγει υπό την πίεση των χαλκείων της Ν.Δ., έχουν γραφτεί τρία πολύ ενδιαφέροντα άρθρα1, που προωθούν τον διάλογο τόσο από την πλευρά του οικονομικού προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ όσο και από την πλευρά της στρατηγικής της Αριστεράς.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή λοιπόν. Ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να καταργήσει την Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου 6-28/2/2012 με την οποία μειώνεται ο κατώτατος μισθός κατά 22% και κατά 32% για τους νέους κάτω των 25 και να τον επαναφέρει στα 751 ευρώ. Μια τέτοια κίνηση, που πρέπει να αποτελέσει -έστω και σε συμβολικό επίπεδο- την πρώτη πράξη της κυβέρνησης της Αριστεράς, συνεπάγεται και αύξηση του επιδόματος ανεργίας στα 461,5 ευρώ.
Γιατί να το κάνει αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ; Ο πρώτος λόγος σχετίζεται με το οικονομικό του πρόγραμμα, την ανάσχεση δηλαδή της ύφεσης μέσω της ενίσχυσης του διαθέσιμου εισοδήματος. Ο Ηλ. Ιωακείμογλου -στα δύο άρθρα του- έχει περιγράψει επαρκώς τον μηχανισμό εκκίνησης ενός «ενάρετου κύκλου» που μπορεί να σπάσει τον αντίστοιχο «φαύλο κύκλο λιτότητας-ύφεσης», μέσω της αύξησης της κατανάλωσης των χαμηλότερων εισοδηματικών στρωμάτων, η οποία εν τέλει θα οδηγήσει και σε μεγαλύτερα
φορολογικά έσοδα. Σίγουρα υπάρχει προβληματισμός για το κατά πόσο επαρκεί η αύξηση της κατανάλωσης για να αναστραφεί μια τέτοια ύφεση. Παρά τον μεγάλο πολλαπλασιαστή κατανάλωσης, η επίδραση των εισαγωγών και η σχέση τους με το καταναλωτικό πρότυπο, αλλά και οι βραχυπρόθεσμες συνέπειες από την πλευρά της προσφοράς (αύξηση εργατικού κόστους) μπορεί να αποδυναμώσουν το θετικό αποτέλεσμα της κατανάλωσης στην ανάπτυξη. Επομένως και οι επενδύσεις είναι απαραίτητες.
Ο δευτερός λόγος είναι ότι αυτή η συμβολική κίνηση αποτελεί προϋπόθεση για να επιτευχθεί αυτό που περιγράφει ο Σπ. Λαπατσιώρας: Δηλαδή «τα κινήματα, μέσω των θεσμών που θα ιδρύσει ή θα επανιδρύσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, να αναπτυχθούν, να κινητοποιήσουν κάθε διαθέσιμο κοινωνικό πόρο, ώστε την τυπική δυνατότητα αλλαγής της κατανομής ισχύος που θα συνιστούν οι νομοθετικές παρεμβάσεις να την καταστήσουν πραγματική». Η αύξηση του κατώτατου μισθού θα αποτελέσει σήμα προς όλη την κοινωνία, αλλά και τους δανειστές, ότι αυτή η κυβέρνηση θέτει ως απόλυτη προτεραιότητα τη βιωσιμότητα των χαμηλών εισοδηματικών στρωμάτων και των ανέργων. Για να υπάρξει η απαραίτητη κινητοποίηση της κοινωνίας, που θα στηρίξει την Αριστερά στις μικρές και τις μεγάλες ρήξεις και στην κατάκτηση της εξουσίας, πρέπει πρώτα απ' όλα να πιστέψει ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν θα την διαψεύσει. Ότι αξίζει να την υπερασπιστεί στην τιτάνια «αντιπολίτευσή της απέναντι στο κράτος», επειδή παλεύει για το συμφέρον της.
Δεν αρκεί όμως μόνο αυτή η επαναφορά του κατώτατου μισθού. Απαιτείται παράλληλα και η κατάργηση των λοιπών θεσμικών παρεμβάσεων στην αγορά εργασίας που θεσπίστηκαν τα τελευταία χρόνια και οι οποίες ασκούν ασφυκτική πίεση στο σύνολο των μισθών του ιδιωτικού τομέα. Ενδεικτικά αναφέρονται η κατάργηση της άρσης της «μετενέργειας», η επαναφορά της ισχύος των κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών συμβάσεων, η κατάργηση της περαιτέρω ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων και η άμεση ενίσχυση της Επιθεώρησης Εργασίας.
Αλλά η πραγματική ενίσχυση του εργατικού κινήματος περνά αναγκαστικά και από την υπεράσπιση της συλλογικής αυτονομίας, δηλαδή τον καθορισμό του κατώτατου μισθού μέσα από τις ελεύθερες διαπραγματεύσεις εργαζομένων-εργοδοτών. Θα ήταν στρατηγικό λάθος για την Αριστερά να θεωρήσει ότι ο καθορισμός του μισθού είναι αρμοδιότητα του κράτους, μόνο και μόνο επειδή βρίσκεται η ίδια στην κυβέρνηση. Αυτός θα ήταν ο συντομότερος δρόμος προς τον εκφυλισμό, την αποπολιτικοποίηση και εν τέλει την εξαφάνιση του εργατικού κινήματος. Θα πρέπει άλλωστε να μας προβληματίσει το γεγονός ότι οι συλλογικές διαπραγματεύσεις είχαν καταντήσει μια αποκομμένη από τους εργαζόμενους διαδικασία, ενισχύοντας φαινόμενα συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας.
Συνοψίζοντας, είναι δεδομένο νομίζουμε «τι θα κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ» με τους μισθούς αν βρεθεί στην κυβέρνηση. Το ζήτημα είναι τι θα κάνει σήμερα μέσα στο εργατικό κίνημα, η ενίσχυση του οποίου είναι ζωτικής σημασίας.

* Ο Σπύρος Παπακωνσταντίνου και ο Γαβριήλ Σακελλαρίδης είναι οικονομολόγοι
http://www.avgi.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου