του Σταύρου Λυγερού
Μετά τη νίκη του στο δημοψήφισμα για τη μετατροπή της Τουρκίας σε προεδρική Δημοκρατία (2017) και μετά την επανεκλογή του στο προεδρικό αξίωμα (2018), ο Ερντογάν έχει δώσει τα ρέστα του για να κερδίσει τις σημερινές τοπικές εκλογές. Τις έχει μετατρέψει σε “δημοψήφισμα”, ελπίζοντας με τον τρόπο αυτό να ανασχέσει την πολιτική φθορά του, λόγω κυρίως της εντεινόμενης οικονομικής κρίσης. Ας σημειωθεί ότι το τελευταίο τρίμηνο η μείωση του ΑΕΠ είναι της τάξεως του 3%, ο δε πληθωρισμός τον Φεβρουάριο κινήθηκε στο 20%.
Εάν οι κυβερνητικοί υποψήφιοι κερδίσουν την Κωνσταντινούπολη και την Άγκυρα (μέχρι τώρα τις έλεγχε το κυβερνών ΑΚΡ – Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης) ο Ερντογάν θα έχει κερδίσει τις πολιτικές εντυπώσεις. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι με τον αέρα του αήττητου τα επόμενα τέσσερα χρόνια θα έχει λυμένα τα χέρια για να εδραιώσει ακόμα περισσότερο το καθεστώς του.
Η συμμαχία του με το ΜΗΡ (Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης) του Μπαχτσελί αποδεικνύεται ανθεκτική, διαμορφώνοντας ένα νέο συγκρότημα εξουσίας. Σ’ αυτό έχουν προσχωρήσει και πολλά στελέχη του άλλοτε βαθέος κεμαλικού κράτους, αρκετά εκ των οποίων, μάλιστα, βρέθηκαν κατηγορούμενοι και στη φυλακή στη δεκαετία του 2010. Από τότε, όμως, έχει συντελεσθεί μία δεύτερη μεταπολίτευση στην Τουρκία. Κριτήριο πλέον για τη συμμετοχή στο νέο συγκρότημα εξουσίας είναι το αντιδυτικό πρόσημο.
Παρά το γεγονός ότι στις τοπικές εκλογές παρεμβάλλεται το φίλτρο των τοπικών συμφερόντων και αντιθέσεων, για μία ακόμα φορά αναμένεται να επιβεβαιωθεί στις κάλπες αυτό που είχε καταγραφεί στις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις: η τριχοτόμηση του εκλογικού σώματος.