Το εμπόριο ανθρώπων (trafficking in human beings) σύμφωνα με το Πρωτόκολλο των Ηνωμένων Εθνών «για την πρόληψη, καταστολή και τιμωρία της διακίνησης προσώπων, ιδιαίτερα γυναικών και παιδιών» ορίζεται ως «η πρόσληψη, μεταφορά, μεταβίβαση, στέγαση ή η παραλαβή ανθρώπων μέσω απειλών ή χρήση βίας ή άλλων μορφών εξαναγκασμού, απαγωγής, απάτης, παραπλάνησης, κατάχρησης εξουσίας ή μιας ευάλωτης θέσης ή η καταβολή ή αποδοχή πληρωμών ή άλλων ωφελημάτων για την εξασφάλιση συναίνεσης προσώπου που ασκεί έλεγχο επί άλλου προσώπου, για το σκοπό της εκμετάλλευσης. Η εκμετάλλευση συμπεριλαμβάνει τουλάχιστον την εκμετάλλευση της πορνείας, ή άλλες μορφές γενετήσιας εκμετάλλευσης…..».
Στις αρχές του 21ου αιώνα, το εμπόριο γυναικών αποτελεί μια μορφή σύγχρονου δουλεμπορίου καθώς όπως και σε άλλες εποχές οι γυναίκες-θύματα παραμένουν «κτήματα» των διακινητών που τις εμπορεύονται, στερούνται στοιχειωδών δικαιωμάτων στον ιδιωτικό και δημόσιο βίο καθώς ζουν σε καθεστώς παρανομίας και επομένως αποκλεισμού και είναι υποχρεωμένες να εργάζονται υπό οποιεσδήποτε συνθήκες ακόμη και όταν έχει εξασθενήσει η υγεία τους.
Το φαινόμενο του εμπορίου ανθρώπων έχει πάρει ανησυχητικές διαστάσεις και συγκαταλέγεται στη λίστα του οργανωμένου εγκλήματος ως η τρίτη μεγαλύτερη εγκληματική δραστηριότητα μετά την παράνομη εμπορία όπλων και ναρκωτικών. Παρά τη δυσκολία ακριβούς υπολογισμού του μεγέθους του, μία επιεικής εκτίμηση Διεθνών Οργανώσεων εκτιμά ότι ετησίως 700.000 γυναίκες και παιδιά πέφτουν θύματα εμπορίου και προάγονται στην καταναγκαστική πορνεία σε παγκόσμια κλίμακα. Από αυτήν την πλέον κερδοφόρα πολυεθνική επιχείρηση συσσωρεύονται στο δίκτυο του οργανωμένου αυτού εγκλήματος 7 δισεκατομμύρια Ευρώ.
Ως κύρια αιτία της παράνομης διακίνησης ανθρώπων παραμένει η αυξανόμενη οικονομική ανισότητα τόσο μεταξύ των εθνών κρατών όσο και μεταξύ των κοινωνικών ομάδων. Η φτώχεια, η ανεργία, η βία, οι συνθήκες κοινωνικής εξαθλίωσης των χωρών καταγωγής των θυμάτων, αποτελούν τους κύριους λόγους που τα θύματα αποφασίζουν να αναζητήσουν μια καλλίτερη τύχη στις οικονομικά ανεπτυγμένες χώρες. Επιπρόσθετα, η έξαρση του φαινομένου διευκολύνεται από την ανεπάρκεια του νομοθετικού πλαισίου, από τις πολιτικές μετανάστευσης (που μετατρέπουν τις πρόσφυγες σε λαθρομετανάστριες), από την αλματώδη ανάπτυξη της τεχνολογίας και από την ολοένα και περισσότερο αυξανόμενη ζήτηση στις χώρες προορισμού.
Η Ελλάδα μετά τις γεωπολιτικές αλλαγές στον ευρωπαϊκό χώρο κατά τη δεκαετία του 90 αποτελεί πλέον χώρα διέλευσης και προορισμού του οργανωμένου αυτού εγκλήματος. Παρά τη δυσκολία ακριβούς υπολογισμού του αριθμού γυναικών που διακινούνται στην Ελλάδα, περίπου 16.000 γυναίκες ετησίως πέφτουν θύματα παράνομης διακίνησης και οδηγούνται στην καταναγκαστική πορνεία. Οι γυναίκες αυτές προέρχονται από χώρες που βρίσκονται σε κοινωνικοοικονομική κρίση ή σε εμπόλεμη κατάσταση, όπως Ρωσία, Ουκρανία, Μολδαβία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Αλβανία και πρώην Γιουγκοσλαβία. Μέσα από εταιρίες «βιτρίνες» ή «αγγελίες προσφοράς εργασίας» οι διακινητές απευθύνονται σε κοινωνικά ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες όπου στρατολογούν γυναίκες με απατηλά μέσα για να τις μεταφέρουν στην Ελλάδα και να τις υποχρεώσουν να προσφέρουν καταναγκαστικά τις υπηρεσίες τους κυρίως στην βιομηχανία του σεξ.
Στον τόπο προορισμού, οι υπηρεσίες της καταναγκαστικής πορνείας διαφημίζονται μέσω των «ροζ αγγελιών» και σχετικών τηλεοπτικών σποτ. Εφημερίδες και έντυπα ενώ στις μισές σελίδες τους μάχονται για τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα λίγο πιο κάτω φιλοξενούν αγγελίες και αποδεικνύονται ως αποτελεσματικότερος προαγωγός της σωματεμπορίας, εξοικειώνοντας την κοινωνία και νομιμοποιώντας στη συνείδηση των πολιτών την καταναγκαστική πορνεία.
Στην Ελλάδα, οι πελάτες αυτών των υπηρεσιών υπολογίζονται στο ένα τρίτο του ενεργού σεξουαλικά ανδρικού πληθυσμού, προάγοντας έτσι τον φαύλο κύκλο της δυστυχίας των γυναικών-θυμάτων. Κάνοντας χρήση των υπηρεσιών αυτών γίνονται και οι ίδιοι συνεργοί στην σωματεμπορία καθώς η αυξανόμενη ζήτηση γυναικών ενθαρρύνει τους διακινητές να αυξήσουν την προσφορά.
Με την έλευση τους στην υποσχόμενη χώρα της επαγγελίας, οι γυναίκες-θύματα ζουν σε απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης καθ’ όλη τη διάρκεια παραμονής τους, υφίστανται εγκλεισμό, σωματική και ψυχολογική βία, απειλές κατά της προσωπικής τους ζωής και ασφάλειας ενώ πολλές παρουσιάζουν προβλήματα υγείας. Υπό αυτό το καθεστώς της στυγνής εκμετάλλευσης και δεδομένου της ευάλωτης θέσης τους λόγω της άγνοιας της χώρας και της γλώσσας καθώς και της μη ύπαρξης στενού κοινωνικού περιγύρου έχουν λίγα περιθώρια διαφυγής.
Η αδιαφορία της κοινωνίας των πολιτών που είτε συναινεί σιωπηρά δηλώνοντας άγνοια, είτε κάνει χρήση των υπηρεσιών και άρα συνεργεί έμπρακτα, είτε τέλος ενοχοποιεί τις ίδιες τις γυναίκες μετατρέποντας τις από θύματα σε θύτες («κλείνουν σπίτια», «τα θέλουν») αφήνει το κύκλωμα αυτού του οργανωμένου εγκλήματος να δρα ανενόχλητο. Παράλληλα, πολλές φορές η εμπλοκή της αστυνομίας, των συνοριοφυλάκων και άλλων ευυπόληπτων πολιτών στο κύκλωμα διακίνησης δυσχεραίνει επιπρόσθετα τη διαλεύκανση υποθέσεων. Τ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου