Δευτέρα 23 Απριλίου 2012

Οι παιδονόμοι

 
 του Πολυμέρη Βόγλη

Παρίσι, οδός Μουφτάρ, 1952. Φωτογραφία του Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν
Παιδονόμος: το άτομο στο οποίο έχει ανατεθεί η επιτήρηση των παιδιών σε εκπαιδευτήριο, οικοτροφείο κτλ.
ξικό της Κοινής Νεοελληνικής)

Οικεία εφηβική ανάμνηση: καβγάδες με τους γονείς για τα ρούχα, τα μαλλιά, τα σκουλαρίκια, την αργοπορημένη επιστροφή στο σπίτι. Το κύριο επιχείρημα: «Δεν σκέφτεσαι τι θα πει η γειτονιά (η πολυκατοικία, το χωριό κτλ.)».
Σχολιασμός των «έγκυρων» μέσων ενημέρωσης για διαδηλώσεις και απεργίες: «αμαυρώνουν την εικόνα της Ελλάδας στο εξωτερικό», «θλιβερές εικόνες που κάνουν το γύρο του κόσμου», «να δούμε τι λένε οι Ευρωπαίοι για όλα αυτά».
Ένα από τα μοτίβα του κυρίαρχου λόγου είναι ότι η ελληνική κοινωνία διακρίνεται για την «ανωριμότητά» της. Δεν έχει μπει ακόμη στη φάση της «ενηλικίωσής» της, συμπεριφέρεται με ανευθυνότητα όπως οι ανήλικοι που θεωρούν ότι έχουν μόνο δικαιώματα και καθόλου υποχρεώσεις, που το μυαλό τους είναι μόνο στην καλοπέραση και τη διασκέδαση. Δεν είναι τυχαίο ότι επιλέχθηκε η λέξη «πάρτυ» για να περιγράψει την κατάσταση της ελληνικής κοινωνίας την δεκαετία του 2000, για να υπογραμμιστεί ο ευδαιμονισμός ή ο «οίστρος της ακολασίας» (όπως γράφτηκε κάπου) που επικρατούσε τότε. Ο κυρίαρχος λόγος για την «ανωριμότητα» της ελληνικής κοινωνίας σημαίνει ότι δεν είναι σε θέση η ίδια να αναλάβει τις ευθύνες και να αντιληφθεί τα πραγματικά συμφέροντά της, ότι αντιδρά συναισθηματικά και όχι ορθολογικά, ότι έχει ανάγκη από διαπαιδαγώγηση και καθοδήγηση όπως ακριβώς οι ανήλικοι. Με αυτό τον τρόπο κάποιοι δημοσιογράφοι και πολιτικοί αναλυτές έχουν ανακηρυχθεί σε αυτόκλητους παιδονόμους, επιφορτισμένοι με την ευθύνη να διαπαιδαγωγήσουν την ελληνική κοινωνία υποδεικνύοντας τι είναι σωστό και τι είναι λάθος, τι πρέπει ή δεν πρέπει να κάνει. Η λογική αυτής της «παιδαγωγικής» φέρνει για άλλη μια φορά στην επιφάνεια αντιλήψεις για τη σχέση της Ελλάδας με την υπόλοιπη Ευρώπη.

Για πάρα πολλές δεκαετίες η Δυτική Ευρώπη συνιστά το παράδειγμα, το μοντέλο της σύγχρονης κοινωνίας, το οποίο η Ελλάδα (όπως και πολλές άλλες χώρες εντός και εκτός Ευρώπης) όφειλε να αντιγράψει ώστε κάποτε να μπορέσει να φτάσει σε ανάλογο επίπεδο. Το πρόταγμα του εκσυγχρονισμού, της προόδου, της ευημερίας ήταν άρρηκτα συνδεδεμένο με την ιδέα του «εξευρωπαϊσμού», δηλαδή τη σύγκλιση της Ελλάδας με τις χώρες-παραδείγματα της Δ. Ευρώπης, στην ουσία την υιοθέτηση αντίστοιχων θεσμών, αξιών, συνηθειών κλπ. Αυτή η σχέση διαμόρφωσε μια «αρνητική» συνείδηση. Σύμφωνα με τον κυρίαρχο λόγο, η Ελλάδα δεν ήταν μια αρκετά ευρωπαϊκή χώρα, ενώ η «καθυστέρηση» συνδεόταν με την επιβίωση μη ευρωπαϊκών («ανατολίτικων», «βαλκανικών» κλπ.) στοιχείων. Ο λόγος αυτός αμβλύνθηκε κάπως στη δεκαετία του 2000, όταν η άνοδος του βιοτικού επιπέδου και η υιοθέτηση του ευρώ δημιούργησαν την αίσθηση της ταύτισης με την Δ. Ευρώπη, ειδικά σε σχέση με το χάσμα που χώριζε τις χώρες της Ευρωζώνης από τις πρώην κομμουνιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Όλα αυτά μέχρι το 2009… Από τότε ο βραχύβιος μύθος της ισχυρής Ελλάδας αντικαταστάθηκε από έναν νέο αρνητικό λόγο με έντονα ηθικολογικά στοιχεία: η Ελλάδα ήταν μια αποτυχημένη χώρα, που είχε εξαπατήσει τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες και λαθραία είχε ενταχθεί στο κλαμπ των ισχυρών της Ευρώπης. Η Ελλάδα, για άλλη μια φορά, δεν ήταν μια αρκετά ευρωπαϊκή χώρα και εάν ήθελε να παραμείνει στην ευρωπαϊκή «οικογένεια» θα έπρεπε να τεθεί υπό καθεστώς επιτήρησης και τιμωρίας.Η Ελλάδα τελεί υπό την επιτήρηση της τρόικας με την κυριολεκτική έννοια του όρου: η κοινωνία, τα κόμματα, ο κρατικός μηχανισμός παρακολουθούνται διαρκώς, οι αντιδράσεις τους αναλύονται, γίνονται υποδείξεις και ωμές παρεμβάσεις, ο βαθμός συμμόρφωσης αξιολογείται. Από αυτή τη σκοπιά οι αντιδράσεις των εργαζομένων, οι απεργίες, οι διαδηλώσεις είναι ενδείξεις ότι η κοινωνία δεν συμμορφώνεται. Σε αυτό το καθεστώς επιτήρησης οι νέοι παιδονόμοι των εγχώριων μέσων μαζικής ενημέρωσης αναλαμβάνουν να πειθαρχήσουν τις «άτακτες» κοινωνικές ομάδες υπενθυμίζοντάς τους ότι επιτηρούνται όχι από την τρόικα (όπως όντως συμβαίνει) αλλά γενικά από την «Ευρώπη» — μια «Ευρώπη» η οποία μένει πάντα απροσδιόριστη αλλά έχει, υποτίθεται, ενιαία επικριτική στάση απέναντι στις κοινωνικές αντιδράσεις που προκαλεί η μνημονιακή πολιτική στην Ελλάδα. Η «Ευρώπη», το «εξωτερικό» μετατρέπονται σε έναν αόρατο φορέα ηθικού ελέγχου της ελληνικής κοινωνίας, στον οποίο αυτή οφείλει να λογοδοτεί, ή, ακόμη προτιμότερο, τον οποίο οφείλει να λάβει υπόψη της πριν δράσει. Η πειθάρχηση, άλλωστε, γίνεται αποτελεσματική μόνο στο βαθμό που εσωτερικεύεται από το υποκείμενο. Με αυτό τον τρόπο, η «Ευρώπη» αναγορεύεται όχι απλώς σε παράδειγμα αλλά σε ένα είδος Υπερεγώ για την ελληνική κοινωνία.

Οι αυτόκλητοι παιδονόμοι των δελτίων ειδήσεων και των επιφυλλίδων έχουν αναλάβει να υποδείξουν στην ελληνική κοινωνία που ακόμη δεν έχει «ενηλικιωθεί» πώς θα πρέπει να αντιδρά, τι αιτήματα πρέπει να έχει, τι δεν θα πρέπει να κάνει, κατανέμοντας ρόλους σε αυτό που μεταφορικά αποκαλούνευρωπαϊκή «οικογένεια». Βέβαια, εάν για κάποιους η Ελλάδα είναι το «κακομαθημένο παιδί» της ευρωπαϊκής «οικογένειας», αυτός που δεν κατονομάζεται είναι εκείνος που αντιπροσωπεύει την εξουσία του πατέρα, όπως συμβαίνει σε κάθε καλή, παραδοσιακή οικογένεια. Μια εξουσία, ως γνωστόν, την οποία ούτε μπορούμε ούτε πρέπει να την αμφισβητούμε, τουλάχιστον μέχρι την ενηλικίωσή μας, αλλά να τη φοβόμαστε. Επιστρέφοντας στις οικείες αναμνήσεις, το επιχείρημα «τι θα πει η γειτονιά» δεν ήταν απλώς ένας τρόπος δημιουργίας ενοχών, αλλά ο προάγγελος της απειλής: «Θα σε διώξω από το σπίτι». Αυτό που ξεχνούν οι αυτόκλητοι παιδονόμοι είναι ότι πολλές φορές οι νέοι και οι νέες, μην αντέχοντας άλλο τις ταπεινώσεις και τις τιμωρίες επέλεγαν οι ίδιοι να εγκαταλείψουν την πατρική εστία…

Ο Πολυμέρης Βόγλης διδάσκει σύγχρονη Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας

http://enthemata.wordpress.com