Τους βλέπω σχεδόν κάθε μέρα στο δρόμο, στη γειτονιά μου. Πάνε συνήθως δυό-δυό, αλλά δεν είναι Χιώτες, σίγουρα. Και σίγουρα, έτσι ακριβώς γυρνάνε σε όλες τις γειτονιές. Είναι κάτι ταλαιπωρημένα μελαμψά παιδιά, που σέρνουν ένα καρότσι από σούπερ μάρκετ, γεμάτο παλιοσίδερα. Κάθιδροι, κουρασμένοι, σπρώχνουν το καρότσι, που δεν οδηγείται και εύκολα όπως πολύ καλά ξέρουμε όλοι εμείς που καταναλώνουμε.
Ψάχνουν τους κάδους των σκουπιδιών, στους ατέλειωτους δρόμους της πρωτεύουσας, μες στο μεσημέρι, με τον ήλιο να καίει, γιατί το πρωί δεν υπάρχει εμπόρευμα. Ανακατεύουν τα σκουπίδια και όπου βρίσκουν «εμπόρευμα», το μαζεύουν. Σπασμένες σχάρες μπάρμπεκιου, κρεμάστρες μεταλλικές που έχουν στραβώσει, σκάλες με σπασμένα σκαλοπάτια, ξεχαρβαλωμένα καλοριφέρ και όποια μεταλλική σαβούρα μπορεί να φανταστεί κανείς, που ξεφορτώνεται η καταναλωτική κοινωνία.
Ήμουν μέσα στο ψιλικατζίδικο όταν μπήκε ο ένας από τους δύο, κρατώντας έναν ανεμιστήρα. Ο μαγαζάτορας, τον κοίταξε με χαλασμένη μούρη. «Δεν έχουμε!» του λέει, πριν προλάβει να πει τίποτα. «Όχι κύριο, ντεν τέλει…» του λέει. «Εγκώ ντώσει εσένα αυτό, άμα ντουλεύει να βάλεις. Εγκώ ντεν έκει μπρίζα…»
Α, έτσι, αλλάζει το πράγμα. Πήρε τον ανεμιστήρα χωρίς λέξη, τον έβαλε στη μπρίζα, είδε ότι ήταν χαλασμένος. «Πάρε την παλιατζουρία σου ρε και δίνε του από δω. Άμα ήταν καλός θα τον πετάγανε για να τον μαζέψεις εσύ; Άντε!»
«Γκειά σου», λέει ο νεαρός, παίρνει τον ανεμιστήρα και φεύγει.
Οι άνθρωποι που ρίχνουν στο καρότσι τους τα μέταλλα των σκουπιδιών και ζουν από αυτά, είναι εν αγνοία τους, οι οικολόγοι της Αθήνας. Είναι οι ηρωικές φιγούρες της πόλης. Κάνουν τη δουλειά που έπρεπε να κάνουμε εμείς, οι πολίτες, ή η Τοπική Αυτοδιοίκηση, καθαρίζοντας τα υλικά και συλλέγοντας τα πεταμένα μέταλλα, τους σπασμένους ανεμιστήρες, τις άχρηστες καφετιέρες. Είναι προσφυγάκια, κυρίως από το Πακιστάν, γιατί όπως έμαθα έχουν ξεχωρισμένους τομείς. Οι Πακιστανοί μέταλλα, άλλοι γυαλιά, άλλοι χαρτόνια… Και εδώ που τα λέμε, καλύτερα που αδρανούν οι Δήμοι, που αδιαφορούμε εμείς οι ίδιοι, πετώντας ό,τι δεν μας χρειάζεται όπου βρούμε. Είναι η μοναδική περίπτωση ωχαδερφισμού και αδιαφορίας, που δίνει δουλειά σε ανθρώπους που πεινάνε, που γυρνάνε στους δρόμους όλη μέρα για ένα αμφίβολο μεροκάματο! Αυτοί οι άνθρωποι, εξ ανάγκης βέβαια, αλλά δεν έχει σημασία, έχουν γίνει η… οικολογική μας συνείδηση.
Ελένη Αποστολοπούλου
Ψάχνουν τους κάδους των σκουπιδιών, στους ατέλειωτους δρόμους της πρωτεύουσας, μες στο μεσημέρι, με τον ήλιο να καίει, γιατί το πρωί δεν υπάρχει εμπόρευμα. Ανακατεύουν τα σκουπίδια και όπου βρίσκουν «εμπόρευμα», το μαζεύουν. Σπασμένες σχάρες μπάρμπεκιου, κρεμάστρες μεταλλικές που έχουν στραβώσει, σκάλες με σπασμένα σκαλοπάτια, ξεχαρβαλωμένα καλοριφέρ και όποια μεταλλική σαβούρα μπορεί να φανταστεί κανείς, που ξεφορτώνεται η καταναλωτική κοινωνία.
Ήμουν μέσα στο ψιλικατζίδικο όταν μπήκε ο ένας από τους δύο, κρατώντας έναν ανεμιστήρα. Ο μαγαζάτορας, τον κοίταξε με χαλασμένη μούρη. «Δεν έχουμε!» του λέει, πριν προλάβει να πει τίποτα. «Όχι κύριο, ντεν τέλει…» του λέει. «Εγκώ ντώσει εσένα αυτό, άμα ντουλεύει να βάλεις. Εγκώ ντεν έκει μπρίζα…»
Α, έτσι, αλλάζει το πράγμα. Πήρε τον ανεμιστήρα χωρίς λέξη, τον έβαλε στη μπρίζα, είδε ότι ήταν χαλασμένος. «Πάρε την παλιατζουρία σου ρε και δίνε του από δω. Άμα ήταν καλός θα τον πετάγανε για να τον μαζέψεις εσύ; Άντε!»
«Γκειά σου», λέει ο νεαρός, παίρνει τον ανεμιστήρα και φεύγει.
Οι άνθρωποι που ρίχνουν στο καρότσι τους τα μέταλλα των σκουπιδιών και ζουν από αυτά, είναι εν αγνοία τους, οι οικολόγοι της Αθήνας. Είναι οι ηρωικές φιγούρες της πόλης. Κάνουν τη δουλειά που έπρεπε να κάνουμε εμείς, οι πολίτες, ή η Τοπική Αυτοδιοίκηση, καθαρίζοντας τα υλικά και συλλέγοντας τα πεταμένα μέταλλα, τους σπασμένους ανεμιστήρες, τις άχρηστες καφετιέρες. Είναι προσφυγάκια, κυρίως από το Πακιστάν, γιατί όπως έμαθα έχουν ξεχωρισμένους τομείς. Οι Πακιστανοί μέταλλα, άλλοι γυαλιά, άλλοι χαρτόνια… Και εδώ που τα λέμε, καλύτερα που αδρανούν οι Δήμοι, που αδιαφορούμε εμείς οι ίδιοι, πετώντας ό,τι δεν μας χρειάζεται όπου βρούμε. Είναι η μοναδική περίπτωση ωχαδερφισμού και αδιαφορίας, που δίνει δουλειά σε ανθρώπους που πεινάνε, που γυρνάνε στους δρόμους όλη μέρα για ένα αμφίβολο μεροκάματο! Αυτοί οι άνθρωποι, εξ ανάγκης βέβαια, αλλά δεν έχει σημασία, έχουν γίνει η… οικολογική μας συνείδηση.
Ελένη Αποστολοπούλου