Σάββατο 6 Ιουλίου 2013

Γιατί δεν καταθέσαμε πόρισμα για τη λίστα Λαγκάρντ


Συνέντευξη του Θεόδωρου Δρίτσα, βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ και μέλους της προανακριτικής επιτροπής για τη λίστα Λαγκάρντ, στη Mail και τον Θάνο Σιαφάκα

Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατέθεσε πόρισμα για τη λίστα Λαγκάρντ; Επέλεξε μια διαδικασία που δεν είθισται. Μήπως αυτό δημιουργεί μια απαξία στη διερεύνηση της υπόθεσης της λίστας Λαγκάρντ;

Ευτυχώς δεν είθισται. Αντίθετα, η στάση μας θα ενισχύσει το κύρος αυτών των διαδικασιών, και άρα τη διερεύνηση της λίστας Λαγκάρντ. Υπάρχει μια παράδοση στις επιτροπές προανακριτικού χαρακτήρα στη Βουλή, να τελειώνουν με τη λογική ότι το ένα κόμμα καταθέτει ένα πόρισμα, το άλλο κόμμα καταθέτει ένα άλλο πόρισμα και ούτω καθεξής, ενώ τελικά υπάρχουν 3-4 διαφορετικά πορίσματα. Αυτό είναι απαράδεκτο. Όσο και αν είναι αντιφατική η ρύθμιση, συνταγματική και νομική, σχετικά με την έρευνα ποινικών ευθυνών για πρώην ή νυν υπουργούς, οι βουλευτές δεν παύουν να είναι ρητά και κατηγορηματικά δεσμευμένοι να λειτουργήσουν ως οιονεί ανακριτές.

Από αυτή την άποψη, δεν νοείται να τελειώνει η διαδικασία χωρίς την, εν συνεδριάσει, διαβούλευση των πορισματικών απόψεων ή των προτάσεων καθενός συμμετέχοντος. Έτσι διαμορφώνεται η πλειοψηφία και η μειοψηφία. Έτσι αιτιολογείται η στάση απέναντι στα διάφορα ζητήματα. Έτσι είναι αδιάβλητη και με κύρος, η όποια απόφαση. Διαφορετικά, είναι διαβλητή, ενώ ίσως ανοίγει το δρόμο για αξιοποίηση από τα ελεγχόμενα πρόσωπα, προς την κατεύθυνση της ακύρωσής της. Αυτά τα είδαμε πάρα πολλές φορές, γι’ αυτό διεκδικήσαμε η επιτροπή να συνεχίσει τις εργασίες της. Μπορεί να κηρύχτηκε λήξη των εργασιών τής επιτροπής από τον πρόεδρό της και από την πλειοψηφία, όμως η επιτροπή δεν έχει ολοκληρώσει το έργο της. Εκκρεμούν θέματα, επειδή ομόφωνα τα έχει αποφασίσει η επιτροπή, και έχει ζητήσει στοιχεία για σοβαρότατα ζητήματα, τα οποία δεν έχουν έρθει ακόμα. Πέρα από αυτό, ακόμα και αν κάποιος πει ότι αυτά τα στοιχεία θα έρθουν μετά, ας τελειώνουμε, πράγμα που δεν είναι σωστό, η τελική διαβούλευση θα έπρεπε να γίνει. Δεν παρουσιάστηκε καν πόρισμα. Αυτό που εμφανίζεται ως πόρισμα της πλειοψηφίας δεν είναι από την επιτροπή. Δεν ψηφίστηκε πόρισμα, γνωστό στην επιτροπή. Υποτίθεται ότι ήταν γνωστό στα μέλη της πλειοψηφίας, σε εξωθεσμική λειτουργία, λειτουργία παρασυναγωγής. Η στάση του ΣΥΡΙΖΑ έχει πολύ σημαντική βαρύτητα. Γι’ αυτό επιμένουμε και γι’ αυτό δεν έχουμε καταθέσει πόρισμα. Δεν καταθέσαμε πόρισμα, αλλά έκφραση γνώμης. Θα ζητήσουμε, έστω και την ύστατη ώρα, από τον πρόεδρο της επιτροπής, όπως ζητήσαμε και από τον πρόεδρο της Βουλής, να δεχθούν το αίτημα που θέσαμε στη συνέντευξη τύπου που δώσαμε, να υπάρξει καταληκτική συνεδρίαση της επιτροπής, μια δημόσια διαδικασία συζήτησης των πορισματικών θέσεων, απόψεων και προτάσεων όλων των μελών της, ως οιονεί δικαστών.

Άρα, είναι άκυρη η διαδικασία που έχει επιλέξει η πλειοψηφία;

Δεν είναι ο ρόλος μας να πούμε αν είναι άκυρη ή όχι. Ο ρόλος μας είναι να επισημάνουμε ότι όταν δεν καλύπτονται οι διαδικασίες, με απόλυτα τεκμηριωμένο και σωστό τρόπο, μπορεί να δώσουν επιχειρήματα και δυνατότητες σε ελεγχόμενα πρόσωπα.

Ποια είναι τα εγκλήματα που προέκυψαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας;

Από την αρχή είχαμε διαφοροποιηθεί στην κατηγορία της νόθευσης, θεωρώντας ότι δεν στοιχειοθετείται εκ του προκειμένου, διότι δεν έχουμε το πρωτότυπο έγγραφο, το CD, για να δούμε αν αυτό νοθεύτηκε ή όχι. Έχουμε, όμως, ισχυρές ενδείξεις διάπραξης του αδικήματος της πλαστογραφίας και της μεταφοράς αυτού του αρχείου από το CD σε ένα USΒ. Αυτή η διαφορά είναι σημαντική, γιατί τεκμηριώνει με ορθότερο τρόπο και πλέον ισχυρό, την κατηγορία, ενώ η άλλη κατηγορία είναι κατηγορία που καταπίπτει εύκολα. Ταυτόχρονα, είναι η κατηγορία που έχει αναλογία με τον τρόπο που χειρίστηκε το ίδιο USB ο κ. Βενιζέλος. Με αυτή την έννοια κάνει γέφυρα. Αυτό δεν το ήθελαν, όμως δεν είναι νομική προσέγγιση ούτε προσέγγιση ευθύνης. Είναι προσέγγιση πολιτικής σκοπιμότητας, όταν τα πράγματα σιωπούν. Έτσι ήρθε στη Βουλή η δικογραφία, με το προς διερεύνηση αδίκημα της υπεξαγωγής.

Υπήρξαν ποινικές ευθύνες, κατά την κρίση σας, και για τον κ. Βενιζέλο, οι οποίες συγκαλύφθηκαν;

Προφανέστατα. Αυτές ισχυροποιήθηκαν. Για εμάς, υπήρχαν οι ενδείξεις και γι’ αυτό προτείναμε στην ολομέλεια τη σύσταση επιτροπής διερεύνησης ενδεχομένων αδικημάτων, από τον κ. Βενιζέλο. Αυτό δεν έγινε δεκτό, όμως η λειτουργία της επιτροπής, όλους αυτούς τους μήνες ισχυροποίησε πάρα πολύ και τις ενδείξεις, για τον κ. Παπακωνσταντίνου, και τις ενδείξεις για τον κ. Βενιζέλο. Πρόκειται για ενδείξεις για σειρά αδικημάτων. Αυτή είναι η δεύτερη δική μας στάση. Στον κ. Παπακωνσταντίνου, λέμε ότι θα πρέπει να ασκηθεί ποινική δίωξη από την ολομέλεια της Βουλής, ως προς το αδίκημα της υπεξαγωγής, που δεν περιλαμβάνεται στην πρόταση της πλειοψηφίας, ως προς το αδίκημα της απιστίας που περιλαμβάνεται, και ως προς το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος, το οποίο είναι πλημμεληματικού χαρακτήρα, συνοδευτικό και επικουρικό. Στην πρόταση της πλειοψηφίας δεν υπάρχει τίποτα για τον κ. Βενιζέλο, ή έστω η εξαγωγή κάποιων συμπερασμάτων που θα έπρεπε να τεθούν υπ’ όψη της ολομέλειας της Βουλής και των βουλευτών, σχετικά με το τι προέκυψε ως προς τον κ. Βενιζέλο. Το ότι η επιτροπή δεν είχε την εντολή από την ολομέλεια να εξετάσει ζητήματα σχετικά με τον κ. Βενιζέλο δεν σημαίνει τίποτα. Αναγκαστικά, ακόμα και αν δεν επέμενε ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και άλλοι βουλευτές να ελεγχθούν όλα αυτά, ήταν υποχρέωση της επιτροπής να ελέγξει συνολικά όλη αυτήν την περίοδο, ώστε να δει σε τι πλαίσιο εντάσσονται οι ευθύνες του κ. Παπακωνσταντίνου. Ακόμα και μόνο γι’ αυτό το λόγο, τίθεται υπό έλεγχο και η περίοδος διαχείρισης από τον κ. Βενιζέλο. Για εμάς είναι βέβαιο ότι υπάρχει θέμα ευθυνών του κ. Βενιζέλου, θέμα για το οποίο θα πρέπει να διερευνηθούν τυχόν ποινικές ευθύνες. Σε μια τέτοια συζήτηση, κανονικά, η επιτροπή μπορεί να προχωρήσει σε διατύπωση γνώμης ή κοινοποίηση των δεδομένων.

Στο επίπεδο πολιτικών ευθυνών ποιο είναι το συμπέρασμά σας;

Τα ζητήματα είναι τεράστια, και είναι ένας από τους στόχους της δουλειάς που κάναμε. Δεν μπορούμε να μείνουμε στο αν ο κ. Παπακωνσταντίνου, ή ο κ. Βενιζέλος ή οποιοδήποτε άλλο πολιτικό πρόσωπο έχει ποινικές ευθύνες. Έχουμε μια ιδιοκτησιακή αντίληψη του κράτους, αποδεδειγμένη, διαχρονική, αναπαραγόμενη, επαναλαμβανόμενη, και ένα ζήτημα τεραστίων διαστάσεων προφανούς, ταξικής ίσως, μεροληψίας υπέρ κάποιων εισοδηματιών, για τους οποίους δεν κινείται η διαδικασία βεβαίωσης των φόρων που τους αναλογούν. Αντίθετα, υπάρχει συστηματική τάση προστασίας τους και απαλλαγής τους από τους φόρους που υποχρεούνται να καταβάλλουν στο ελληνικό δημόσιο. Αυτό το ζήτημα, στις συνθήκες της κρίσης που ζούμε και της επιβολής στην πλειοψηφία του ελληνικού τόσο βαριών συνεπειών, από τα μέτρα που λαμβάνονται στα πλαίσια του μνημονίου, πρόκειται για μια πρόκληση τεραστίων διαστάσεων, η οποία δεν μπορεί να γίνει ανεκτή. Δεν αφορά την περίοδο του κ. Παπακωνσταντίνου και του κ. Βενιζέλου, αλλά πάει πολύ πιο πίσω. Το κυριότερο, όμως, που πρέπει να επισημάνουμε είναι ότι συνεχίζεται και στις μέρες μας. Από τη λίστα Λαγκάρντ δεν έχει βεβαιωθεί, μέχρι στιγμής, ούτε ένα ευρώ, ακόμα και κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης Σαμαρά. Μάλιστα, όχι μόνο από τη λίστα Λαγκάρντ, αλλά πολύ φοβάμαι από όλες τις λίστες που έχουν τεθεί στον έλεγχο του ΣΔΟΕ και άλλων υπηρεσιών. Δεν είναι τυχαία η παρέμβαση του πρωθυπουργού του Λουξεβούργου, του κ. Γιούνκερ, που είπε ότι τώρα ξύπνησαν οι άνθρωποι του υπουργείου Οικονομικών, μετά τη δήλωση που εξέθετε πλήρως τους Έλληνες πολιτικούς. Τώρα θυμήθηκαν να κινήσουν τη διαδικασία για τη λίστα. Συνεχίζεται αυτό το σκάνδαλο της μεροληπτικής στάσης και προστασίας εισοδηματιών, μάλιστα με πολύ υψηλά εισοδήματα. Αυτά είναι δύο πολύ σοβαρά ζητήματα. Δεν μπορεί η πολιτική ηγεσία, οι υπουργοί, να θεωρούν το κράτος φέουδο. Το κράτος δεν είναι ιδιοκτησία τους. Λέμε για την κυρία Μέρκελ, για τους Γερμανούς, για τους Ευρωπαίους, όμως μέσα από τη διαδικασία της επιτροπής της λίστας Λαγκάρντ ενημερωθήκαμε ότι στο γραφείο της καγκελαρίου της Γερμανίας πρωτοκολλώνται ακόμα και τα SMS. Υπάρχουν υποκλοπές, μυστικές υπηρεσίες, χίλια δύο άλλα πράγματα, όμως τουλάχιστον για τα θέματα που διαχειρίζεται κάθε υπουργός και πρωθυπουργός, δεν μπορεί να έχει ατομικά πρωτόκολλα ή καθόλου πρωτόκολλα. Ακόμα και τα ατομικά πρωτόκολλα που προβλέπονται είναι επίσημα πρωτόκολλα που δεν ανήκουν στην αυθαίρετη δικαιοδοσία του κάθε υπουργού.

Θα χαρακτηρίζατε την επιτροπή Λαγκάρντ ως επιτροπή συγκάλυψης; Είπατε ότι ο φόβος αποκάλυψης της αλήθειας υπερίσχυσε του καθήκοντος διερεύνησης της αλήθειας.

Είναι σαφέστατο. Αυτή η επιτροπή, από την πλευρά των μελών που συγκρότησαν την πλειοψηφία, ενοχλείτο συστηματικά από κάθε προσπάθεια διεύρυνσης της διερεύνησης. Είχε ένα στόχο, να επιβεβαιώσει την αρχική πολιτική επιλογή. Βρέθηκε στα δύσκολα όταν ήρθε το έγγραφο από τη Γαλλία που εξέθεσε τον πρέσβη, κ. Χαλαστάνη, και τον κ. Πλασκοβίτη. Εκεί πια υπήρξε η κίνηση για να έρθουν, σε ένα βαθμό, με τα νερά του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή να αποδεχθούν την κατηγορία της απιστίας, την οποία εμείς είχαμε προτείνει εξαρχής. Υπήρχαν στοιχεία που αναφέρονταν σε αυτού του είδους τη διαχείριση, βάσιμες υποψίες που συγκροτούσαν, σε εκείνη τη φάση, το αναγκαίο υλικό για να κάνει κανείς πρόταση σύστασης προανακριτικής επιτροπής. Τότε, μόνο τότε, έκαναν μια παραχώρηση προς τις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ.

Τι θα ψηφίσετε στην ολομέλεια;

Προφανώς σε ό,τι αφορά ζητήματα που συνδέονται και με τις δικές μας προτάσεις θα κάνουμε τα πάντα για να υπάρξει συνέχιση, σε όλη αυτή την υπόθεση. Δεν θα την αφήσουμε έτσι.

Θα ψηφίσετε την παραπομπή του υπουργού;

Αυτό το έχουμε δηλώσει από την αρχή. Όμως, θα ψηφίσουμε για τις κατηγορίες που θεωρούμε ότι όντως είναι στοιχειοθετημένες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου