ΖΟΥΓΚΛΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΑΓΡΙΑ ΘΗΡΙΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΑΓΡΙΟΣ ΦΑΣΙΣΜΟΣ-2
του Δημήτρη Χριστόπουλου
Θέλει σκέψη αν χρειάζεται κανείς να επιχειρηματολογήσει ορθολογικά εναντίον του Μ. Τριανταφυλλόπουλου. Από τη μια πλευρά παρέλκει, διότι το αίσχος ξεχειλίζει· από την άλλη όμως είναι αναγκαίο. Διότι αυτός ο «κίτρινος τύπος» δεν ήταν μόνος του, ούτε ακριβώς τηλεοπτικό υποπροϊόν. Από την εκπομπή του έχουν σουλατσάρει πολλά και υψηλόβαθμα πολιτικά στελέχη, αριστεροί και δεξιοί. Κάποιοι έπιασαν στασίδι εκεί. Αριστεροί και δεξιοί. Κάπως δημιουργήθηκε ο «Μάκης» στον ιδιωτικό τηλεοπτικό ορίζοντα της δεκαετίας του ’90. Ο «Μάκης» έγινε, δεν γεννήθηκε. Ας το σκεφτούνε αυτό όποιοι κάθονταν συστηματικά στις καρέκλες του, καθώς και όσοι συνεχίσουν, στις καρέκλες της Ζούγκλας κι άλλων ανάλογων, σήμερα…
Θα επιχειρήσω, λοιπόν, με σχετική ψυχραιμία –όση μπορεί να μείνει μέσα στον αποτροπιασμό– να αναδείξω μέχρι πού μπορεί να είναι θεμιτή η αναφορά στην ιδιωτική ζωή ενός δημοσίου προσώπου.
Κάποιος μου έστειλε προσωπικά το ακόλουθο μήνυμα σε ανάρτησή μου στο facebook: «Κόπτεσαι εναντίον του Μάκη, γιατί αδειάζει το πουλέν σας. Όταν βγήκε το βίντεο του Κασιδιάρη με Μπαλτάκο άλλα έλεγες. Τώρα λες για προσωπικά δεδομένα και τέτοια…». Πράγματι, όταν είχε βγει το εν λόγω βίντεο είχα γράψει ότι «ως πολίτες αυτού του τόπου, έχουμε κάθε δικαίωμα να ξέρουμε πώς ασκεί τα υπηρεσιακά του καθήκοντα ο γενικός γραμματέας της κυβέρνησης, και μάλιστα σε ένα τόσο ευαίσθητο για τη δημοκρατία ζήτημα. Ακόμη και με candid camera» («Η εισαγγελέας και το παγκάρι», Η Αυγή, 13.4.2014: goo.gl/B9zlmn).
Οι δύο περιπτώσεις, ωστόσο, έχουν τη σχέση του φάντη με το ρετσινόλαδο. Η κρίσιμη διαφορά που μας κάνει να δεχόμαστε το ένα βίντεο και να μην ανεχόμαστε το άλλο δεν είναι ότι συμπαθούμε τον έναν και αντιπαθούμε τον άλλον. Η διαφορά είναι ότι στη μια περίπτωση έχουμε να κάνουμε με καθήκοντα μέσα στο πλαίσιο της άσκησης δημόσιας εξουσίας, χωρίς τίποτα ιδιωτικό, ενώ στην άλλη καθαρά με την ιδιωτική ζωή. Βέβαια, σε κάποιες οριακές περιπτώσεις, τίθεται το ερώτημα εάν η ιδιωτική ζωή ενός δημοσίου προσώπου μπορεί να μην τύχει του αντίστοιχου σεβασμού με αυτήν ενός ανωνύμου, υπό την εξαιρετικά αυστηρή προϋπόθεση ότι τυχόν «αποκαλύψεις» σχετικά με το πρόσωπο αυτό αναδεικνύουν τη βαθιά υποκρισία των δημοσίων λεγομένων του. Θα μπορούσε, λ.χ., οριακά να γίνει ανεκτή η αποκάλυψη ότι ένα δημόσιο πρόσωπο που συστηματικά εκφέρει ακραίο ομοφοβικό λόγο είναι ομοφυλόφιλος; Θα μπορούσε επίσης να γίνει δεκτή η αποκάλυψη ότι κάποιος που ζητά τη διαπόμπευση των χρηστών ελαφρών ναρκωτικών ουσιών, στρίβει συστηματικά τρίφυλλα με την παρέα του; Πρέπει να το σταθμίσουμε. Πάντα όμως χωρίς την υποστήριξη οπτικοακουστικού υλικού: άλλο είναι η αποκάλυψη μιας ιδιωτικής στιγμής που άπτεται του δημοσίου συμφέροντος, και άλλο ο σκανδαλισμός και η εκμαίευση των ευτελέστερων συναισθημάτων του κοινού.
Η όλη συζήτηση περί ιδιωτικότητας και ευαίσθητων δεδομένων είναι απαραίτητη ώστε να αποφύγουμε δύο κινδύνους. Από τη μια, την υποκριτική πολιτική ορθότητα και την τυπολατρική προσήλωση στα «προσωπικά δεδομένα»: να μη μιλάμε για τίποτε, επειδή όλα είναι, με τον τρόπο τους, ιδιωτικά και να προσποιούμαστε ότι δεν έχουν ενδιαφέρον επειδή δεν γίνονται στον δημόσιο χώρο. Τότε θα έπρεπε αυτιστικά να κλείσουμε τα αυτιά μας στο βίντεο με τον Κασιδιάρη και πρώην γ.γ. της κυβέρνησης. Δεν το κάναμε, και σωστά, παρά το ότι η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, στο όνομα πολιτικών σκοπιμοτήτων και ενός κακώς νοούμενου κομφορμισμού προστασίας προσωπικών δεδομένων, μας το ζήτησε.
Εδώ όμως έχουμε μόνο έναν εκβιαστή που μας δοκιμάζει. Δοκιμάζει τις αντοχές μας, τον εθισμό μιας κοινωνίας στην έξη και στη διαπόμπευση. Εκεί ποντάρει, εκεί έχει κερδίσει, εκεί πιθανώς και να χάσει… Όσο τον δεχόμαστε, η ζούγκλα του θα νικάει την πολιτική μας κοινότητα. Φτάνει πια. Να τελειώνουμε. Όχι μόνο όταν διασύρονται οι άνθρωποί μας, αλλά και οι πολιτικοί μας αντίπαλοι. Εκεί θα δοκιμάσουμε την ειλικρίνειά μας, τη δύναμή μας να τελειώνουμε με τους ανθρωποφάγους. Να εξαντλήσουμε τις έννομες δυνατότητες μας, να επιχειρήσουμε να μπει μια τάξη στην απόλυτη ανομία του ιδιωτικού ραδιοτηλεοπτικού πεδίου, πιέζοντας ως αντιπολίτευση και υλοποιώντας αποφασιστικά επεξεργασμένες προτάσεις ως κυβέρνηση. Διότι η ζούγκλα της εκπομπής του ανθεί μέσα σε μια ευρύτερη ζούγκλα όλου του πεδίου των συχνοτήτων.
Και μέχρι τότε κυρίως, να μην ξαναεμφανιστεί κανείς μας στις εκπομπές αυτές. Δεν είναι μόνο ο «Μάκης»… Είναι και άλλα δισύλλαβα οικεία ονόματα των οποίων την αγοραία αντιμνημονιακή ρητορεία απολαμβάνουν ακόμη πολλοί στα αριστερά καφενεία.
Τους ξέρουμε. Έτσι δεν είναι;
Πηγη:http://enthemata.wordpress.com
του Δημήτρη Χριστόπουλου
Θέλει σκέψη αν χρειάζεται κανείς να επιχειρηματολογήσει ορθολογικά εναντίον του Μ. Τριανταφυλλόπουλου. Από τη μια πλευρά παρέλκει, διότι το αίσχος ξεχειλίζει· από την άλλη όμως είναι αναγκαίο. Διότι αυτός ο «κίτρινος τύπος» δεν ήταν μόνος του, ούτε ακριβώς τηλεοπτικό υποπροϊόν. Από την εκπομπή του έχουν σουλατσάρει πολλά και υψηλόβαθμα πολιτικά στελέχη, αριστεροί και δεξιοί. Κάποιοι έπιασαν στασίδι εκεί. Αριστεροί και δεξιοί. Κάπως δημιουργήθηκε ο «Μάκης» στον ιδιωτικό τηλεοπτικό ορίζοντα της δεκαετίας του ’90. Ο «Μάκης» έγινε, δεν γεννήθηκε. Ας το σκεφτούνε αυτό όποιοι κάθονταν συστηματικά στις καρέκλες του, καθώς και όσοι συνεχίσουν, στις καρέκλες της Ζούγκλας κι άλλων ανάλογων, σήμερα…
Θα επιχειρήσω, λοιπόν, με σχετική ψυχραιμία –όση μπορεί να μείνει μέσα στον αποτροπιασμό– να αναδείξω μέχρι πού μπορεί να είναι θεμιτή η αναφορά στην ιδιωτική ζωή ενός δημοσίου προσώπου.
Κάποιος μου έστειλε προσωπικά το ακόλουθο μήνυμα σε ανάρτησή μου στο facebook: «Κόπτεσαι εναντίον του Μάκη, γιατί αδειάζει το πουλέν σας. Όταν βγήκε το βίντεο του Κασιδιάρη με Μπαλτάκο άλλα έλεγες. Τώρα λες για προσωπικά δεδομένα και τέτοια…». Πράγματι, όταν είχε βγει το εν λόγω βίντεο είχα γράψει ότι «ως πολίτες αυτού του τόπου, έχουμε κάθε δικαίωμα να ξέρουμε πώς ασκεί τα υπηρεσιακά του καθήκοντα ο γενικός γραμματέας της κυβέρνησης, και μάλιστα σε ένα τόσο ευαίσθητο για τη δημοκρατία ζήτημα. Ακόμη και με candid camera» («Η εισαγγελέας και το παγκάρι», Η Αυγή, 13.4.2014: goo.gl/B9zlmn).
Οι δύο περιπτώσεις, ωστόσο, έχουν τη σχέση του φάντη με το ρετσινόλαδο. Η κρίσιμη διαφορά που μας κάνει να δεχόμαστε το ένα βίντεο και να μην ανεχόμαστε το άλλο δεν είναι ότι συμπαθούμε τον έναν και αντιπαθούμε τον άλλον. Η διαφορά είναι ότι στη μια περίπτωση έχουμε να κάνουμε με καθήκοντα μέσα στο πλαίσιο της άσκησης δημόσιας εξουσίας, χωρίς τίποτα ιδιωτικό, ενώ στην άλλη καθαρά με την ιδιωτική ζωή. Βέβαια, σε κάποιες οριακές περιπτώσεις, τίθεται το ερώτημα εάν η ιδιωτική ζωή ενός δημοσίου προσώπου μπορεί να μην τύχει του αντίστοιχου σεβασμού με αυτήν ενός ανωνύμου, υπό την εξαιρετικά αυστηρή προϋπόθεση ότι τυχόν «αποκαλύψεις» σχετικά με το πρόσωπο αυτό αναδεικνύουν τη βαθιά υποκρισία των δημοσίων λεγομένων του. Θα μπορούσε, λ.χ., οριακά να γίνει ανεκτή η αποκάλυψη ότι ένα δημόσιο πρόσωπο που συστηματικά εκφέρει ακραίο ομοφοβικό λόγο είναι ομοφυλόφιλος; Θα μπορούσε επίσης να γίνει δεκτή η αποκάλυψη ότι κάποιος που ζητά τη διαπόμπευση των χρηστών ελαφρών ναρκωτικών ουσιών, στρίβει συστηματικά τρίφυλλα με την παρέα του; Πρέπει να το σταθμίσουμε. Πάντα όμως χωρίς την υποστήριξη οπτικοακουστικού υλικού: άλλο είναι η αποκάλυψη μιας ιδιωτικής στιγμής που άπτεται του δημοσίου συμφέροντος, και άλλο ο σκανδαλισμός και η εκμαίευση των ευτελέστερων συναισθημάτων του κοινού.
Η όλη συζήτηση περί ιδιωτικότητας και ευαίσθητων δεδομένων είναι απαραίτητη ώστε να αποφύγουμε δύο κινδύνους. Από τη μια, την υποκριτική πολιτική ορθότητα και την τυπολατρική προσήλωση στα «προσωπικά δεδομένα»: να μη μιλάμε για τίποτε, επειδή όλα είναι, με τον τρόπο τους, ιδιωτικά και να προσποιούμαστε ότι δεν έχουν ενδιαφέρον επειδή δεν γίνονται στον δημόσιο χώρο. Τότε θα έπρεπε αυτιστικά να κλείσουμε τα αυτιά μας στο βίντεο με τον Κασιδιάρη και πρώην γ.γ. της κυβέρνησης. Δεν το κάναμε, και σωστά, παρά το ότι η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, στο όνομα πολιτικών σκοπιμοτήτων και ενός κακώς νοούμενου κομφορμισμού προστασίας προσωπικών δεδομένων, μας το ζήτησε.
Εδώ όμως έχουμε μόνο έναν εκβιαστή που μας δοκιμάζει. Δοκιμάζει τις αντοχές μας, τον εθισμό μιας κοινωνίας στην έξη και στη διαπόμπευση. Εκεί ποντάρει, εκεί έχει κερδίσει, εκεί πιθανώς και να χάσει… Όσο τον δεχόμαστε, η ζούγκλα του θα νικάει την πολιτική μας κοινότητα. Φτάνει πια. Να τελειώνουμε. Όχι μόνο όταν διασύρονται οι άνθρωποί μας, αλλά και οι πολιτικοί μας αντίπαλοι. Εκεί θα δοκιμάσουμε την ειλικρίνειά μας, τη δύναμή μας να τελειώνουμε με τους ανθρωποφάγους. Να εξαντλήσουμε τις έννομες δυνατότητες μας, να επιχειρήσουμε να μπει μια τάξη στην απόλυτη ανομία του ιδιωτικού ραδιοτηλεοπτικού πεδίου, πιέζοντας ως αντιπολίτευση και υλοποιώντας αποφασιστικά επεξεργασμένες προτάσεις ως κυβέρνηση. Διότι η ζούγκλα της εκπομπής του ανθεί μέσα σε μια ευρύτερη ζούγκλα όλου του πεδίου των συχνοτήτων.
Και μέχρι τότε κυρίως, να μην ξαναεμφανιστεί κανείς μας στις εκπομπές αυτές. Δεν είναι μόνο ο «Μάκης»… Είναι και άλλα δισύλλαβα οικεία ονόματα των οποίων την αγοραία αντιμνημονιακή ρητορεία απολαμβάνουν ακόμη πολλοί στα αριστερά καφενεία.
Τους ξέρουμε. Έτσι δεν είναι;
Πηγη:http://enthemata.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου