της Σοφίας Βιδάλη
Το σχέδιο νόμου που ρυθμίζει για πολλοστή φορά τα του Ποινικού και Σωφρονιστικού Δικαίου συμπληρώνει και ολοκληρώνει μια διαδικασία αυταρχικοποίησης του ποινικοκατασταλτικού συστήματος, η οποία αποδιαρθρώνει πλήρως τη φιλελεύθερη εκδοχή του.
Αξιοποιώντας τη θέσπιση καταστημάτων κράτησης τύπου Γ, το νομοσχέδιο μετατρέπει τις φυλακές για βαρυποινίτες σε φυλακές υψίστης ασφάλειας. Εκεί θα τοποθέτούνται τρομοκράτες, προδότες της χώρας και επιβουλευόμενοι το πολίτευμα, όπως και ληστές, ανθρωποκτόνοι και εκβιαστές που εντάσσονται σε εγκληματική οργάνωση κατάδικοι ή υπόδικοι, που έχουν ποινή κατ’ ελάχιστο 10 χρόνια κάθειρξη. Εκεί θα τοποθετούνται επίσης και οι απείθαρχοι κρατούμενοι που έρχονται εκεί από άλλους τύπους καταστημάτων Α (π.χ. κρατούμενοι για χρέη ή υπόδικοι) ή Β (μικροεγκληματίες και βαρυποινίτες).
Το ζήτημα όμως δεν είναι (μόνον) η κατηγοριοποίηση των κρατουμένων, αλλά οι συνθήκες εγκλεισμού τους. Οι κρατούμενοι αυτοί θα έχουν μηδενική ή περιορισμένη δυνατότητα επικοινωνίας με τον έξω κόσμο και τους δικούς τους (εκτός από τους δικηγόρους τους), δεν θα παίρνουν άδειες, δεν θα τους χορηγείται η υπό όρους απόλυση (εκτός και αν έχουν εκτίσει 20 χρόνια πραγματικής ποινής), δεν θα τους χορηγείται ημιελεύθερη διαβίωση, ενώ δεν θα έχουν δικαίωμα να εργάζονται στη φυλακή (άρα και η φυλακή δεν θα είναι υποχρεωμένη να παρέχει θέσεις εργασίας σε αυτούς), αλλά θα μπορούν, από όσο καταλαβαίνω, να εργάζονται για λογαριασμό τους ή για λογαριασμό ιδιώτη (;). Ο ελάχιστος χρόνος που θα πρέπει καποιος να διανύει σε αυτά τα καταστήματα είναι 14 χρόνια με τις ανανεώσεις, ενώ στην πραγματικότητα δεν υπάρχει όριο.
Μέχρι εδώ το σχέδιο νόμου επιτελεί τρείς μεγάλες μεταρρυθμίσεις που αποδιαρθρώνουν το κράτος δικαίου και αλλοιώνουν τον εγγυητικό για τα δικαιώματα των κρατουμένων και βελτιωτικό χαρακτήρα του σωφρονιστικού συστήματος προς μια αυταρχικότερη τροπή. Διαμορφώνει, επομένως, ένα σωφρονισιτκό σύστημα που δεν αντιστοιχεί σε δημοκρατικό κράτος, κι αυτά διότι:
1. Ταυτίζει το κοινό έγκλημα στο σύνολό του (αφού δεν γίνεται δεκτό ότι η τρομοκρατία είναι πολιτικό έγκλημα) με την απειλη της ασφάλειας της χώρας. Και επειδή αυτά έχουν ξαναγίνει στο Μεσοπόλεμο, στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, νομιμοποιούμαστε να επισημάνουμε ότι έτσι ανοίγεται ο δρόμος ώστε κάθε έγκλημα (κατά τη βούληση της κυβέρνησης), να μπορεί να συνδέεται με την απειλη της ασφάλειας της χώρας. Αυτό, όμως, συνιστά και τον πυρήνα του κράτους ασφάλειας.
2. Ταυτίζει, πραγματικά και συμβολικά, από άποψη βαρύτητας και κινδύνων, την ασφάλεια της χώρας με την ασφάλεια της φυλακής. Και εδώ το θέμα αρχίζει να περιπλέκεται. Διότι έτσι μετατοπίζεται το ζήτημα της ασφάλειας της φυλακής σε μια «στρατιωτικής χροιάς» περιοχή, που θυμίζει έως και Μακρόνησο!. Επιπλέον, το νομοσχέδιο φέρνει στην επιφάνεια τάσεις που εδώ και χρόνια υποκρύπτονται πίσω από το χάος του σωφρονιστικού συστήματος: Εδώ και χρόνια, η ασφάλεια στις φυλακές συρρικνώνεται στην ασφάλεια της φυλακής από πράξεις των κρατουμένων. Επομένως, εφόσον προκρίνεται η ασφάλεια της φυλακής, οι παραλείψεις της πολιτείας, ανεπάρκειες υποδομών, ακαταλληλότητα του προσωπικού, κακές συνθήκες διαβίωσης, κακή διατροφή, κακομεταχείριση κλπ. έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Νομιμοποιούνται άτυπα, έτσι, καταστάσεις που με την υπόθεση Καρέλι πολύ πρόσφατα είδαμε πού οδηγούν. Αλλά στη φυλακή, εδώ και χρόνια, σημασία έχει η πραγματικότητα: ο νόμος έπεται. Εάν λάβουμε δε υπόψη σειρά εκθέσεων ανεξάρτητων αρχών, αλλά και ερευνών, η ασφάλεια των κρατουμένων (και του προσωπικού) δεν απασχολεί. Έτσι, οι κρατούμενοι που η κράτησή τους ρυθμίζεται με το σχέδιο νόμου, στην πραγματικότητα εξαιρούνται πλέον του κράτους δικαίου και με το νόμο. Αντίθετα, θεσμοθετούνται υπέρμετρα δεινά για την ψυχική και σωματική ακεραιότητά τους και καταργείται ο βελτιωτικός χαρακτήρας του Σωφρονιστικού Συστήματος.
3. Η ένταξη υποδίκων στις φυλακές τύπου Γ θέτει σε σοβαρή δοκιμασία τις εγγυήσεις που το ίδιο το τεκμήριο της αθωότητας υποβάλλει, αφού ο υπόδικος θα υπάγεται –κατά παραβίαση, όχι κατά παρέκκλιση– κάθε αρχής που ως τώρα προέβλεπε να μην υποβάλλεται ο πολίτης σε προκαταβολή ποινής εάν δεν έχει οριστικά κριθεί ένοχος και εάν το δικαστήριο δεν έχει αποφασίσει πόσο ένοχος είναι.
4. Συναρτηση αυτής της εξέλιξης είναι και η αποδιάρθρωση του σκοπού της ποινής και η αποδιάρθρωση της φυλακής ως συστήματος. Ενώ λοιπόν κάποιος θα μπορούσε να θεωρήσει ως θετικές εξελίξεις αυτές τις τάσεις, εάν διέπονταν από την ιδεά της αποκλιμάκωσης της στέρησης της ελευθερίας, εδώ δεν πρόκειται γι αυτό: Ο κοινωνικός και επανεντακτικός σκοπός της ποινής δεν υπάρχει πια, ούτε ως πρόσχημα για τις φυλακές τύπου Γ. Η ποινή ως τιμωρία πλέον επισημοποιείται, χωρίς όμως να συνιστά αυτή η εξέλιξη την ορθολογική απάντηση της πολιτείας σε κάποιον που εγκλημάτησε. Πρόκειται περισσότερο για μια απάντηση με έχει στοιχεία υπέρμετρης υπερβολής και βεντέτας. Και τούτο επειδή το υπάρχον σύστημα εξουσίας δεν φαίνεται ότι μπορεί να αρθρώσει μια ορθολογική και δημοκρατική απάντηση για το τι θα κάνει το κράτος με τους εγκληματίες του, μια που μια τέτοια λύση παραπεμέμπει σε ένα κράτος πρόνοιας. Έτσι, οι απάνθρωπες και συμβολικά εκφοβιστικές λύσεις επιλέγονται συστηματικά σε όλα τα επίεπδα του ποινικοκατασταλτικού συστήματος. Η διαφοροποιημένη μεταχείριση των κρατουμένων που προτείνεται με το σχέδιο νόμου θα διαμορφώσει μια κατάσταση εκτόπισης διαρκείας, όχι μονον από την κοινωνία, αλλά από τον ίδιο τον πληθυσμό των κρατουμένων: οι κρατούμενοι στις φυλάκες τύπου Γ είναι ένας ειδικός πληθυσμός, μέσα σε ένα ειδικό πληθυσμό – και οι φυλακές αυτού του τύπου, μια παράλληλη φυλακή μέσα στη φυλακή με ρευστά όρια νομιμότητας, τόσο εκ του νόμου όσο και de facto.
5. Αυτή είναι και η παραμόρφωση της ήδη συντηρητικής έννοιας της αχρήστευσης: ακόμα και σε αυτό το αποτρεπτικό πρότυπο -καρικατούρα του οποίου επιχειρείται να εφαρμοστεί-, η έννοια της αρχήστευσης δεν αφορά (στη θεωρία) την αχρήστευση του σώματος και του πνεύματος των κρατουμένων, αλλά (για να μιλήσουμε και με όρους νεοφιλελευθερισμού) την αχρήστευση των δυνατοτήτων (βλ. ευκαιριών) για να γίνει ένα έγκλημα. Η αχρήστευση του εγκληματία σε ένα δικαιοκρατούμενο κράτος συνδέεται με τον εγκλεισμό του και την απόσυρση από την ελεύθερη ζωή – όχι με τη φυσική του εξόντωση.
6. Για να νομιμοποιηθεί κοινωνικά και ηθικά η ιδέα των φυλακών υψίστης ασφάλειας, αλλοιώνεται στο σχέδιο νόμου και η λειτουργία της έννοιας της επικινδυνότητας. Αυτή η τελευταία, αφού έχει κριθεί κατά την επιμέτρηση της ποινής, ξαναεξετάζεται τώρα και για την έκτισή της. Επανέρχεται έτσι μια διάσταση της ειδικής πρόληψης ξένη προς το δημοκρατικό κράτος δικαίου. Προκειμένου να επιβληθεί στον εγκληματία που κρίθηκε ως επικίνδυνος το είδος (και να καταμερτηθεί το ύψος) της ποινής, αυτός θα κρίνεται διαρκώς ως επικίνδυνος και ως κρατούμενος, αλλά με άξονα την ασφάλεια της φυλακής, και όχι και τη δική του, και με βάση τις οριακές περιπτώσεις που δεν αποτελούν τον κανόνα της συμπεριφοράς των κρατουμένων στις ελληνικές φυλακές. Έτσι, οι αόριστα απείθαρχοι κρατούμενοι (σύμφωνα με τη λογική του σχεδίου νόμου) θα «καταδικάζονται» επιπλέον και σε αδιανότητες συνθήκες κράτησης, που μετατρέπουν τις πειθαρχικές ποινές σε αυτοτελή ποινή de facto. Την ίδια στιγμή, δεν λαμβάνονται υπόψη άλλοι παράγοντες που σχετίζονται με τις ίδιες τις συνθήκες της φυλακής, τους όρους διαβίωσης κλπ. που τρoφοδοτούν τη βία, τη διαφθορά και την ανομία στις φυλακές.
7. Με το σχέδιο νόμου νομιμοποιούνται μέσα και θεσμοί που θα συμβάλουν στη δημιουργία ενός νέου τύπου κρατουμένου που δεν θα επικοινωνεί, δεν θα δεχεται επισκέψεις δεν θα περιμενει άδεια, δεν θα ζει. Θέλει η Πολιτεία έναν ζωντανό-νεκρό; Σε μια εποχή που η ιδιότητα του ανθρώπου αποτελεί την πλέον κατοχυρωμένη αξίωση των ανθρώπων στη σχέση τους με το κράτος, το κράτος αποκλίνει απο τους νόμους που το ίδιο έφτιαξε, και τις αρχές που το ίδιο προώθησε, για να στερήσει ουσιαστικά την ανθρώπινη ιδιότητα από μια κατηγορία κρατουμένων. Αλλά πόσο νόμιμο είναι αυτό άραγε;
Β. Οι αλλοιώσεις σε σχέση με το βελτιωτικό-δημοκρατικό πρότυπο, όμως, εκτείνονται και στη διοίκηση της φυλακής.
1. Διευθυντές που θα είναι συνταξιούχοι δικαστικοί λειτουργοί και αξιωματικοί της ΕΛΑΣ, χωρίς όριο ηλικίας, θα διοικούν τις μονάδες τύπου Γ: Η ειρήνη μέσα στη φυλακή θα εξασφαλίζεται πλέον και με τη συνδρομή της αστυνομίας κατά την κρίση της διοίκησης. Καταργώντας τη διάκριση αναμεσα σε επαγγελματίες του ποινικοκατασταλτικού συστήματος, και κάνοντας προσωποπαγές το ζήτημα της τάξης και της ασφάλειας μέσα στη φυλακή, καταργούνται διακρίσεις επαγγελμάτων που συγκροτούν τους κατακτήσεις του δημοκρατικού νεωτερικού κράτους. Δημιουργείται, έτσι, ένας μανδύας νομιμότητας, σε έναν χώρο που προορίζεται να γίνει χώρος μη δικαίου, όπως όλοι αυτοί οι χώροι, όπου και να έχουν λειτουργήσει παρόμοιες φυλακές.
2. Ενώ το κράτος δεν φρόντισε να διαμορφώσει ένα νέο τύπο επαγγελματικών και εξειδικευμένων στελεχών σωφρονιστικού προσωπικού πανεπιστημιακού επιπέδου, και αφού το ίδιο έχει απαξιώσει τις κοινωνικές επιστήμες ως άχρηστες, τώρα απαξιώνει το σωφρονιστικό προσωπικό και αίρει την εμπστοσύνη του σε αυτό, επαναφέροντας πρότυπα διοίκησης που ανήκουν σε άλλες εποχές. Δεν παραλείπω να σημειώσω ότι υπάρχει μια ισχυρή εμπιστοσύνη στην κατά τα άλλα αξιοσέβαστη τάξη των συνταξιούχων δικαστικών λειτουργών, όπως έγινε και με τα συμβούλια διοίκησης των ΑΕΙ. Αυτή η «συμπάθεια» τώρα εκτείνεται και στους πρώην αξιωματικούς της ΕΛΑΣ. Προκύπτει, όμως, η απορία: με ποιο κριτήριο θεωρείται ότι κάποιος που υπήρξε δικαστής, εισαγγελέας ή αστυνομικός, είναι και κατάλληλος για να διευθύνει τη μεταχείριση των κρατουμένων, ειδικά για τα εγκλήματα στα οποία αναφέρεται το σχέδιο νόμου, που κατά κανόνα συναρτώνται και με κρατούμενους με ισχυρό φρόνημα; Θα ανέθετε άραγε ο συντάκτης του νόμου σε ναυπηγό αεροσκαφών να του κτίσει το σπίτι ή σε παθολόγο να του κάνει εγχείριση καταράκτη;
Στην εποχή της εξειδίκευσης ο/οι συντάκτες του σχεδίου κάνουν ένα άλμα στο χρόνο και μας γυρίζουν σε εποχές προ-νεωτερικές: πρόκειται για μια τυπική καθυστέρηση, που καταδεικνύει και καθυστέρηση σε σχέση με τις κοινωνικές εξελιξεις και την πραγματικότητα της εποχής: το πρόταγμα της ασφάλειας σε αυτήν την εκδοχή του, δεν δείχνει μόνον τη νεοφιλελεύθερη τροπή του ποινικοκατασταλτικού συστήματος. Μαρτυρά, επίσης, έναν κοινωνικό συντηρητισμό, που συναρτάται με συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές. Βάσιμα λοιπόν υποθέτουμε ότι αυτή είναι τελικά και η υλική αντίδραση της επίσημης Πολιτείας στις αναφορές και εκθέσεις ποικίλων φορέων, όπως π.χ. στη δημόσια δήλωση της CPT του 2011, που στηλίτευε την άγνοια της διοίκησης του υπουργείου για το τι συμβάινει στις φυλακές και το γεγονός ότι ισχυροί κρατούμενοι τις ελέγχουν.
Γ. Πέρα από το να στηλιτεύσουμε το νομοσχέδιο επί της αρχής, και επί των επιμέρους ρυθμίσεων που εισάγει, υπάρχουν επίσης πολύ πρακτικοί λόγοι που επιβάλλουν την απόσυρσή του.
1. Συγκειρμενα, πουθενά στον κόσμο, όπου έχουν γίνει φυλακές υψίστης ασφάλειας, δεν κατοχυρώθηκε ούτε η ασφάλεια της φυλακής ούτε των κρατουμένων. Αντίθετα, οι χώροι αυτοί εύκολα μετατρέπονται σε χώρους μη δικαίου: χώρους, δηλαδή, όπου καμία εγγύηση ασφάλειας δεν παρέχεται και που, αντίθετα, οι ίδιοι μετατρέπονται σε χώρους απόλυτης αυθαιρεσίας, είτε οργανωμένης είτε «αυθόρμητης».
2. Το νομοσχέδιο αποτελεί άλλη μια απόδειξη ότι δεν υπαρχει πρόθεση να γίνουν ουσιαστικές τομές στο σωφρονιστικό σύστημα. Με την αυστηροποίηση που εισάγει, αποκρύπτονται τα πραγματικά προβλήματα και επιχειρείται προσχηματικά η παρέμβαση στο πεδίο. Ετσι, αν και η πραγματική νομιμοποιητική βάση που επικαλείται η κυβέρνηση για να φέρει αυτό το νομοσχέδιο στη Βουλή είναι η ποιοτική μεταβολή της εγκληματικότητας, η ασφάλεια της χώρας και της φυλακής, και ειδικά το γεγονός ότι συνέβησαν βίαιες και μη αποδράσεις με θύματα και ένοπλους, η εμπειρία και η ιστορία δείχνουν άλλα: Τέτοιες αποδράσεις δεν γίνονται επειδή ένας ή πολλοί κρατούμενοι αποφασίζουν μόνο να αποδράσουν – αλλά και επειδή ένα σύστημα, εντός και εκτός φυλακής, φροντίζει –συχνά με το αζημίωτο– να υλοποιηθεί αυτή η επιδίωξη. Ποια μέτρα λαμβάνονται γι” αυτό εντός του σωφρονιστικού συστήματος πέρα από αυταρχικές τροπές και ελέγχους; Μάλλον κανένα – κι αυτό όχι γιατί ο νόμος είναι ανεπαρκής, αλλά γιατί οι εξω-νομικοί παράγοντες επιδρούν καταλυτικά σε αυτές τις περιπτώσεις.
Ποια είναι τα μέτρα που παίρνει το ελληνικό κράτος για την ασφάλεια προσωπικού και κρατουμενων μέσα στις φυλακές; Τα γεγονότα του βασανισμού και της δολοφονίας του Καρέλι δείχνουν ότι η ασφάλεια της φυλακής και η ασφάλεια της χώρας (εφόσον αυτά έγιναν αδιαίρετα) κινδυνεύουν εκ των έσω: η δημιουργία μίας ακόμα επιτροπής ή άλλου ενός ανεξάρτητου φορέα, ή η εμπλοκή συναξιούχων λειτουργών, δεν οδηγούν στην επίλυση του σωφρονιστικού ζητήματος, ούτε αποτρέπουν τη διαφθορά, τις αποδράσεις, τη βία, τις αυτοκτονίες και τα ναρκωτικά στις φυλακές. Αντίθετα, φαίνεται ότι υπάρχει μια πάγια αδυναμία (ή μήπως άρνηση;) να αναγνωριστούν και να γίνουν παραδεκτά επίσημα τα χρόνια προβλήματα του σωφρονιστικού συστήματος –πολύ δε περισσότερο να γίνουν ριζικές μεταρρυθμίσεις. 3. Τέλος, σε σχέση με την τρομοκρατία και το οργανωμένο έγκλημα: μπορεί κάποιος να υποστηρίξει σοβαρά, ότι με την αυστηροποίηση των ποινών και επιβολή διαφροποιημένου καθεστώτος μεταχείρισης, με στέρηση ελευθεριών των εγκλείστων πέραν του πυρήνα που η ποινή στέρησης της ελευθερίας επιβάλλει, αντιμετωπίζεται η τρομοκρατία και το οργανωμένο έγκλημα του κοινού ποινικού δικαίου; Αν ήταν έτσι, τότε δεν θα υπήρχε κανένα από αυτά τα φαινόμενα: η Μαφία θα ανήκε στην ιστορία και η τρομοκρατία θα είχε εξαλειφθεί. Οι τελευταίες ειδήσεις από το αστυνομικό δελτίο σχετικά με τους δύο τόνους ηρωϊνης θα έπρεπε να ωθούν σε πιο σοβαρές προσεγγίσεις τέτοιων φαινομένων. Αλλά και όλη η ιστορία του Μεταπολέμου στην Ευρώπη έχει δέιξει ότι η τρομοκρατία έχει κοινωνικά αίτια, για τα οποία κανείς δεν ασχολείται σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, όπου ο όρος μέτρα ταυτίζεται αποκλειστικά με την καταστολή. Αυτά, ωστόσο, απασχολούν τον ΟΗΕ και άλλους φορείς, που εδώ και καιρό διακηρύσσουν ότι ο πόλεμος στο έγκλημα και ο πόλεμος στην τρομοκρατία έχουν αποτύχει. Η Ελλάδα πώς αντιδρά – αν όχι με την εισαγωγή αποτυχημένων και απάνθρωπων θεσμών, που μόνον προβλήματα δημιούργησαν όπου εφαρμόστηκαν;
Αξιοποιώντας τη θέσπιση καταστημάτων κράτησης τύπου Γ, το νομοσχέδιο μετατρέπει τις φυλακές για βαρυποινίτες σε φυλακές υψίστης ασφάλειας. Εκεί θα τοποθέτούνται τρομοκράτες, προδότες της χώρας και επιβουλευόμενοι το πολίτευμα, όπως και ληστές, ανθρωποκτόνοι και εκβιαστές που εντάσσονται σε εγκληματική οργάνωση κατάδικοι ή υπόδικοι, που έχουν ποινή κατ’ ελάχιστο 10 χρόνια κάθειρξη. Εκεί θα τοποθετούνται επίσης και οι απείθαρχοι κρατούμενοι που έρχονται εκεί από άλλους τύπους καταστημάτων Α (π.χ. κρατούμενοι για χρέη ή υπόδικοι) ή Β (μικροεγκληματίες και βαρυποινίτες).
Το ζήτημα όμως δεν είναι (μόνον) η κατηγοριοποίηση των κρατουμένων, αλλά οι συνθήκες εγκλεισμού τους. Οι κρατούμενοι αυτοί θα έχουν μηδενική ή περιορισμένη δυνατότητα επικοινωνίας με τον έξω κόσμο και τους δικούς τους (εκτός από τους δικηγόρους τους), δεν θα παίρνουν άδειες, δεν θα τους χορηγείται η υπό όρους απόλυση (εκτός και αν έχουν εκτίσει 20 χρόνια πραγματικής ποινής), δεν θα τους χορηγείται ημιελεύθερη διαβίωση, ενώ δεν θα έχουν δικαίωμα να εργάζονται στη φυλακή (άρα και η φυλακή δεν θα είναι υποχρεωμένη να παρέχει θέσεις εργασίας σε αυτούς), αλλά θα μπορούν, από όσο καταλαβαίνω, να εργάζονται για λογαριασμό τους ή για λογαριασμό ιδιώτη (;). Ο ελάχιστος χρόνος που θα πρέπει καποιος να διανύει σε αυτά τα καταστήματα είναι 14 χρόνια με τις ανανεώσεις, ενώ στην πραγματικότητα δεν υπάρχει όριο.
Μέχρι εδώ το σχέδιο νόμου επιτελεί τρείς μεγάλες μεταρρυθμίσεις που αποδιαρθρώνουν το κράτος δικαίου και αλλοιώνουν τον εγγυητικό για τα δικαιώματα των κρατουμένων και βελτιωτικό χαρακτήρα του σωφρονιστικού συστήματος προς μια αυταρχικότερη τροπή. Διαμορφώνει, επομένως, ένα σωφρονισιτκό σύστημα που δεν αντιστοιχεί σε δημοκρατικό κράτος, κι αυτά διότι:
1. Ταυτίζει το κοινό έγκλημα στο σύνολό του (αφού δεν γίνεται δεκτό ότι η τρομοκρατία είναι πολιτικό έγκλημα) με την απειλη της ασφάλειας της χώρας. Και επειδή αυτά έχουν ξαναγίνει στο Μεσοπόλεμο, στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, νομιμοποιούμαστε να επισημάνουμε ότι έτσι ανοίγεται ο δρόμος ώστε κάθε έγκλημα (κατά τη βούληση της κυβέρνησης), να μπορεί να συνδέεται με την απειλη της ασφάλειας της χώρας. Αυτό, όμως, συνιστά και τον πυρήνα του κράτους ασφάλειας.
2. Ταυτίζει, πραγματικά και συμβολικά, από άποψη βαρύτητας και κινδύνων, την ασφάλεια της χώρας με την ασφάλεια της φυλακής. Και εδώ το θέμα αρχίζει να περιπλέκεται. Διότι έτσι μετατοπίζεται το ζήτημα της ασφάλειας της φυλακής σε μια «στρατιωτικής χροιάς» περιοχή, που θυμίζει έως και Μακρόνησο!. Επιπλέον, το νομοσχέδιο φέρνει στην επιφάνεια τάσεις που εδώ και χρόνια υποκρύπτονται πίσω από το χάος του σωφρονιστικού συστήματος: Εδώ και χρόνια, η ασφάλεια στις φυλακές συρρικνώνεται στην ασφάλεια της φυλακής από πράξεις των κρατουμένων. Επομένως, εφόσον προκρίνεται η ασφάλεια της φυλακής, οι παραλείψεις της πολιτείας, ανεπάρκειες υποδομών, ακαταλληλότητα του προσωπικού, κακές συνθήκες διαβίωσης, κακή διατροφή, κακομεταχείριση κλπ. έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Νομιμοποιούνται άτυπα, έτσι, καταστάσεις που με την υπόθεση Καρέλι πολύ πρόσφατα είδαμε πού οδηγούν. Αλλά στη φυλακή, εδώ και χρόνια, σημασία έχει η πραγματικότητα: ο νόμος έπεται. Εάν λάβουμε δε υπόψη σειρά εκθέσεων ανεξάρτητων αρχών, αλλά και ερευνών, η ασφάλεια των κρατουμένων (και του προσωπικού) δεν απασχολεί. Έτσι, οι κρατούμενοι που η κράτησή τους ρυθμίζεται με το σχέδιο νόμου, στην πραγματικότητα εξαιρούνται πλέον του κράτους δικαίου και με το νόμο. Αντίθετα, θεσμοθετούνται υπέρμετρα δεινά για την ψυχική και σωματική ακεραιότητά τους και καταργείται ο βελτιωτικός χαρακτήρας του Σωφρονιστικού Συστήματος.
3. Η ένταξη υποδίκων στις φυλακές τύπου Γ θέτει σε σοβαρή δοκιμασία τις εγγυήσεις που το ίδιο το τεκμήριο της αθωότητας υποβάλλει, αφού ο υπόδικος θα υπάγεται –κατά παραβίαση, όχι κατά παρέκκλιση– κάθε αρχής που ως τώρα προέβλεπε να μην υποβάλλεται ο πολίτης σε προκαταβολή ποινής εάν δεν έχει οριστικά κριθεί ένοχος και εάν το δικαστήριο δεν έχει αποφασίσει πόσο ένοχος είναι.
4. Συναρτηση αυτής της εξέλιξης είναι και η αποδιάρθρωση του σκοπού της ποινής και η αποδιάρθρωση της φυλακής ως συστήματος. Ενώ λοιπόν κάποιος θα μπορούσε να θεωρήσει ως θετικές εξελίξεις αυτές τις τάσεις, εάν διέπονταν από την ιδεά της αποκλιμάκωσης της στέρησης της ελευθερίας, εδώ δεν πρόκειται γι αυτό: Ο κοινωνικός και επανεντακτικός σκοπός της ποινής δεν υπάρχει πια, ούτε ως πρόσχημα για τις φυλακές τύπου Γ. Η ποινή ως τιμωρία πλέον επισημοποιείται, χωρίς όμως να συνιστά αυτή η εξέλιξη την ορθολογική απάντηση της πολιτείας σε κάποιον που εγκλημάτησε. Πρόκειται περισσότερο για μια απάντηση με έχει στοιχεία υπέρμετρης υπερβολής και βεντέτας. Και τούτο επειδή το υπάρχον σύστημα εξουσίας δεν φαίνεται ότι μπορεί να αρθρώσει μια ορθολογική και δημοκρατική απάντηση για το τι θα κάνει το κράτος με τους εγκληματίες του, μια που μια τέτοια λύση παραπεμέμπει σε ένα κράτος πρόνοιας. Έτσι, οι απάνθρωπες και συμβολικά εκφοβιστικές λύσεις επιλέγονται συστηματικά σε όλα τα επίεπδα του ποινικοκατασταλτικού συστήματος. Η διαφοροποιημένη μεταχείριση των κρατουμένων που προτείνεται με το σχέδιο νόμου θα διαμορφώσει μια κατάσταση εκτόπισης διαρκείας, όχι μονον από την κοινωνία, αλλά από τον ίδιο τον πληθυσμό των κρατουμένων: οι κρατούμενοι στις φυλάκες τύπου Γ είναι ένας ειδικός πληθυσμός, μέσα σε ένα ειδικό πληθυσμό – και οι φυλακές αυτού του τύπου, μια παράλληλη φυλακή μέσα στη φυλακή με ρευστά όρια νομιμότητας, τόσο εκ του νόμου όσο και de facto.
5. Αυτή είναι και η παραμόρφωση της ήδη συντηρητικής έννοιας της αχρήστευσης: ακόμα και σε αυτό το αποτρεπτικό πρότυπο -καρικατούρα του οποίου επιχειρείται να εφαρμοστεί-, η έννοια της αρχήστευσης δεν αφορά (στη θεωρία) την αχρήστευση του σώματος και του πνεύματος των κρατουμένων, αλλά (για να μιλήσουμε και με όρους νεοφιλελευθερισμού) την αχρήστευση των δυνατοτήτων (βλ. ευκαιριών) για να γίνει ένα έγκλημα. Η αχρήστευση του εγκληματία σε ένα δικαιοκρατούμενο κράτος συνδέεται με τον εγκλεισμό του και την απόσυρση από την ελεύθερη ζωή – όχι με τη φυσική του εξόντωση.
6. Για να νομιμοποιηθεί κοινωνικά και ηθικά η ιδέα των φυλακών υψίστης ασφάλειας, αλλοιώνεται στο σχέδιο νόμου και η λειτουργία της έννοιας της επικινδυνότητας. Αυτή η τελευταία, αφού έχει κριθεί κατά την επιμέτρηση της ποινής, ξαναεξετάζεται τώρα και για την έκτισή της. Επανέρχεται έτσι μια διάσταση της ειδικής πρόληψης ξένη προς το δημοκρατικό κράτος δικαίου. Προκειμένου να επιβληθεί στον εγκληματία που κρίθηκε ως επικίνδυνος το είδος (και να καταμερτηθεί το ύψος) της ποινής, αυτός θα κρίνεται διαρκώς ως επικίνδυνος και ως κρατούμενος, αλλά με άξονα την ασφάλεια της φυλακής, και όχι και τη δική του, και με βάση τις οριακές περιπτώσεις που δεν αποτελούν τον κανόνα της συμπεριφοράς των κρατουμένων στις ελληνικές φυλακές. Έτσι, οι αόριστα απείθαρχοι κρατούμενοι (σύμφωνα με τη λογική του σχεδίου νόμου) θα «καταδικάζονται» επιπλέον και σε αδιανότητες συνθήκες κράτησης, που μετατρέπουν τις πειθαρχικές ποινές σε αυτοτελή ποινή de facto. Την ίδια στιγμή, δεν λαμβάνονται υπόψη άλλοι παράγοντες που σχετίζονται με τις ίδιες τις συνθήκες της φυλακής, τους όρους διαβίωσης κλπ. που τρoφοδοτούν τη βία, τη διαφθορά και την ανομία στις φυλακές.
7. Με το σχέδιο νόμου νομιμοποιούνται μέσα και θεσμοί που θα συμβάλουν στη δημιουργία ενός νέου τύπου κρατουμένου που δεν θα επικοινωνεί, δεν θα δεχεται επισκέψεις δεν θα περιμενει άδεια, δεν θα ζει. Θέλει η Πολιτεία έναν ζωντανό-νεκρό; Σε μια εποχή που η ιδιότητα του ανθρώπου αποτελεί την πλέον κατοχυρωμένη αξίωση των ανθρώπων στη σχέση τους με το κράτος, το κράτος αποκλίνει απο τους νόμους που το ίδιο έφτιαξε, και τις αρχές που το ίδιο προώθησε, για να στερήσει ουσιαστικά την ανθρώπινη ιδιότητα από μια κατηγορία κρατουμένων. Αλλά πόσο νόμιμο είναι αυτό άραγε;
Β. Οι αλλοιώσεις σε σχέση με το βελτιωτικό-δημοκρατικό πρότυπο, όμως, εκτείνονται και στη διοίκηση της φυλακής.
1. Διευθυντές που θα είναι συνταξιούχοι δικαστικοί λειτουργοί και αξιωματικοί της ΕΛΑΣ, χωρίς όριο ηλικίας, θα διοικούν τις μονάδες τύπου Γ: Η ειρήνη μέσα στη φυλακή θα εξασφαλίζεται πλέον και με τη συνδρομή της αστυνομίας κατά την κρίση της διοίκησης. Καταργώντας τη διάκριση αναμεσα σε επαγγελματίες του ποινικοκατασταλτικού συστήματος, και κάνοντας προσωποπαγές το ζήτημα της τάξης και της ασφάλειας μέσα στη φυλακή, καταργούνται διακρίσεις επαγγελμάτων που συγκροτούν τους κατακτήσεις του δημοκρατικού νεωτερικού κράτους. Δημιουργείται, έτσι, ένας μανδύας νομιμότητας, σε έναν χώρο που προορίζεται να γίνει χώρος μη δικαίου, όπως όλοι αυτοί οι χώροι, όπου και να έχουν λειτουργήσει παρόμοιες φυλακές.
2. Ενώ το κράτος δεν φρόντισε να διαμορφώσει ένα νέο τύπο επαγγελματικών και εξειδικευμένων στελεχών σωφρονιστικού προσωπικού πανεπιστημιακού επιπέδου, και αφού το ίδιο έχει απαξιώσει τις κοινωνικές επιστήμες ως άχρηστες, τώρα απαξιώνει το σωφρονιστικό προσωπικό και αίρει την εμπστοσύνη του σε αυτό, επαναφέροντας πρότυπα διοίκησης που ανήκουν σε άλλες εποχές. Δεν παραλείπω να σημειώσω ότι υπάρχει μια ισχυρή εμπιστοσύνη στην κατά τα άλλα αξιοσέβαστη τάξη των συνταξιούχων δικαστικών λειτουργών, όπως έγινε και με τα συμβούλια διοίκησης των ΑΕΙ. Αυτή η «συμπάθεια» τώρα εκτείνεται και στους πρώην αξιωματικούς της ΕΛΑΣ. Προκύπτει, όμως, η απορία: με ποιο κριτήριο θεωρείται ότι κάποιος που υπήρξε δικαστής, εισαγγελέας ή αστυνομικός, είναι και κατάλληλος για να διευθύνει τη μεταχείριση των κρατουμένων, ειδικά για τα εγκλήματα στα οποία αναφέρεται το σχέδιο νόμου, που κατά κανόνα συναρτώνται και με κρατούμενους με ισχυρό φρόνημα; Θα ανέθετε άραγε ο συντάκτης του νόμου σε ναυπηγό αεροσκαφών να του κτίσει το σπίτι ή σε παθολόγο να του κάνει εγχείριση καταράκτη;
Στην εποχή της εξειδίκευσης ο/οι συντάκτες του σχεδίου κάνουν ένα άλμα στο χρόνο και μας γυρίζουν σε εποχές προ-νεωτερικές: πρόκειται για μια τυπική καθυστέρηση, που καταδεικνύει και καθυστέρηση σε σχέση με τις κοινωνικές εξελιξεις και την πραγματικότητα της εποχής: το πρόταγμα της ασφάλειας σε αυτήν την εκδοχή του, δεν δείχνει μόνον τη νεοφιλελεύθερη τροπή του ποινικοκατασταλτικού συστήματος. Μαρτυρά, επίσης, έναν κοινωνικό συντηρητισμό, που συναρτάται με συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές. Βάσιμα λοιπόν υποθέτουμε ότι αυτή είναι τελικά και η υλική αντίδραση της επίσημης Πολιτείας στις αναφορές και εκθέσεις ποικίλων φορέων, όπως π.χ. στη δημόσια δήλωση της CPT του 2011, που στηλίτευε την άγνοια της διοίκησης του υπουργείου για το τι συμβάινει στις φυλακές και το γεγονός ότι ισχυροί κρατούμενοι τις ελέγχουν.
Γ. Πέρα από το να στηλιτεύσουμε το νομοσχέδιο επί της αρχής, και επί των επιμέρους ρυθμίσεων που εισάγει, υπάρχουν επίσης πολύ πρακτικοί λόγοι που επιβάλλουν την απόσυρσή του.
1. Συγκειρμενα, πουθενά στον κόσμο, όπου έχουν γίνει φυλακές υψίστης ασφάλειας, δεν κατοχυρώθηκε ούτε η ασφάλεια της φυλακής ούτε των κρατουμένων. Αντίθετα, οι χώροι αυτοί εύκολα μετατρέπονται σε χώρους μη δικαίου: χώρους, δηλαδή, όπου καμία εγγύηση ασφάλειας δεν παρέχεται και που, αντίθετα, οι ίδιοι μετατρέπονται σε χώρους απόλυτης αυθαιρεσίας, είτε οργανωμένης είτε «αυθόρμητης».
2. Το νομοσχέδιο αποτελεί άλλη μια απόδειξη ότι δεν υπαρχει πρόθεση να γίνουν ουσιαστικές τομές στο σωφρονιστικό σύστημα. Με την αυστηροποίηση που εισάγει, αποκρύπτονται τα πραγματικά προβλήματα και επιχειρείται προσχηματικά η παρέμβαση στο πεδίο. Ετσι, αν και η πραγματική νομιμοποιητική βάση που επικαλείται η κυβέρνηση για να φέρει αυτό το νομοσχέδιο στη Βουλή είναι η ποιοτική μεταβολή της εγκληματικότητας, η ασφάλεια της χώρας και της φυλακής, και ειδικά το γεγονός ότι συνέβησαν βίαιες και μη αποδράσεις με θύματα και ένοπλους, η εμπειρία και η ιστορία δείχνουν άλλα: Τέτοιες αποδράσεις δεν γίνονται επειδή ένας ή πολλοί κρατούμενοι αποφασίζουν μόνο να αποδράσουν – αλλά και επειδή ένα σύστημα, εντός και εκτός φυλακής, φροντίζει –συχνά με το αζημίωτο– να υλοποιηθεί αυτή η επιδίωξη. Ποια μέτρα λαμβάνονται γι” αυτό εντός του σωφρονιστικού συστήματος πέρα από αυταρχικές τροπές και ελέγχους; Μάλλον κανένα – κι αυτό όχι γιατί ο νόμος είναι ανεπαρκής, αλλά γιατί οι εξω-νομικοί παράγοντες επιδρούν καταλυτικά σε αυτές τις περιπτώσεις.
Ποια είναι τα μέτρα που παίρνει το ελληνικό κράτος για την ασφάλεια προσωπικού και κρατουμενων μέσα στις φυλακές; Τα γεγονότα του βασανισμού και της δολοφονίας του Καρέλι δείχνουν ότι η ασφάλεια της φυλακής και η ασφάλεια της χώρας (εφόσον αυτά έγιναν αδιαίρετα) κινδυνεύουν εκ των έσω: η δημιουργία μίας ακόμα επιτροπής ή άλλου ενός ανεξάρτητου φορέα, ή η εμπλοκή συναξιούχων λειτουργών, δεν οδηγούν στην επίλυση του σωφρονιστικού ζητήματος, ούτε αποτρέπουν τη διαφθορά, τις αποδράσεις, τη βία, τις αυτοκτονίες και τα ναρκωτικά στις φυλακές. Αντίθετα, φαίνεται ότι υπάρχει μια πάγια αδυναμία (ή μήπως άρνηση;) να αναγνωριστούν και να γίνουν παραδεκτά επίσημα τα χρόνια προβλήματα του σωφρονιστικού συστήματος –πολύ δε περισσότερο να γίνουν ριζικές μεταρρυθμίσεις. 3. Τέλος, σε σχέση με την τρομοκρατία και το οργανωμένο έγκλημα: μπορεί κάποιος να υποστηρίξει σοβαρά, ότι με την αυστηροποίηση των ποινών και επιβολή διαφροποιημένου καθεστώτος μεταχείρισης, με στέρηση ελευθεριών των εγκλείστων πέραν του πυρήνα που η ποινή στέρησης της ελευθερίας επιβάλλει, αντιμετωπίζεται η τρομοκρατία και το οργανωμένο έγκλημα του κοινού ποινικού δικαίου; Αν ήταν έτσι, τότε δεν θα υπήρχε κανένα από αυτά τα φαινόμενα: η Μαφία θα ανήκε στην ιστορία και η τρομοκρατία θα είχε εξαλειφθεί. Οι τελευταίες ειδήσεις από το αστυνομικό δελτίο σχετικά με τους δύο τόνους ηρωϊνης θα έπρεπε να ωθούν σε πιο σοβαρές προσεγγίσεις τέτοιων φαινομένων. Αλλά και όλη η ιστορία του Μεταπολέμου στην Ευρώπη έχει δέιξει ότι η τρομοκρατία έχει κοινωνικά αίτια, για τα οποία κανείς δεν ασχολείται σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, όπου ο όρος μέτρα ταυτίζεται αποκλειστικά με την καταστολή. Αυτά, ωστόσο, απασχολούν τον ΟΗΕ και άλλους φορείς, που εδώ και καιρό διακηρύσσουν ότι ο πόλεμος στο έγκλημα και ο πόλεμος στην τρομοκρατία έχουν αποτύχει. Η Ελλάδα πώς αντιδρά – αν όχι με την εισαγωγή αποτυχημένων και απάνθρωπων θεσμών, που μόνον προβλήματα δημιούργησαν όπου εφαρμόστηκαν;
http://rednotebook.gr/2014/06/fylakes-ypsisths-anasfaleias/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου