Γράφει ο Γρ. Σουλτάνης
Ο θάνατος-το προσδόκιμο του θανάτου-είναι ένα νέος επενδυτικός τομέας, όπου επενδυτικά χαρτοφυλάκια μπορούν να προσφέρουν αυξημένες αποδόσεις. Το συγκεκριμένο χρηματοοικονομικό προϊόν δημιουργήθηκε από την Deutsche Bank και κάθε ανυποψίαστος πολίτης θα μπορούσε να αποτελεί αντικείμενό του.
Και ενώ, η επέκταση του κεφαλαίου, σε πεδία κερδοφορίας που άπτονται αξιακές σφαίρες της ανθρώπινης ζωής έχει συντελεστεί ήδη από τον 19ο αιώνα (πχ. ασφάλειες υγείας, θανάτου κτλ.), η κεφαλαιοποίηση του ίδιου του γεγονότος του θανάτου αποτελεί μια πρόσφατη εξέλιξη: μια ασφάλεια ζωής εκμεταλλεύεται το αναπόφευκτο του θανάτου ώστε να εκβιάσει ένα είδος αποταμίευσης από την οποία θα αποκομίσει κέρδος η ασφαλιστική εταιρία και ένα ποσό οι συγγενείς του ενδιαφερόμενου· αντίθετα, η επένδυση στο θάνατο αφορά την κερδοφορία που επέρχεται από την πιθανότητα του θανάτου χωρίς τη συμμετοχή του ενδιαφερόμενου.
Με βάση την ίδια επενδυτική λογική, γίνεται και η επένδυση στη χρεοκοπία, χωρών ή δημόσιων και ιδιωτικών επιχειρήσεων, από hedge funds που για να διασφαλίσουν τα κέρδη, ασκούν εκτεταμένη χειραγώγηση ως προς το επιθυμητό αποτέλεσμα. Το γεγονός αυτό, επιτρέπει να φανταστούμε ότι στη περίπτωση της επένδυσης στο θάνατο, εκτός του ότι θα ήταν ευκταία, είναι πιθανή μια επίσπευση του θανάτου στα υπό επένδυση υποκείμενα.
Είναι επίσης στα όρια του πιθανού να φανταστούμε ότι υφίστανται χρηματοοικονομικά προϊόντα-τα οποία είναι πλήρως αδιαφανή- που επενδύουν στην ασθένεια, την φυσική καταστροφή, τη δολοφονία κτλ.-προϊόντα που απέχουν αρκετά από τις κερδοφόρες βιομηχανίες των ναρκωτικών και της εμπορίας ανθρώπων, των οποίων τα κέρδη οδηγούνται σε νομιμοποίηση μέσα από το αδιαφανές χρηματοπιστωτικό σύστημα. Το χαρακτηριστικό που διακρίνει αυτά τα νέα χρηματοοικονομικά προϊόντα είναι ότι κατευθύνουν τις επενδύσεις, όχι στα λεγόμενα «πλασματικά» εμπορεύματα (εργασία, γη, χρήμα), αλλά σε βιολογικές, κοινωνικές και πολιτισμικές διαδικασίες λίγο ως πολύ άυλες. Ουσιαστικά, επέρχεται η πλήρη εμπορευματοποίηση του πραγματικού (υλικών και άυλων πραγματικοτήτων) : το κεφάλαιο λειτουργεί με όρους παραδοσιακού καζίνου ή γυρολόγου παπατζή, στοιχηματίζοντας σε οτιδήποτε διαπερνάται από μια έννοια διακινδύνευσης ή αβεβαιότητας.
Οι δραστηριότητες αυτές αποτελούν πεδία κερδοφορίας υψηλού ρίσκου-αν και με απόλυτο έλεγχο- και σε καμιά περίπτωση δεν συνιστούν κερδοσκοπικά παιχνίδια: όσοι τις χαρακτηρίζουν ως δείγματα ενός καπιταλισμού «καζίνο», «ζόμπι», «εκτός νόμου», «ολοκληρωτικού» κτλ., διαπράττουν ένα διπλό σφάλμα: από τη μια θεωρούν ότι υφίσταται ένας υγιής ηθικός καπιταλισμός που προσανατολίζεται στην ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών και από την άλλη αποδίδουν στον καπιταλισμό ιδιότητες που δεν του ανήκουν, καθώς προέρχονται είτε από την τακτική υποχώρησης του φιλελευθερισμού έναντι του μαρξισμού είτε από την επιχείρηση ρυθμισής του εκ μέρους της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας.
Στην πραγματικότητα, η διάκριση μεταξύ χρηματιστικού και παραγωγικού κεφαλαίου -που επιτρέπει την νομιμοποίηση του καπιταλισμού-είναι παραπλανητική, αφού και τα δύο αποτελούν συμπληρωματικές όψεις του ίδιου φαινομένου. Το «πλασματικό» κεφάλαιο δεν είναι λιγότερο πραγματικό από το παραγωγικό. Ο καπιταλισμός ως ιδέα, ως δομή κατασκευής του πραγματικού εκτυλίσσει τις συνέπειές του στο πεδίο της πραγματικότητας· αποτελεί το υποκείμενο, για το οποίο η πραγματικότητα συνιστά το αντικείμενο. Αν εκλάβουμε τον καπιταλισμό όχι μόνο ως ένα σύστημα εκμετάλλευσης -και σε συνάρτηση με το θεσμικό πλαίσιο εξουσίας-, αλλά και ως σύστημα κυριαρχίας που εδράζεται στη φιλελεύθερη ιδεολογία γίνεται κατανοητό γιατί το Κεφάλαιο δημιουργεί αξία και αποδίδει ποσοτική τιμή σε κάθε πτυχή του πραγματικού. Από την άποψη μιας οντολογίας του καπιταλισμού ή μιας διαλεκτικής του κακού, η πραγματικότητα οφείλει να υποκατασταθεί από την παγκόσμια αγορά, κάθε ζωντανή ύπαρξη από μια νεκρή ποσότητα, κάθε έννοια από έναν αριθμό. Η ολοκληρωτική κεφαλαιοποίηση αποτελεί την ολοκληρωτική κυριαρχία του συλλογικού εγωισμού-υπερβατικού θα λέγαμε-που καθιστά αντικείμενα και τα ίδια τα υποκείμενα.
Από αυτή τη σκοπιά, οι πρόσφατες νεοφιλελεύθερες θανατηφόρες πολιτικές λιτότητας δεν σηματοδοτούν μόνο ένα νέο καθεστώς συσσώρευσης αλά και ένα νέο καθεστώς κυριαρχίας: η εργασία και η ζωή-ως μέσα συσσώρευσης- καθίστανται περιττά σε σχέση με την επίτευξη της ολοκληρωτικής κυριαρχίας· ο θάνατος αποδεικνύεται πιο χρήσιμος τόσο από πλευράς συσσώρευσης όσο και κυριαρχίας.
Ο θάνατος-το προσδόκιμο του θανάτου-είναι ένα νέος επενδυτικός τομέας, όπου επενδυτικά χαρτοφυλάκια μπορούν να προσφέρουν αυξημένες αποδόσεις. Το συγκεκριμένο χρηματοοικονομικό προϊόν δημιουργήθηκε από την Deutsche Bank και κάθε ανυποψίαστος πολίτης θα μπορούσε να αποτελεί αντικείμενό του.
Και ενώ, η επέκταση του κεφαλαίου, σε πεδία κερδοφορίας που άπτονται αξιακές σφαίρες της ανθρώπινης ζωής έχει συντελεστεί ήδη από τον 19ο αιώνα (πχ. ασφάλειες υγείας, θανάτου κτλ.), η κεφαλαιοποίηση του ίδιου του γεγονότος του θανάτου αποτελεί μια πρόσφατη εξέλιξη: μια ασφάλεια ζωής εκμεταλλεύεται το αναπόφευκτο του θανάτου ώστε να εκβιάσει ένα είδος αποταμίευσης από την οποία θα αποκομίσει κέρδος η ασφαλιστική εταιρία και ένα ποσό οι συγγενείς του ενδιαφερόμενου· αντίθετα, η επένδυση στο θάνατο αφορά την κερδοφορία που επέρχεται από την πιθανότητα του θανάτου χωρίς τη συμμετοχή του ενδιαφερόμενου.
Με βάση την ίδια επενδυτική λογική, γίνεται και η επένδυση στη χρεοκοπία, χωρών ή δημόσιων και ιδιωτικών επιχειρήσεων, από hedge funds που για να διασφαλίσουν τα κέρδη, ασκούν εκτεταμένη χειραγώγηση ως προς το επιθυμητό αποτέλεσμα. Το γεγονός αυτό, επιτρέπει να φανταστούμε ότι στη περίπτωση της επένδυσης στο θάνατο, εκτός του ότι θα ήταν ευκταία, είναι πιθανή μια επίσπευση του θανάτου στα υπό επένδυση υποκείμενα.
Είναι επίσης στα όρια του πιθανού να φανταστούμε ότι υφίστανται χρηματοοικονομικά προϊόντα-τα οποία είναι πλήρως αδιαφανή- που επενδύουν στην ασθένεια, την φυσική καταστροφή, τη δολοφονία κτλ.-προϊόντα που απέχουν αρκετά από τις κερδοφόρες βιομηχανίες των ναρκωτικών και της εμπορίας ανθρώπων, των οποίων τα κέρδη οδηγούνται σε νομιμοποίηση μέσα από το αδιαφανές χρηματοπιστωτικό σύστημα. Το χαρακτηριστικό που διακρίνει αυτά τα νέα χρηματοοικονομικά προϊόντα είναι ότι κατευθύνουν τις επενδύσεις, όχι στα λεγόμενα «πλασματικά» εμπορεύματα (εργασία, γη, χρήμα), αλλά σε βιολογικές, κοινωνικές και πολιτισμικές διαδικασίες λίγο ως πολύ άυλες. Ουσιαστικά, επέρχεται η πλήρη εμπορευματοποίηση του πραγματικού (υλικών και άυλων πραγματικοτήτων) : το κεφάλαιο λειτουργεί με όρους παραδοσιακού καζίνου ή γυρολόγου παπατζή, στοιχηματίζοντας σε οτιδήποτε διαπερνάται από μια έννοια διακινδύνευσης ή αβεβαιότητας.
Οι δραστηριότητες αυτές αποτελούν πεδία κερδοφορίας υψηλού ρίσκου-αν και με απόλυτο έλεγχο- και σε καμιά περίπτωση δεν συνιστούν κερδοσκοπικά παιχνίδια: όσοι τις χαρακτηρίζουν ως δείγματα ενός καπιταλισμού «καζίνο», «ζόμπι», «εκτός νόμου», «ολοκληρωτικού» κτλ., διαπράττουν ένα διπλό σφάλμα: από τη μια θεωρούν ότι υφίσταται ένας υγιής ηθικός καπιταλισμός που προσανατολίζεται στην ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών και από την άλλη αποδίδουν στον καπιταλισμό ιδιότητες που δεν του ανήκουν, καθώς προέρχονται είτε από την τακτική υποχώρησης του φιλελευθερισμού έναντι του μαρξισμού είτε από την επιχείρηση ρυθμισής του εκ μέρους της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας.
Στην πραγματικότητα, η διάκριση μεταξύ χρηματιστικού και παραγωγικού κεφαλαίου -που επιτρέπει την νομιμοποίηση του καπιταλισμού-είναι παραπλανητική, αφού και τα δύο αποτελούν συμπληρωματικές όψεις του ίδιου φαινομένου. Το «πλασματικό» κεφάλαιο δεν είναι λιγότερο πραγματικό από το παραγωγικό. Ο καπιταλισμός ως ιδέα, ως δομή κατασκευής του πραγματικού εκτυλίσσει τις συνέπειές του στο πεδίο της πραγματικότητας· αποτελεί το υποκείμενο, για το οποίο η πραγματικότητα συνιστά το αντικείμενο. Αν εκλάβουμε τον καπιταλισμό όχι μόνο ως ένα σύστημα εκμετάλλευσης -και σε συνάρτηση με το θεσμικό πλαίσιο εξουσίας-, αλλά και ως σύστημα κυριαρχίας που εδράζεται στη φιλελεύθερη ιδεολογία γίνεται κατανοητό γιατί το Κεφάλαιο δημιουργεί αξία και αποδίδει ποσοτική τιμή σε κάθε πτυχή του πραγματικού. Από την άποψη μιας οντολογίας του καπιταλισμού ή μιας διαλεκτικής του κακού, η πραγματικότητα οφείλει να υποκατασταθεί από την παγκόσμια αγορά, κάθε ζωντανή ύπαρξη από μια νεκρή ποσότητα, κάθε έννοια από έναν αριθμό. Η ολοκληρωτική κεφαλαιοποίηση αποτελεί την ολοκληρωτική κυριαρχία του συλλογικού εγωισμού-υπερβατικού θα λέγαμε-που καθιστά αντικείμενα και τα ίδια τα υποκείμενα.
Από αυτή τη σκοπιά, οι πρόσφατες νεοφιλελεύθερες θανατηφόρες πολιτικές λιτότητας δεν σηματοδοτούν μόνο ένα νέο καθεστώς συσσώρευσης αλά και ένα νέο καθεστώς κυριαρχίας: η εργασία και η ζωή-ως μέσα συσσώρευσης- καθίστανται περιττά σε σχέση με την επίτευξη της ολοκληρωτικής κυριαρχίας· ο θάνατος αποδεικνύεται πιο χρήσιμος τόσο από πλευράς συσσώρευσης όσο και κυριαρχίας.
http://leninreloaded.blogspot.gr/2014/10/blog-post_94.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου