Του Γιώργου Ρακκά από το Άρδην τ. 104
Τον τελευταίο καιρό, η διεθνής σκηνή παρακολουθεί έκπληκτη τον πρόεδρο της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν να μεθοδεύει συστηματικά, ανοικτά και απροκάλυπτα την εκτροπή του πολιτεύματος στη γείτονα χώρα.
Τα δυτικά ΜΜΕ αντιμετωπίζουν αυτή την εξέλιξη με μεγάλη έκπληξη, καθώς άλλοτε, κατά τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας, προέβαλλαν τον Τούρκο ηγέτη, εξυμνώντας τις δημοκρατικές του αρετές, ως κατ’ εξοχήν πρότυπο του ήπιου, δημοκρατικού, φιλελεύθερου και φιλοδυτικού ισλάμ. Δεν έχει περάσει και πολύς καιρός, εξάλλου, που το αμερικάνικο Τάιμ τον ανακήρυσσε, με αυτό το σκεπτικό, πρόσωπο της χρονιάς, το 2010.
Έκτοτε, βέβαια, ο ίδιος θα πολιτευτεί με τρόπο που αποδεικνύει ακριβώς το αντίθετο: Η υπερδεκαετής κυριαρχία του στα πολιτικά πράγματα της γείτονος θα σημάνει εν τέλει την απαρχή ενός νέου κύκλου αυταρχικής διολίσθησης του τουρκικού καθεστώτος, την ίδια στιγμή που, ιδίως από το 2010 και μετά, η τουρκική εξωτερική πολιτική θα επιδοθεί σε συστηματική πατρωνία του ισλαμικού φονταμενταλισμού, ιδίως μέσω της ανάμειξής της στην ανατροπή του καθεστώτος στη Λιβύη και στον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας.
Επρόκειτο για οβιδιακή μεταμόρφωση; Μόνον στα μάτια εκείνων που πήραν στα σοβαρά το υποτιθέμενα δημοκρατικό, φιλελεύθερο και φιλοδυτικό προσωπείο με το οποίο εκδηλώθηκε η νεοθωμανική διακυβέρνηση καθ’ όλη τη δεκαετία του 2000.
Πίσω από αυτό, όμως, υπήρξε μια συστηματική μεθόδευση για την εξουδετέρωση των νευραλγικών θέσεων ισχύος του παλαιού κεμαλικού κατεστημένου, το οποίο μέχρι πρότινος ήλεγχε αποφασιστικά την οικονομική και πολιτική ζωή της Τουρκίας. Αυτές ακριβώς τις θέσεις έθιξε ο υποτιθέμενος εκδημοκρατισμός και η οικονομική φιλελευθεροποίηση της χώρας· υπό τον μανδύα του πρώτου, συντελέστηκε μια αλλαγή φρουράς στα δίκτυα ελέγχου του στρατού, της δικαιοσύνης, της κρατικής μηχανής. Η δεύτερη, επί της ουσίας στόχευε στο να πλήξει το κρατικοδίαιτο, ελεγχόμενο από τον στρατό, δίκτυο οικονομικών συμφερόντων και παράλληλα να ενισχύσει τη μικρή και μεσαία ισλαμική επιχειρηματικότητα των λεγόμενων τίγρεων της Ανατολίας, που ήταν αποκλεισμένη από τα ίδια δίκτυα της κρατικής πατρωνίας.
Η διγλωσσία και η διπροσωπία με την οποία έδρασε το νεοθωμανικό κατεστημένο κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000 δεν είναι κάτι καινούργιο στην πολιτική ζωή της γείτονος. Ο κοινωνιολόγος Τανέρ Ακτσάμ υποστηρίζει ότι μάλλον αποτελεί μια… πατροπαράδοτη πολιτική πρακτική, που έλκει την καταγωγή της από την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας:
«Η αναποτελεσματικότητα των θεοκρατικών νόμων του οθωμανικού κράτους, οι οποίοι δεν είχαν προβλεφθεί για όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής, δημιούργησε μια συνθήκη όπου οι άρχουσες τάξεις λειτουργούσαν κατά την κρίση τους στην άσκηση της δικαιοσύνης. Το γεγονός αυτό οδηγούσε σε καταχρήσεις κι έτσι αυτή η διακριτική ευχέρεια μεταβαλλόταν σε αυθαιρεσία. Ο Μαξ Βέμπερ περιέγραψε αυτή την ιδιάζουσα ανασφάλεια στη δικαιοσύνη ως το βασικό χαρακτηριστικό της πατριαρχικής οθωμανικής κοινωνίας.
Ως συνέπεια αυτής της οθωμανικής κληρονομιάς αναπτύχθηκε μεταξύ των ατόμων και των συλλογικοτήτων μέσα στην κοινωνία μια σχιζοφρενική στάση αποδοχής των διχοτομιών μεταξύ των επίσημων υποχρεώσεων του κράτους και των πραγματικών κοινωνικών κανόνων. Με τους αιώνες, μια κουλτούρα του να μην εκφράζει κανείς τις αληθινές του απόψεις αναπτύχθηκε ιδίως μεταξύ των αρχουσών τάξεων. […] Στις επίσημες περιστάσεις και δημοσίως, οι άρχουσες τάξεις αναπαράγουν τις επίσημες αντιλήψεις προκειμένου να διατηρήσουν τη θέση τους και να μη δημιουργούν προβλήματα. Όσο για τις πραγματικές τους απόψεις, τις εκφράζουν μόνον στην ιδιωτική σφαίρα. Οι πραγματικές σχέσεις μέσα στην κοινωνία μπορεί να καθορίζονται με εκείνα που λέγονται ιδιωτικά, όταν τα μικρόφωνα κλείνουν. Η δημόσια σφαίρα είναι σαν τη σκηνή μιας θεατρικής παράστασης, όπου είναι γνωστό ότι λέγονται πολλά και αντιφατικά μεταξύ τους ψέματα…»1
Αρκεί να δούμε υπό αυτό το πρίσμα την πρόσφατη ιστορία της διακυβέρνησης των νεοθωμανών και η υποτιθέμενη στροφή προς τον εκδημοκρατισμό, τη φιλελευθεροποίηση της οικονομίας και τη Δύση μετατρέπεται στο αντίθετό της. Ιδιαίτερα δε σε ό,τι αφορά στην εσωτερική πολιτική ζωή, η διακυβέρνηση του AKP θα σφραγιστεί από τη διενέργεια αλλεπάλληλων θεσμικών πογκρόμ εναντίον των αντιπάλων του νεοθωμανισμού: Αρχικώς, με την «αποκάλυψη» των συνωμοσιών της «Βαριοπούλας» και της οργάνωσης «Εργκενεκόν», οι επιφανείς του παλαιού κεμαλικού κατεστημένου θα διωχθούν με τις κατηγορίες για ανατροπή της κυβέρνησης και εσχάτης προδοσίας και θα έπιτύχουν την συναίνεση των Ευρωπαίων και των Αμερικανών ως δήθεν κινήσεις εκδημοκρατισμού. Αυτά τα «δημοκρατικά» πογκρόμ θα πραγματοποιηθούν με την υψηλή συμβολή του δικτύου Φετουλάχ Γκιουλέν, που ήταν τότε σε συμμαχία με τον νεο-Σουλτάνο, και ήλεγχε νευραλγικές θέσεις της κρατικής μηχανής και της δικαιοσύνης, ενώ διασφάλιζε την αμερικανική σιωπή.
Μόλις όμως τελειώσει ο Ερντογάν με τους θεματοφύλακες του παλαιού κατεστημένου, θα έρθει η σειρά και του Γκιουλέν, ο οποίος θα δει το δίκτυό του να εξουδετερώνεται με τις ίδιες πρακτικές. Οι πολιτικές εκκαθαρίσεις θα αγγίξουν και τον Αμπντουλάχ Γκιουλ, ο οποίος θα αποσυρθεί από το προσκήνιο, καθώς πρέσβευε σαφέστατα πιο μετριοπαθείς θέσεις από τον Ερντογάν και είχε προσπαθήσει να παίξει πυροσβεστικό ρόλο κατά την πολιτική κρίση που πυροδότησε η εξέγερση της πλατείας Ταξίμ (2014).
Η έξωση του Γκιουλ θα σηματοδοτήσει την απαρχή ενός νέου κύκλου ήπιων πολιτικών εκκαθαρίσεων, που θα καταλήξουν στην εξουδετέρωση του Αλί Μπαμπατσάν, τσάρου της τουρκικής οικονομίας και αρχιτέκτονα του σύντομου τουρκικού οικονομικού θαύματος κατά τη δεκαετία του 2000 και προσφάτως του ίδιου του Αχμέτ Νταβούτογλου, ο οποίος είναι και ο τελευταίος από τους αυτόφωτους αστέρες του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης που αποτελούσαν οιονεί απειλή στην παντοδυναμία του Ερντογάν.
Ο τελευταίος κύκλος συγκρούσεων εκφράζει μια διάσταση απόψεων σε στρατηγικό επίπεδο: Ο Νταβούτογλου διατηρούσε επιφυλάξεις απέναντι σε μια πολιτική που αξίωνε να καταστήσει την Τουρκία κρατικό εκπρόσωπο και πάτρωνα της σκληρής, μονολιθικής στροφής του σουνιτικού κόσμου· επίσης, δεν επιθυμούσε να κλιμακωθεί η ένταση σε τέτοιο βαθμό ούτε με το Ισραήλ, ούτε και με την Ρωσία και δεν ενέκρινε την τακτική των εκβιασμών που εσχάτως είχε υιοθετήσει ο Ερντογάν απέναντι στην Ε.Ε. πάνω στο προσφυγικό ζήτημα. Από την άλλη, είναι γνωστό ότι όλη η υπόγεια πολιτική στήριξης και τροφοδοσίας του ισλαμικού χαλιφάτου θα πραγματοποιηθεί από παράγοντες που αναφέρονται απευθείας στο προεδρικό γραφείο – είναι γνωστή η εμπλοκή σε αυτούς τους μηχανισμούς λογιστικής υποστήριξης ακόμα και του γιού του Ερντογάν, Μπιλάλ.
Όσο για τον Μπαμπατσάν, η σύγκρουση θα ξεσπάσει αρχικώς ως διαφωνία για το ύψος των επιτοκίων. Ο τσάρος της οικονομίας, ακολουθώντας τις ντιρεκτίβες των διεθνών χρηματοπιστωτικών οργανισμών, ακολουθεί μια πολιτική υψηλών επιτοκίων η οποία εκνευρίζει τον Ερντογάν, καθώς συμβάλλει στην ενίσχυση του τραπεζικού κλάδου – τον οποίο δεν έχει καταφέρει να ελέγξει. Πίσω από αυτή την διαφωνία υποκρύπτεται μια συνολική διάσταση απόψεων, καθώς ο ηγέτης του AKP πλέον έχει μεταστραφεί υπέρ ενός ιδιότυπου κρατικισμού, που θέλει την οικονομική ανάπτυξη να επιτυγχάνεται μέσω της τόνωσης της εσωτερικής ζήτησης και, κυρίως, μέσω κρατικών επενδύσεων σε φαραωνικά έργα και υποδομές, από τις οποίες επωφελούνται επιχειρήσεις ενός ευρύτερου περιβάλλοντος ευνοούμενων του προέδρου. Ο φαραωνισμός του Ερντογάν θα καταστεί παροιμιώδης, καθώς εκδηλώνεται μέσα από μεγαλομανιακά σχέδια για την κατασκευή του μεγαλύτερου αεροδρομίου στον κόσμο, ενός τεχνητού καναλιού παράλληλου με τον Βόσπορο, μιας τρίτης γέφυρας που θα συνδέει τις ευρωπαϊκές με τις ασιατικές του ακτές και άλλα έργα αντίστοιχης φιλοδοξίας που τροφοδοτούν κρατικές επενδύσεις της τάξεως των 100 δισ.$ – σχέδια τα οποία μεταξύ άλλων αποσκοπούν ανοιχτά στο να συγκροτήσουν «από τα πάνω» μια νέα οικονομική ελίτ, που να τελεί σε άμεσες σχέσεις εξάρτησης με το περιβάλλον του Τούρκου ηγέτη.
Η πρόσφατη αποπομπή του Νταβούτογλου θα σημάνει και την ολολήρωση αυτής της φάσης, που καταλήγει με την απόλυτη επικράτηση του Ερντογάν. Η νίκη του δεν συνεπάγεται μόνον την ουσιαστική συγκέντρωση όλων των εξουσιών στα χέρια του. Επιπλέον, η ανάδυση του νεο-σουλτάνου σηματοδοτεί μάλλον την ολοκλήρωση του νεοθωμανικού παραδείγματος διακυβέρνησης, το οποίο φαίνεται να κατασταλάζει σε έναν χαρακτήρα που θυμίζει πολύ περισσότερο τον παλαιό οθωμανισμό.
1. Taner Akcam, From Empire to Republic: Turkish Nationalism and the Armenian Genocide, Zed Books, Λονδίνο 2004, σελ. 16-17.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου