του Δημήτρη Καζάκη
Άδικα ο Μακρόν τη Δευτέρα το βράδυ επιχείρησε να αποτρέψει την κλιμάκωση της παλλαϊκής κινητοποίησης με αφορμή το κίνημα των «κίτρινων γιλέκων», όπως έχει ονομαστεί. Ούτε το έντονο μακιγιάζ για να φαίνεται επιβλητικός στις οθόνες της τηλεόρασης, ούτε οι συμβουλές των επικοινωνιολόγων, αλλά ούτε και οι αστείες εξαγγελίες ελαφρύνσεων δεν κατάφεραν να εμφανίσουν τον Μακρόν «ηγέτη του έθνους» αλά Ντε Γκολ.
Αντίθετα, η μουτσούνα του «ηγέτη του έθνους» που του φόρεσαν τον έκαναν να μοιάζει ακόμη πιο ασήμαντος απ’ ότι είναι, πιο παλιάτσος απ’ ότι είναι. Ένας κλητήρας μεγάλης τράπεζας, που απλά -όπως συνήθιζαν παλιά στο Παρίσι και στο Λονδίνο- τον έχουν ντύσει με τη μεγάλη στολή για να φαντάζει σημαντικός. Μια ασήμαντη προσωπικότητα, όπως όλες εκείνες που καλούνται να λειτουργήσουν ως διαχειριστές της εξουσίας προς το συμφέρον μιας κλίκας ισχυρών χρηματιστικών συμφερόντων.
Σε ανύποπτο χρόνο είχαμε χαρακτηρίσει τον νεόκοπο πρόεδρο της Γαλλίας Ρομπέρ Μακέρ, μια εμβληματική καρικατούρα την εποχή της μοναρχίας του Λουδοβίκου Φίλιππου της Ορλεάνης (1830-1848), που συμβόλιζε την άνοδο μιας ιδιαίτερα παρακμιακής και παρασιτικής ελίτ, της αριστοκρατίας του χρήματος. Πρόκειται για μια νέα τάξη πλουσίων που δημιούργησε μια πραγματική νέα αριστοκρατία, «μιας από τις πιο σκληρές», όπως δήλωνε ο Τοκβίλ, «που έχει εμφανιστεί ποτέ στη γη»[1]
Αυτή η νέα αριστοκρατία δεν αντλεί τον πλούτο της τόσο από τα επιχειρηματικά κέρδη, όσο από το μονοπώλιο του χρήματος. Κερδίζει δηλαδή από την ανάγκη που έχει μια οικονομία να κινείται με χρήμα, το οποίο δεν μπορεί να εξοικονομήσει αλλιώς παρά μόνο αγοράζοντάς το απ’ αυτήν την αριστοκρατία. Κι έτσι ολόκληρη η κοινωνία -όχι μόνο η εργατική δύναμη- υπόκειται στη χειρότερη μορφή εκμετάλλευσης, εκείνης του τοκογλύφου.
Η αυτενέργεια των μαζών
Κι όντως το κίνημα αυτό των «κίτρινων γιλέκων», που βδομάδα την βδομάδα εξελίσσεται σε αληθινά παλλαϊκή κινητοποίηση όλων των κοινωνικών στρωμάτων του Γαλλικού λαού, έχει πολλά και κοινά και ομοιότητες με έναν αληθινό ξεσηκωμό των «sans-culottes», η αλλιώς των αβράκωτων, ή ξεβράκωτων, δηλαδή των ανθρώπων του μεροκάματου που ανήκουν στην εργατική τάξη και τα χαμηλά μικροαστικά στρώματα, όπως π.χ. μικρέμποροι, επαγγελματίες, κλπ., οι οποίοι έχουν το συνήθειο από την εποχής της Μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης να κατέρχονται στον πολιτικό στίβο για τη σωτηρία της πατρίδας δια του πεζοδρομίου και των οδοφραγμάτων.
Η εξέγερση αυτή ξεκίνησε από τους επαγγελματίες και κυρίως τους αυτοκινητιστές, με αφορμή την αύξηση της φορολογίας στα καύσιμα που εξίσωνε την τιμή του πετρελαίου κίνησης με την τιμή της βενζίνης. Εξού και τα «κίτρινα γιλέκα», τα οποία είναι υποχρεωμένοι σύμφωνα με τον Γαλλικό νόμο να φορούν οι επαγγελματίες οδηγοί.
Όμως πολύ γρήγορα το ξέσπασμα της 17ης Νοεμβρίου για την τιμή των καυσίμων, ξεπέρασε κατά πολύ τα αρχικά κίνητρα. Πολύ σύντομα ενώθηκαν με τους επαγγελματίες στην κινητοποίηση τόσο στο Παρίσι, όσο και σε αρκετές άλλες πόλεις της Γαλλίας, κι άλλα κοινωνικά στρώματα μικρεμπόρων, που είναι αδύνατον να επιβιώσουν και μισθωτών.
Το περασμένο σαββατοκύριακο ενώθηκαν στις κινητοποιήσεις οι μαθητές και η νεολαία, μαζί με τους δημόσιους υπαλλήλους. Ενώ στο νέο ραντεβού για την επόμενη κινητοποίηση της 17ης Δεκεμβρίου έχουν ανακοινώσει ήδη ότι θα συμμετάσχουν και οι αγρότες.
Το εύρος, η επιμονή, η κλιμάκωση και προπαντός η συμμετοχή του απλού κόσμου ξεπερνά κάθε προηγούμενο. Από τους πρώτους μήνες του 1968 έχει να ζήσει το Παρίσι και άλλες πόλεις της Γαλλίας μια τόσο πλατιά και αποφασιστική κινητοποίηση του λαού. Κι ο κίνδυνος για το υφιστάμενο πολιτικό και πολιτειακό σύστημα της Γαλλίας είναι εξίσου άμεσος.
Με μόνο μια σημαντική διαφορά. Οι μάζες σήμερα που εξεγείρονται και απειλούν το καθεστώς της Γαλλίας, έχουν κερδίσει σε μεγάλο βαθμό την ελευθερία τους από το κομματικό και συνδικαλιστικό κατεστημένο, που φρόντισε το 1968 να εκτονώσει την κοινωνική εξέγερση. Κι αντί να οδηγήσει το λαό στην εξουσία, φρόντισε να στείλει την «φαντασία στην εξουσία» κι έτσι να συντριβεί η μεγαλύτερη παλλαϊκή έγερση της μεταπολεμικής Γαλλίας με σκοπό την ανατροπή του νεομοναρχικού προεδρικού καθεστώτος ώστε να ανοίξει ο δρόμος προς τη δημοκρατία.
Απέναντι σε όλους.
Γι’ αυτό και τις πρώτες δυο εβδομάδες το σύνολο του κοινοβουλευτικού κατεστημένου, όλα τα επίσημα κόμματα, δεξιά και αριστερά, στάθηκαν απέναντι στο κίνημα των «κίτρινων γιλέκων». Το χαρακτήρισαν ακροδεξιό, ρατσιστικό, ξενοφοβικό και υποκινούμενο από φασίστες. Με πρώτη την ίδια την κυβέρνηση Μακρόν, η οποία δήλωσε από την πρώτη κιόλας στιγμή ότι πρόκειται για κίνημα ακροδεξιό, υποκινούμενο από την Λεπέν.
Αμέσως πήραν γραμμή όλοι. Η επίσημη αριστερά και τα κόμματά της στην καλύτερη περίπτωση κράτησαν αποστάσεις και αντιμετώπισαν την κινητοποίηση με εχθρική αμηχανία. Το ίδιο και οι ηγεσίες των Γενικών Συνομοσπονδιών των συνδικάτων.
Η Λεπέν με τη σειρά της βγήκε από τον πολιτικό της λήθαργο κι αμέσως βάλθηκε να διεισδύσει στο κίνημα ώστε να το ελέγξει. Η εντολή ήταν σαφής από την ίδια την κυβέρνηση. Έπρεπε πάση θυσία το κίνημα των «κίτρινων γιλέκων» να ταυτιστεί με την ξενοφοβική, ρατσιστική ακροδεξιά.
Μόνο που η Λεπέν ατύχησε. Δεν μπόρεσε να διεισδύσει στο κίνημα. Οι πολιτευτές της εκδιώχθηκαν κακήν κακώς, όπως και όλων των άλλων επίσημων κομμάτων που επιχείρησαν να διεισδύσουν και να πάρουν τα ηνία.
Οι απειλές της εξουσίας
Η κατάσταση από σαββατοκύριακο σε σαββατοκύριακο ξέφευγε από τον έλεγχο του καθεστώτος. Ο τρόμος των ιθυνόντων έφτασε σε σημείο βρασμού, όταν είδαν την πολιτική βάση της αριστεράς να αγνοεί τις αιτιάσεις και την εχθρότητα προς το κίνημα των ηγεσιών της και προσχώρησε κι αυτή.
Η εξουσία άρχισε να απειλεί. Μαζικές συλλήψεις. Κατ’ οίκον έρευνες όσων θεωρούνταν, ή στοχοποιούνταν ως πρωτεργάτες του κινήματος. Απειλές για άγρια καταστολή και φυλακίσεις με βάση τον αντιτρομοκρατικό. Και τέλος απειλές για κάθοδο του στρατού στους δρόμους του Παρισιού και των άλλων πόλεων για να αντιμετωπιστούν οι διαδηλωτές.
Όμως, οι τακτικές αυτές εκφοβισμού και κρατικής τρομοκρατίας, όχι μόνο δεν αποθάρρυναν, αλλά βοήθησαν να γιγαντωθεί το κίνημα. Κι έτσι στις 4 Δεκεμβρίου σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια η κυβέρνηση να αποτρέψει την κλιμάκωση της επόμενης μεγάλης κινητοποίησης στις 7-8 Δεκεμβρίου, ανακοινώσει επίσημα ότι παίρνει πίσω το μέτρο αύξηση των φόρων καυσίμων.
«Κανένας φόρος δεν θα θέσει σε κίνδυνο την ενότητα του έθνους », δήλωσε ο Πρωθυπουργός Édouard Philippe αφού ενημέρωσε τους βουλευτές σε συνεδρίαση στο Κοινοβούλιο κεκλισμένων των θυρών παρακαλώ. «Κάποιος θα πρέπει να είναι κωφός και τυφλός για να μη ακούσει ή να μην δει το θυμό», είπε. (The New York Times, 4/12) Ο πανικός της εξουσίας μπροστά στον εξεγερμένο λαό σ’ όλο του το μεγαλείο.
Η ενότητα του έθνους.
Οι κραυγές αυτές για την «ενότητα του έθνους» που απειλείται συνηθίζονται τις τελευταίες εβδομάδες να αρθρώνονται από κυβερνητικά χείλη. Είτε απολογητικά, είτε σαν απειλές. Κι έχουν απόλυτο δίκιο. Η ενότητα του έθνους είναι το επίδικο ζήτημα της κινητοποίησης. Ποια ενότητα του έθνους; Η ενότητα του έθνους που θέλει τη μεγάλη πλειοψηφία υποταγμένη στην αριστοκρατία των χρηματιστηρίων, των τραπεζών και του χρήματος.
Η κυβέρνηση και ο Μακρόν μιλά για την ενότητα του έθνους με τους ίδιους όρους που μιλούσε και ο Λουδοβίκος 16ος το 1789. Την ενότητα του έθνους που εκφραζόταν στο πρόσωπό του και τις εξουσίες του. Ερήμην της κοινωνίας των πολιτών.
Για την ίδια ενότητα του έθνους μιλούν σήμερα οι εκπρόσωποι της εξουσίας. Μια εξουσίας προεδρικής απολυταρχίας, όπου το κοινοβούλιο πρώτα και ο λαός ιδιαίτερα παίζουν το ρόλο του κομπάρσου, ή του θεατή μιας καθ’ όλα στημένης παράστασης. Αυτήν ακριβώς την ενότητα του έθνους αμφισβητούν έμπρακτα τα «κίτρινα γιλέκα».
Είμαστε σχεδόν 30 χρόνια μετά την διακοσιοστή επέτειο της Μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης, όπου ο τότε σοσιαλιστής πρόεδρος Μιτεράν ενταφίασε και επίσημα τη μνήμη της, κλείνοντας το μουσείο της στην πόλη του Παρισιού και κηρύσσοντας έναν ανελέητο πόλεμο ενάντια στις παρακαταθήκες της. Πρώτα και κύρια μέσα από τα βιβλία ιστορίας του Γαλλικού σχολείου.
Ο παλιός υπάλληλος της υπηρεσίας ομήρων και αιχμαλώτων του καθεστώτος Βισύ, της πιο μισητής υπηρεσίας τον καιρό εκείνο στην κατεχόμενη από τους ναζί Γαλλία, ολοκλήρωσε την αποστολή του εναντίον του Γαλλικού έθνους με τον μανδύα του σοσιαλιστή και τις απολυταρχικές εξουσίες του Προέδρου. Ο επαναστατικός πατριωτισμός του Γαλλικού λαού έπρεπε να υποκατασταθεί από τον κοσμοπολιτισμό της αριστοκρατίας, της νέας αριστοκρατίας του χρηματιστηρίου, των τραπεζών και των αγορών του χρήματος.
Η αναβίωση του πατριωτισμού.
Επί σχεδόν 30 χρόνια διεξάγεται ένας ανελέητος πόλεμος για να ξεχαστεί η σημασία της 14ης Ιουλίου του 1789, όπου απρόσμενα και για πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία όχι οι αστοί, αλλά οι ξεβράκωτοι διεκδίκησαν το έθνος για τον εαυτό τους, καταλαμβάνοντας και γκρεμίζοντας την Βαστίλη, το μισητό σύμβολο της μοναρχίας. Αν οι ξεβράκωτοι δεν έβγαιναν από τις χαμοκέλες τους και δεν γκρέμιζαν τη Βαστίλη, οι αστοί της εθνοσυνέλευσης θα τα είχαν βρει με τον μονάρχη και την νομενκλατούρα του. Και η δημοκρατία ως συνταγματική επιταγή θα είχε παραμείνει στην φαντασία των φιλοσόφων.
Κι εκεί που όλοι πίστευαν ότι ο επαναστατικός πατριωτισμός των Γάλλων είχε πεθάνει, ή έστω οι εξουσίες τα είχαν καταφέρει να τον περιτειχίσουν στο στρατόπεδο αιχμαλώτων της ακροδεξιάς Λεπέν, ήρθαν τα πάνω κάτω. Ο απλός λαός έδειξε ότι τον συνδέουν με την ιστορία του έθνους του πολύ πιο στενοί και οργανικοί δεσμοί από εκείνους που οικοδομούνται επίσημα από το κράτος και τα σχολεία του. Δεσμοί αίματος που χύθηκε στα οδοφράγματα και τους αγώνες για την ελευθερία, την ευημερία και τη δημοκρατία του λαού.
Η ιδέα του έθνους.
Δικαιολογημένα λοιπόν τρέμουν οι κυβερνώντες για την ενότητα του έθνους. Αυτοί και οι ομόλογοί τους στο κοινοβούλιο, που αποδέχονται μάλιστα να συνεδριάζουν κεκλεισμένων των θυρών, αντιπροσωπεύουν στην καλύτερη περίπτωση την ιδέα του έθνους. Ενώ οι διαδηλωτές αντιπροσωπεύουν το ζωντανό έθνος, την υλική δύναμη του έθνους, δηλαδή τον λαό. Άλλωστε αυτό το νόημα έχει το έθνος και η πατρίδα για τον λαό.
Κι όταν η ζωντανή δύναμη του έθνους ξεσηκώνεται ενάντια στην ιδέα του έθνους, όπως την αντιπροσωπεύουν οι θεσμοί της εξουσίας, τότε έχουμε ένα ρήγμα τόσο βαθύ που δεν μπορεί να γεφυρωθεί με κανενός είδους υποχωρήσεις της εξουσίας. Ακόμη κι αν υποχωρήσουν οι κινητοποιήσεις, ακόμη κι αν ηττηθούν, ή εκφυλιστούν, οι λογαριασμοί θα παραμείνουν ανοιχτοί ανάμεσα στο λαό και την εξουσία.
Και σ’ αυτό ακριβώς βρίσκεται η μεγάλη σημασία των παλλαϊκών κινητοποιήσεων. Ο λαός διδάσκεται με τον δικό του μοναδικό τρόπο την τέχνη της πολιτικής. Μαθαίνει να ποδοπατά τα ιερά και όσια της εξουσίας, να μην στέκει εκστατικός και ευλαβής μπροστά στους εκπροσώπους της, να μην αρκείται απλά και μόνο στις εκλογές, οι οποίες πλέον έχουν καταντήσει μια εκ των υστέρων εθιμοτυπική νομιμοποίηση επιλογών και πολιτικών, που έχουν αποφασιστεί ήδη σε δομές εξουσίας τελείως απροσπέλαστες ακόμη και για την φαντασία του απλού κόσμου.
Για πρώτη φορά μετά από πολλές δεκαετίες ο μέσος Γάλλος νιώθει ότι έχει τη δύναμη να αλλάξει τα πράγματα ο ίδιος κι όχι δια αντιπροσώπου, κομματικού, συνδικαλιστικού, ή άλλου. Κι αυτό συνιστά μια λύτρωση που θα επιτρέψει στον ίδιο τον λαό να γίνει δύσκολος από εδώ και μπρος για να κυβερνηθεί από απολυταρχικές εξουσίες. Ακόμη κι αν αύριο το πρωί υποχωρήσουν οι κινητοποιήσεις και φανεί ότι η κοινωνία επιστρέφει στον πολιτικό της λήθαργο.
Επαναστατική κατάσταση.
Βλέπετε οι κινητοποιήσεις αυτές σηματοδοτούν το αδιαφιλονίκητο γεγονός ότι και η Γαλλία εισήλθε αισίως στην καρδιά μιας βαθύτατης επαναστατικής κρίσης, η οποία σαρώνει πολλές χώρες στην Ευρώπη, αλλά και τις ΗΠΑ. Η απειλή πού πηγάζει από την επαναστατική κατάσταση σήμερα αποκαλείται από τους απολογητές και εκπροσώπους της κατεστημένης εξουσίας με τον όρο «λαϊκισμός».
Με την έννοια επαναστατική κατάσταση ευνοούμαι αυτό που ένας από τους πιο επιφανείς μελετητές της περιόδου των δημοκρατικών επαναστάσεων του 18ου και 19ου αιώνα, ο R. R. Palmer, ορίζει, δηλαδή σαν «μια κατάσταση στην οποία υπονομεύεται η εμπιστοσύνη στο δίκαιο ή το εύλογο της υφιστάμενης εξουσίας. Όπου οι παλιές νομιμοφροσύνες ξεθωριάζουν, οι υποχρεώσεις γίνονται αισθητές ως επιβολές, ο νόμος φαίνεται αυθαίρετος και ο σεβασμός προς τους ανωτέρους θεωρείται ως μια μορφή ταπείνωσης. Όπου οι υπάρχουσες πηγές γοήτρου φαίνονται ανάξιες, οι μέχρι σήμερα αποδεκτές μορφές πλούτου και εισοδήματος κρίνονται ως άδικες, ενώ η κυβέρνηση φαντάζει απόμακρη, μακριά από τους κυβερνώμενους χωρίς να τους «εκπροσωπεί» πραγματικά. Σε μια τέτοια κατάσταση η αίσθηση της κοινότητας χάνεται και ο δεσμός μεταξύ των κοινωνικών τάξεων μετατρέπεται σε ζήλια και απογοήτευση. Μερίδες του λαού που είχαν προηγουμένως ενσωματωθεί αρχίζουν να αισθάνονται ξένοι, ή εκείνοι που ποτέ δεν είχαν ενσωματωθεί αρχίζουν να αισθάνονται ότι τους έχουν ξεχάσει… Καμία κοινότητα δεν μπορεί να ανθίσει υπό τέτοιες αρνητικές συμπεριφορές, ιδίως αν είναι ευρέως διαδεδομένες ή μακρόχρονες. Η κρίση είναι μια κρίση της ίδιας της κοινότητας, της πολιτικής, της οικονομικής, της κοινωνιολογικής, της προσωπικής, της ψυχολογικής και της ηθικής ταυτόχρονα. Η πραγματική επανάσταση δεν είναι υποχρεωτικό να ακολουθήσει, αλλά από τέτοιες καταστάσεις προκύπτει η πραγματική επανάσταση. Κάτι πρέπει οπωσδήποτε να συμβεί, για να αποφευχθεί η συνεχιζόμενη επιδείνωση. Πρέπει να δημιουργηθεί κάποιο νέο είδος ή βάση κοινότητας»[2]
Κι αυτού του είδους οι επαναστατικές κρίσεις σαν την σημερινή δεν μπορούν παρά να γεννήσουν παλλαϊκά κινήματα. Όχι ταξικά κινήματα, δηλαδή κινήματα μιας πρωτοπόρας και καλά οργανωμένης τάξης, αλλά κινήματα του λαού του οποίου τα κοινωνικά στρώματα και οι τάξεις φτωχοποιούνται μαζικά και οδηγούνται στο περιθώριο της οικονομικής και πολιτικής ζωής.
Κι όπως ορθά έγραφε ο Λένιν: «Παλλαϊκό είναι το κίνημα που εκφράζει τις αντικειμενικές ανάγκες όλης της χώρας και κατευθύνει όλα τα σκληρά χτυπήματά του ενάντια στις κεντρικές δυνάμεις του εχθρού, ο οποίος εμποδίζει την ανάπτυξη της χώρας. Παλλαϊκό, είναι το κίνημα που το υποστηρίζει η συμπάθεια της τεράστιας πλειοψηφίας του πληθυσμού»[3]
Το επόμενο βήμα.
Να γιατί καμιά κυβερνητική υποχώρηση -έστω κι αν είναι πρώτη ουσιαστική κυβερνητική υποχώρηση επί θητείας Μακρόν- έρχεται πολύ αργά και αποκάλυψε ότι οι αιτίες της λαϊκής οργής είναι πολύ βαθύτερες. Δεν αφορούν απλά τα μέτρα πολιτικής, αλλά με τον συνολικό τρόπο λειτουργίας της πολιτικής και πολιτειακής ζωής στη Γαλλία.
Το δυστύχημα για την κυβέρνηση είναι το γεγονός ότι δεν έχει ούτε πολιτικές, ούτε συνδικαλιστικές ηγεσίες, ώστε να εκτονώσουν το κίνημα των πολιτών στο όνομα της ικανοποίησης των αιτημάτων. Κι έτσι το σαββατοκύριακο που μας πέρασε η κινητοποίηση πήρε τέτοιες διαστάσεις που εξανάγκασε την κυβέρνηση να καλέσει την στρατοχωροφυλακή (gendarmerie), ένα παραστρατιωτικό σώμα καταστολής.
Με άλλα λόγια η κυβέρνηση Μακρόν έφτασε ένα βήμα πριν καλέσει τις ένοπλες δυνάμεις εναντίον του λαού. Από τη Δευτέρα και καθώς τα ραντεβού για το επόμενο σαββατοκύριακο των διαδηλωτών πληθαίνουν όσο ποτέ πριν, ο Μακρόν βγήκε με διάγγελμα να ανακοινώσει αυξήσεις στον κατώτατο μισθό, στην κοινωνική πρόνοια για τους αναξιοπαθούντες, οριακές φορολογικές ελαφρύνσεις, κοκ.
Οι ανακοινώσεις αυτές του Μακρόν, που σύμφωνα με τα εξαγορασμένα ΜΜΕ από το τραπεζικό καρτέλ που ελέγχει και την Γαλλία, θέτουν το «μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα» του δοτού προέδρου σε κίνδυνο, άφησαν αδιάφορα τα πιο καταπονημένα και εξασθενημένα στρώματα του Γαλλικού λαού. Εκείνα δηλαδή που αποτελούν την βασική κινητήρια δύναμη του παλλαϊκού ξεσηκωμού.
Οι «παροχές» του Μακρόν είχαν το αντίθετο αποτέλεσμα. Έδωσαν αίσθηση δύναμης στους αδύναμους. Τους έδωσε να αντιληφθούν ότι έχουν τη δύναμη να επιβάλλουν τη θέλησή τους. Και μάλιστα πρωτογενώς, οι ίδιοι, αυτεξούσιοι, χωρίς διαμεσολαβήσεις από κόμματα του κοινοβουλίου και τους ημετέρους.
Κι έτσι τέθηκαν σε εφαρμογή τα μεγάλα μέσα. Επιστρατεύθηκε ο φόβος της τρομοκρατίας. Το τρομοκρατικό χτύπημα στο Στρασβούργο έχει σαν κύριο στόχο να σπείρει τον τρόμο στην κοινωνία κι έτσι να αποτρέψει την κλιμάκωση των κινητοποιήσεων. Από την άλλη δίνει ένα εξαιρετικό πρόσχημα στον Μακρόν για να κινητοποιήσει τις ένοπλες δυνάμεις στο όνομα της αντιμετώπισης της τρομοκρατίας.
Το σαββατοκύριακο αυτό είναι ιδιαίτερα κρίσιμο. Όμως ακόμη κι αν οι κινητοποιήσεις υποχωρήσουν, η αναμέτρηση με την κοινωνία δεν θα καταλαγιάσει. Ο Μακρόν και τα συμφέροντα που υπηρετεί δεν είναι σε θέση να αποσοβήσουν την επαναστατική κρίση ή να βγάλουν την Γαλλία από την επαναστατική κατάσταση.
Αντίθετα είναι υποχρεωμένος να προχωρήσει το «μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα» προς όφελος των υπερεθνικών δομών εξουσίας, της ΕΕ και των αγορών. Κι αυτό σημαίνει αναγκαστικά δραματική επιδείνωση της επαναστατικής κατάστασης, της αναμέτρησης ακόμη και με τις πιο στοιχειώδεις κοινωνικές προσδοκίες, ιδίως των μαζών που τίθενται οριστικά στο περιθώριο.
Οι κοινωνικές εκρήξεις από εδώ και μπρος, οι κοινωνικές εξεγέρσεις και τα παλλαϊκά κινήματα έχουν πλέον μπει στην ημερήσια διάταξη. Μέχρις ότου βρεθούν εκείνες οι δυνάμεις που αφενός επιβάλλουν από τα κάτω την ανατροπή του Προέδρου και αφετέρου την ριζική ανασυγκρότηση του Γαλλικού έθνους.
Σημειώσεις:
[1] Δημήτρης Καζάκης, Ο Ρομπέρ Μακέρ κατά κόσμο Εμμανουέλ Μακρόν στην Αθήνα, 8/9/2017, https://dimitriskazakis.blogspot.com/2017/…/blog-post_8.html
[2] R.R. Palmer, The Age of the Democratic Revolution, vol. I, New Jersey: Princeton University Press, 1959, σελ. 21.
[3] Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τ. 22, σ. 294-95.
από το «https://dimitriskazakis.blogspot.com/»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου