«Έλα σκατότουρκε, έλα Εβραίε, απεσταλμένε από τους γύφτους· έλα να ακούσεις τα κέρατά σας, γαμώ την πίστιν σας και τον Μωχαμέτη σας. Τι θαρεύσετε κερατάδες…Δεν εντρέπεσθε να ζητείτε ’’από ημάς’’ συνθήκην με ’’έναν’’ κόντζιά σκατό-Σουλτάν Μαχμούτην –να τον χέσω και αυτόν και τον Βεζίρην σας και τον Σιλιχτάρ Μπόδα την πουτάνα».
Με αυτό το ακατάσχετο υβρεολόγιο «έλουσε» εν έτει 1823 ο Γεώργιος Καραϊσκάκης τον απεσταλμένο του Τούρκου στρατιωτικού αρχηγού των Τρικάλων, Σιλιχτάρ Μπόδα, όταν εκείνος πήγε να συναντήσει τον πρώτο στα Άγραφα για μια από τις τετριμμένες «συνομιλίες κορυφής» με θέμα τη στάση που θα τηρούσαν οι αρματολοί της περιοχής απέναντι στις σχεδιαζόμενες εκστρατείες των Τούρκων.
Η γνώμη όσων γνώρισαν το Γεώργιο Καραϊσκάκη και πολέμησαν μαζί του δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης για το σύνολο των προτερημάτων που τον χαρακτήριζαν. Ο ίδιος ο Κιουταχής είχε αναγνωρίσει την αξία του, αρεσκόμενος μάλιστα να αντιμετωπίζει τις μεταξύ τους μάχες, από το Μεσολόγγι (1825) έως την πολιορκία της Ακρόπολης (1827) ως προσωπικές μονομαχίες. Ο μεγαλύτερος, μαζί με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, πολέμαρχος του 1821 ήταν ένας άνδρας «ακούραστος εις τους αγώνας» (Χριστόφορος Περραιβός), «μεγαλόδωρος και ευεργετικός» (Γεώργιος Γαζής), «αρείτολμος και καλός στρατηγός» (Σπυρομήλιος), «ατρόμητος» (Ιωάννης Κωλέττης), με «νουν ακατέργαστον αλλά γεννητικότατον και οξύτατον» (Παναγιώτης Σούτσος) και «επίμονον γενναιότητα» (Andre Louis Gosse, Ελβετός φιλέλληνας γιατρός). Όπως το έθεσε με μία λέξη ο Νικόλαος Κασομούλης ήταν «Αρχηγός» με άλφα κεφαλαίο.