Κανάλια Καρδίτσας: Μαρτυρικό χωριό. Ο Πολιτιστικός Σύλλογος Καναλιωτών της Αθήνας ήδη από το 2023 που συμπληρώθηκαν 80 χρόνια από τον βομβαρδισμό του χωριού από τους Γερμανούς κατακτητές, προσπαθεί με ενέργειές του προς την πολιτεία, να αναγνωρισθούν τα Κανάλια ως Μαρτυρικό χωριό. Αφετηρία υπήρξε η πετυχημένη μεγάλη σχετική συναυλία τον Αύγουστο του 2023.
2.(Αφίσα της συναυλίας)
Σ’αυτό το δύσκολο αλλά δίκαιο εγχείρημα οφείλουμε να συμβάλουμε όλοι μας αναλόγως των δυνατοτήτων μας.
Για να μαθαίνουν οι μικρότεροι και για να ενθυμούνται οι παλιότεροι (δυστυχώς πολύ λίγοι ζουν σήμερα από αυτούς που βίωσαν τη φρίκη), θα προσπαθήσουμε να αναβιώσουμε εικονογραφικά και διηγηματικά τα δραματικά γεγονότα εκείνης της μαύρης για τα Κανάλια ημέρας, ανατρέχοντας σε ακούσματα επιζώντων και σχετικά δημοσιεύματα…
Ο βομβαρδισμός των Καναλίων Καρδίτσας τον Δεκαπενταύγουστο του 1943 ανήμερα της γιορτής της Παναγίας, ήταν και είναι αναμφισβήτητα ένα έγκλημα πολέμου. Ξεκλήρισμα ολόκληρων οικογενειών, άμαχου πληθυσμού, γυναικόπαιδων, ολοκληρωτική καταστροφή κατοικιών μην αφήνοντας πέτρα πάνω στην πέτρα. Ένα ανελέητο σφυροκόπημα ωρών, ρίχνοντας εμπρηστικές βόμβες και μυδραλιοβολώντας κατά κατοικημένων σπιτιών, αποσκοπώντας στον αφανισμό κάθε είδους ανθρώπινης και γενικά ζωικής ύπαρξης!)
(Ακολουθούν αποσπάσματα από το βιβλίο του Στέφανου Πρίντσιου «Εν Καναλίοις - Λεύκωμα ενθυμήσεων», γραμμένο στην Καναλιώτικη ντοπιολαλιά!)
Οι περισσότερες πάντως αφηγήσεις των μεγαλύτερων αφορούσαν τα βάσανά τους στον πόλεμο με τους Ιταλούς, στην κατοχή με τους Γερμανούς, μας λέγαν για την πείνα του σαρανταένα, για το βομπαρδισμό, για τους αντάρτες και τον εμφύλιο. Μάνα και γιαγιά φιλογούσαν αράδα. -« Αλιά αγιέμ, αλιά τουν κουσμάκου απ’ πήγι χαμένους,τζιάπα!» -« Πέτι μας για του βουμπαρδισμό, πέτι μας!» φωνάζαμε εμείς και μετά δεν βγάναμε κιχ, να μη χάσουμε ούτε κουβέντα!
3.Πίνακας σε καμβά με στίγματα σινικής μελάνης, του Στέφανου Πρίντσιου.
Τις χειμωνιάτικες κρύες νύχτες το μαντζάτο ήταν το μέρος συγκέντρωσης όλης της οικογένειας. Εκεί γύρο από το αναμμένο τζάκι (γουνιά) εμείς τα τσέλιχα ακούγαμε με τις ώρες από τη μάνα και τη γιαγιά την ιστορία του βομβαρδισμού.) -« Ηταν Δικαπινταύγουστους τότις, παγκύρ(ι), τσι Παναγίις. Πήγαμαν του προυί στην ικκλησία κι όταν τέλειουσι η λειτουργία κι σχόλασι, όξου στην πόρτα κρατούσαν οι άντρις τη σημαία την Ελληνικιά απλουμέν(η) κι απιρνούσι η κόσμους απουκάτ.»
4.Λεπτομέρεια πίνακα σε καμβά με στίγματα σινικής μελάνης, του Στέφανου Πρίντσιου.
Τα περί μάζωξης αντάρτικων οργανώσεων στην περιοχή των Αγράφων και της ύψωσης της Ελληνικής σημαίας στην αυλή της εκκλησίας δεν είναι σοβαροί λόγοι αιτιολόγησης της σφαγής. Την εποχή εκείνη, συγκεκριμένα από το Μάρτιο του 1943, δηλαδή τέσσερις μήνες πριν, οι Ιταλοί είχαν αποχωρήσει από την Καρδίτσα που ήταν ήδη η πρώτη ελεύθερη πόλη της Ελλάδας. Στην κυριολεξία τόσο η Καρδίτσα όσο και τα χωριά της ανταρτοκρατούνταν. «Συνθήματα αντιστασιακά και κάθε άλλου είδους επιγραφές κάλυπταν τους τοίχους. Συλλαλητήρια και παρελάσεις μετέδιδαν τον αγωνιστικό παλμό…» αναφέρει ο ιστορικός Σόλων Γρηγοριάδης. Τα παραπάνω επιβεβαιώνουν ξεκάθαρα πως μία συγκέντρωση κόσμου στην εκκλησία ενός χωριού για εκκλησιασμό, με μία ανεμίζουσα γαλανόλευκη σημαία δεν ήταν στο νομό Καρδίτσας εκείνες τις μέρες κάτι το ασυνήθιστο ή αξιόλογο, μήτε καν πρωτόγνωρο, ύποπτο, σημαντικό, ώστε να αποτελέσει αιτία πολεμικής επιχείρησης τέτοιας μορφής!)
« - Στάσ’ ισύ, θα τα πω ιγώ, π’τα θυμώμι καλύτιρα…» πετάχτηκε η μάνα μου, αποστομώνοντας τη γιαγιά τη Λισάβου «…Ικεί απ’λέτι που χάζιβάμαν στου προυαύλιου ιμείς τα κουτσιούβιλα, γλέπουμι ένα αϊρουπλάνου να σγών(ει). Κατέφκι τόσου χαμπλά, που κόντιψι να κρούσ(ει) στου σταυρό απ’ του καμπαναριό!»
5.Λεπτομέρεια πίνακα σε καμβά με στίγματα σινικής μελάνης, του Στέφανου Πρίντσιου.
Ειδυλλιακή εικόνα μιας γιορταστικής ηλιόλουστης καλοκαιρινής ημέρας. Ποτέ ή σπάνια έβλεπαν, εκείνη την εποχή, αεροπλάνα τα σχολιαρόπαιδα. Οι ξέγνοιαστοι μπόμπιρες με τα κοντοπαντέλονα αιφνιδιάστηκαν! Άρχισαν να αλαλάζουν και να χαιρετούν το αεροπλάνο, χωρίς βέβαια να υποψιαστούν το επερχόμενο κακό. Άγουρα, απονήρευτα παιδούλια πώς να φανταστούν ότι αυτός ο καταγάλανος ουρανός θα γέμιζε σε λίγο από μηχανές θανάτου που θα σκορπούσαν τη φρίκη και τον αφανισμό άμαχου πληθυσμού! Δυστυχώς ένα προμελετημένο και καλά σχεδιασμένο έγκλημα πολέμου ήδη δρομολογήθηκε!...) ). «…Αυτό απ’λέτι, τ’αναθματσμένου, έφυγι ουτιτότις αλλά φαίνιτι πως γύρσι στη Λάρ’σα κι τα’πι χαρτί κι καλαμάρ(ι) στσι Γιρμανοί. Στα Κανάλια το κι το, απλουμένις σημαίις, αντάρτις κιάλλα τέτχοια…»
6.Λεπτομέρεια πίνακα σε καμβά με στίγματα σινικής μελάνης, του Στέφανου Πρίντσιου.
Οι Γερμανοί απ’ό,τι διαβάζουμε ως στρατιωτική μηχανή φημίζονταν για την μεθοδικότητά τους, τον σχεδιασμό των στρατιωτικών επιχειρήσεων τους και την αποτελεσματικότητά τους. Βλέπουμε όμως κάτι τέτοιο εδώ; Δεν αποτελεί προχειρότητα, δώδεκα βομβαρδιστικά αεροπλάνα να απογειωθούν βιαστικά από τη Λάρισα σε μία ώρα, ειδοποιημένα από ένα αναγνωριστικό, για αντάρτικη μάζωξη στην εκκλησία ενός αγραφιώτικου χωριού, την στιγμή που η ίδια η πόλη της Καρδίτσας ανταρτοκρατείται; Οι μαρτυρίες λένε ότι ο κόσμος ούτε κρύφτηκε, ούτε το απείλησε με εχθρικές διαθέσεις αλλά αντίθετα το χαιρετούσε, περνώντας το για συμμαχικό. Πού την είδε λοιπόν την αντάρτικη μάζωξη το αναγνωριστικό αεροπλάνο; Στα γυναικόπαιδα και στον άμαχο πληθυσμό; Εύλογα τα ερωτήματα για προβληματισμό. Εικάζεται πως το αεροπλάνο ήταν ανιχνευτικό, για να διαπιστώσει την ακινδυνότητα του χώρου από τυχόν αντιαεροπορικά πυρά, δίνοντας το στίγμα και ανάβοντας το πράσινο φως, της όλης ήδη προγραμματισμένης επιχείρησης…)
«…Μιτά απού ώρα αφού ξιθάρριψι η κόσμους, φάν’καν να πιτάν απάν απ’ του χουριό, ψηλά στα σύγνιφα, πουλλά αϊρουπλάνα…
Οι πρώτις βόμπις έπισαν κουντά στου σπίτι μας, στα Γακέικα, μπίίίβ, μπίίίβ!!!, σείθκι ουλόκληρου απ’ τα θιμέλια, αλλά ιμείς νόμζαμαν ότι οι βόμπις δε σκουτώνουν κόσμου κι ανοιούσαμαν - τα χαζά - τη θύρα στου ξιάναγου να δούμι όξου, κάνουντας χάζ(ι). Μόλις ακούουνταν του μπάάάμ!!!, κι μας έσπαγι η βρόντους τα μηνίγγια, κλειούσαμαν ταγλήγουρα την πόρτα τρυπώνουντας απού πίσου, χασκουγιλώντας κι κακαρίζουντας!
Κι ‘νω τηρούσαμαν στα κρυφά, ακούμι έναν κρότου μι νια βαζούρα κι γλέπουμι απουκείθι μιριά στουν Μπσόραχου, του σπίτ(ι) τσι Βασίλου του Τσιουμήτα να σκώνιτι στουν αέρα σα μπαλόν(ι) κι να φουσκών(ει) μιτά ουλόκληρου καταή κι να γένιτι ντιπ παγκλίδια, θρούψαλα!
Πέτρις, ξύλα, τσίγκια μαζί μι του άλουγου πού’νταν στη ρούγα έδιαβαν γκουρδουγκλώντας σουρουβουλιό κατ στου ρέμα, στη Γαυρώνα! Απόμναμαν τότις ιμείς μι ανοιχτό του στόμα κι τα μάτια γκουρλουμένα. Ιάτους ουτιτότις πέρασι κουσεύουντας στη στράτα η Νικουλάκς του Τίγκα π’ουρλιουκουπιώνταν: - Σκουτώώώθκι η Φώτου μι την Ιλπινίκ(η)! Ωώώι τι έπαθα η μαύρους, τι έπαθα! - Μάρ(η) αυτές σκουτώνουν κιόλας!!!, θάμαξάμαν ιμείς σαν άκσαμαν τα ουρλιάματα του Νικουλάκ(η) κι τότις μας ήρθαν τα γίδια κι μας ζώσαν τα φίδια! Απάν στου χαλασμό κι αφού φουντάριασι του σπίτι μας απ’ τσι σκόνις, κι τουν καπνό, πέρασαν φουρτσάτ(οι) απού μπρουστά μας οι Ζουμπέοι. Τσι πήραμαν κι μεις στου κουντό τακουσιού, κάνουντας σιακάτ κα του ρέμα στ’Αλουνάκ(ι), μι τα χέρια στου κιφάλ(ι) κι την ψυχή στου στόμα, αφού τρουΐρου μας γένουνταν τσι κακουμοίρας! Βόμπις να πέφτουν δώθι κείθι, μανταλίδια, πέτρις, τσίγκια, φουτιές, κουρνιαχτός, κλάματα, τι, τι να σας λιέου!
Στου δρόμου άκσαμαν τουν παππού τουν Ζούμπου πό’λιγι να τρυπώσουμι να φλαχτούμι για λίγου, στου σπίτ(ι) τσι Φώτου του Τσιπρά, αλλά ένας άλλους είπι να καϋπουθούμι για καλύτιρα στου ρέμα, νιας κι του κουντεύουμι, καναδυό αμπδησιές παρακάτ. Ουδικείν(η) ντιπ την ώρα, αμ πως πέφτ(ει) νια βόμπα απάν στου σπίτ(ι) τσι Φώτου! Του τσιάλιασι όπους πατάς νια κουκόσια κι πλάκουσι μέσα ένα κούτσκου. Φτάνουντας λάχα-λάχα στου ρέμα τσι Γαυρώνα, χώθκαμαν ταγλήγουρα σι νια σπλιά κι τότις ανάσανάμαν.
Απόμναμαν ικεί μέσα σαν τσι αλπές κάμπουσις ώρις κλαίουντας τη μοίρα μας, ινώ όξου γένουνταν χαλασμός κυρίου! Κανιά βουλά, αφού ησύχασαν λίγου τα πράματα, σταμάτσαν οι βόμπις, χάθκαν κι τα αϊρουπλάνα, ξιθάρριψάμαν κι μεις κι ξιμύτσαμαν απ΄την κρυψώνα. Μι την καρδιά κρύα, πήραμαν τουν ανήφουρου κα τ’ανταριασμένου απ’ τουν κουρνιαχτό χουριό. Του βρήκαμαν ντιπ σουρουμπουγδού, όπους στουμπάς του σκόρδου στου γουδί, τσιάτσιαλα! Είδαμαν μιτά κι τσι σκουτουμένους κ’ έφριξάμαν. Ξέρ’τι γιεμ τι’νι να γλεπ’ς μακιλειμένα κουρμιά απού γνουστό κόσμου, απού συγγινείδις, δίχους χέρια, δίχους πουδάρια, ξικλιασμένα άλουγα, γουμάρια… …
Νια γυναίκα απ’ τουν Μπσόραχου…πέρα του Μανώλ(η), πήγι η δόλια μι τα δυο κούτσκα τς στην ικκλησία να μιταλάβουν. Μόλις γυρνούσαν κα του σπίτ(ι), αρχίνσι στου δρόμου η βουμπαρδισμός. Κόσιαβι αυτή η κακουμοίρα βαστώντας το’να πιδί αγκαλιά κ’έσυρνι κι τ’άλλου κρατώντας του απ’ του χέρ(ι). Μέσ’ στου χαλασμό σα τα κατάφιρι κι τρύπουσι στου σπίτι τς, ικεί απ’ ανάσανι κι νόμσι ότι σώθκαν, τηράει κι τι να δεί! Την κόπκι η λαλιά. Του κούτσκου απού’χι στην αγκαλιά τς , ποιος ξέρ(ει) για πόσην ώρα του συργιανούσι η έρμ(η) δίχους κιφάλ(ι), αφού το’κουψι ένα βλήμα που του πέτχι στη στράτα…»
7.Πίνακας σε καμβά με στίγματα σινικής μελάνης, του Στέφανου Πρίντσιου.
Μία χωρίς έλεος φρικιαστική δολοφονία άμαχου πληθυσμού, γυναικόπαιδων, νηπίων και γερόντων. Ήταν τέτοιο το μένος των Γερμανών ναζιστών που δεν αρκέστηκαν στη ρήψη εκατοντάδων βομβών αλλά σκοπεύοντας πολυβολούσαν ασταμάτητα παιδιά, γυναίκες νέες και ηλικιωμένες, ενήλικους και γέρους. Μυδραλιοβολούσαν χαιρέκακα περιπατητές που βγήκαν από την εκκλησία, στο δρόμο για το σπίτι τους. Μανάδες με τα μωρά στην αγκαλιά τους.»
« Απάν στα Καρακουστέικα σκουτώθκι η Παρθινόπ(η), ένας κόρτσαρους μάλαμα, τη πήρι ένα βλήμα κι την έκουψι φυλλουριά του πουδάρι τς. Νια βόμπα έπισι στσι Παπαζησέοι κι όσα άτουμα ήνταν μέσ’ στου δουμάτιου παν ούλα χαμένα, μάνα κι δυοτρία κουρίτσια!
Απαναθέ απ’ του Βακούφκου, σάρσι του σπίτ(ι) του Κώτσιου του Νάνου, μαζί μ’ένα άλλου διπλανό κι σκουτώθκι η Αριφύλ(η) του Μόσιαλου αντάμα μι τη δυχατέρα τς τη Λιφκουθέα. Άλλ(η) μία έπισι δίπλα στου Ζήσ(η), άλλ(η) πάλι έσκασι στου Δήμου του Λαγό σκουτώνουντας την Αθηνά κι τα δυο τα πιδιά τς.
Απουκάτ απ’ του Νικήτα του Γιαννακό, έπισι μία ακόμα στου σπίτ(ι) του Πιρικλή του Γαλανάκ(η) κι πήγαν ντζιάπα χαμένα ικεί τέσσιρα άτουμα! Η Νίκους η Γαλανάκς, η γυναίκα τ’ η Βαγγιλή, η γιος τς η Πουλύκαρπους κι η μανιά η Αγγιλική. Απάν πάλι στουν Αϊλιά ρίχκαν, όχ(ι) όμους τόσις πουλλές, αλλά ιν τούτις σκουτώθκι κι ‘κει κόσμους. Η Αθηνά του Σδρόλια αδιρφή του Τάκου του Μπαλατσό, η Σουκράτς του Γκίκα κι πόσ(οι) ακόμα άλλ(οι)! Ου χα, που να θυμθώ τώρα; Άσι αφνούς π’απόμναν ντιπ παραϋλοί, σακάτδις νια ζουή!…
…Ώι-ώι, τι να σας πω αγιέμ άλλου κι τι να σας μουλουΐσου, τέτχοιου βουμπαρδισμό να μη σώσουν να ματαδούν τα ματάκια μ’! Έβαζι η τόπους κιαπ’ τσι βόμπις κιαπ’ τα ουρλιαχτά του κουσμάκου. Κουρνιαχτός, φουτιές, κάπνα, γίγκι σαρίδια κι παγκλίδια ούλου του χουριό.
Αφού σα τέλιψι η βουμπαρδισμός κι καταλάιασαν λίγου τα πράματα, έφτασαν απ’ την Καρδίτσα γιατροί κι νουσουκόμ(οι) ένα σουρό κι ούλ(οι) θαμαίνουνταν: Είστι ζουντανός κόσμους μιτά απού τέτοιου τσιάλιασμα; Έλιγαν κ’έτριβαν τα μάτια τς.
Έτσ(ι) πως φαίνουνταν τα Κανάλια απ’ την Καρδίτσα, μέσ’ στουν κουρνιαχτό κι στην κάπνα να σφυρουκουπιώντι, καέναν δε καρτέραγαν να βρουν ζουντανό στα απουκαΐδια κι στα χαλάσματα. Καημένα Καναλάκια, μουρμούρζαν οι Καρδιτσιώτις κι σταυρουκουπιώνταν τηρώντας του κακό μι ανοιχτό του στόμα.»
Σε απόσπασμα από το βιβλίο των Αναμνήσεων του καθηγητή Κωνσταντίνου Μαυρομμάτη, διαβάζουμε: «…Ανεβαίνοντας προς τον Αϊ Λια, στο Κοινοτικό Πηγάδι, αντικρίσαμε ένα μακάβριο θέαμα. Η Ειρήνη Τέσσα, ήταν πεσμένη, νεκρή, δίπλα στο μεγάλο πλάτανο. Τη σκότωσαν οι Γερμανοί πυροβολώντας την. Η Ειρήνη, φοβούμενη μην πέσει το σπίτι από τον βομβαρδισμό και την πλακώσει, βγήκε έξω, δίπλα στο πηγάδι.
Εκεί, όμως, την επισήμαναν οι αεροπόροι και την πυροβόλησαν.
Προχωρήσαμε πιο πάνω, βλέποντας παντού χαλάσματα και συντρίμμια από τη μεγάλη καταστροφή...» (Ο βομβαρδισμός των Καναλίων Καρδίτσας δεν ήταν μάχη, δεν ήταν πόλεμος, δεν ήταν ανταλλαγή πυρών μεταξύ ενόπλων, δεν ήταν στρατιωτικός στόχος με παράλληλες απώλειες, λάθος εκτίμηση ή κάποιας μορφής αντίποινα που συνήθιζαν οι Γερμανοί και οι Ιταλοί σε όλη την Ελλάδα. Εδώ ήταν ο ορισμός του εγκλήματος πολέμου! Το ανεξήγητο, το παράλογο, το περίεργο είναι το γιατί τόσο μένος, τόσο μίσος, τόση υστερία, τόση παραφροσύνη κατά αμάχων Καναλιωτών; Αυτοί οι αδίστακτοι φονιάδες, αβίαστα βγαίνει το συμπέρασμα, ότι θέλανε να εκδικηθούν. Εμποτίστηκαν με τη νοσηρή ιδέα της εκδικητικότητας. Να πάρουν το αίμα τους πίσω. Είχαν εντολή να σβήσουν τα Κανάλια από το χάρτη! Να κάνουν το χωριό στάχτη! Ίσως με το άνοιγμα των Γερμανικών αρχείων της εποχής να αποκαλυφθεί και να αναγνωρισθεί αυτό το έγκλημα πολέμου κατατάσσοντας τα Κανάλια ως ένα μαρτυρικό χωριό της Ελλάδας.
Ο Σύλλογος Καναλιωτών της Αθήνας κάνει ήδη τις ενέργειες προς αυτή την κατεύθυνση.
Χρέος όλων η συμπαράσταση, στο ελάχιστο που ο καθείς δύναται.
Η Σφήκα: Επιλογές
https://sioualtec.blogspot.com/2025/04/blog-post_10.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου