του Γιώργου Λ.
Ένα πρωινό του 2005, ο Ντέιβιντ Τσό, 28 ετών, επιτυχημένος graffiti artist, πήρε ένα τηλεφώνημα. Μπήκε στο αυτοκίνητο του και επισκέφτηκε μια εταιρία στο Palo Alto της Καλιφόρνια. Ο, ιδιόρρυθμος, ιδιοκτήτης του ζήτησε να καλύψει με graffiti μερικούς τοίχους της εταιρίας. Ο καλλιτέχνης ζήτησε μερικές χιλιάδες δολάρια, και ο ιδιοκτήτης του έδωσε την δυνατότητα να πληρωθεί με μετοχές της, νεοσύστατης, εταιρίας. Ο καλλιτέχνης, διστακτικά, δέχθηκε. Οι μετοχές του στην εταιρία, Facebook Inc, στοιχίζουν πλέον $100εκ. Αν σκεφτεί κανείς ότι ο Μιχαήλ Άγγελος, ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι, ο Μότσαρτ, ο Μπετόβεν, ο Καρτέσιος, και ο Σωκράτης πέθαναν στην ψάθα, σε πιάνει θλίψη. Είναι όμως έτσι;
Στην σύντομη ιστορία του, «η Λοταρία της Βαβυλώνας» ο Χ.Λ. Μπόρχες περιγράφει μια φανταστική Βαβυλώνα, στην οποία οι άνθρωποι υπόκεινται σε μια αέναη λοταρία. Ξεκίνησε σαν απλή λοταρία. Αλλά μετά αποφάσισαν να βάλουν πρόστιμο για τον κακό κλήρο, και να διπλασιάσουν την αμοιβή για τον καλό. Έτσι πολλαπλασιάστηκαν οι πωλήσεις, καθώς η ιδέα της τιμωρίας, μαζί με τις υψηλές αμοιβές δημιουργούσε ενδιαφέρον. Όλη η κοινωνία έπαιζε. Αργότερα, οι φτωχοί επαναστάτησαν, απαιτώντας και αυτοί το δικαίωμα να παίζουν. Η λοταρία έγινε δημόσια, δωρεάν και υποχρεωτική. Αν τραβήξεις καλό κλήρο, θα περάσεις τον χρόνο σου πλούσιος, ή ισχυρός, ή ιερέας. Με κακό κλήρο, θα περάσεις τον χρόνο δούλος, φτωχός, θυσία στον θεό, ακρωτηριασμένος… Οι Βαβυλώνιοι έδωσαν τις ζωές τους στην τύχη. Και οι μόνοι πάνω από την τύχη, πανίσχυροι και μυστικοί, οι υπάλληλοι της εταιρίας που διεξήγαγε τη λοταρία. (Στο τέλος του διηγήματος, ο Μπόρχες αναρωτιέται αν τελικά υπήρχε εταιρία…)
Η μαγεία της ιστορίας δεν έγκειται στην λοταρία, μια μεταφορά για τον ρόλο της τύχης στη ζωή, αλλά στην μεταμόρφωση. Μια απλή κοινωνία, έγινε κοινωνία τζογαδόρων που ρισκάρουν με την ίδια τους τη ζωή. Γιατί η πιθανότητα να κερδίσουν πολύ, έκανε τους ανθρώπους απρόσεκτους με τη ζωή και τους κινδύνους.
Από τη δεκαετία του ’50, η τηλεόραση μπήκε στην καθημερινότητα μας. Μπορούσαμε πλέον να βλέπουμε βίλες, γιοτ, εξωτικά τοπία. Και η ζωή μας απέκτησε μεγαλύτερο ρίσκο. Μπήκαμε στην τράπεζα και πήραμε το δάνειο που θα μας επέτρεπε να ζήσουμε ωραιότερα. Τράπεζες και κυβερνήσεις βρήκαν νέους τρόπους να μας δίνουν όλο και περισσότερα δάνεια, όλο και περισσότερο ρίσκο. «Μόχλευση»…. Παλιά, για έναν πλούσιο, θα υπήρχαν εκατό φτωχοί που θα πέθαιναν στον δρόμο. Πλέον για κάθε σούπερ πλούσιο, θα υπήρχαν χιλιάδες.
Το 2008, η ιστορία έλαβε τέλος, οι μουσικές καρέκλες έπαψαν να παίζουν. Η λοταρία έσπασε, γιατί η ανθρώπινη κοινωνία δεν αποδέχτηκε ενιαία τους ίδιους όρους της παγκοσμιοποίησης. Ακόμα και σήμερα όμως υπάρχουν παράγωγα (χρηματιστηριακός «αέρας» δηλαδή) που καλύπτουν 10 φορές το παγκόσμιο ΑΕΠ.
Αυτή ήταν η ιστορία της ζωής μας. Η ιστορία μιας λοταρίας. Τώρα τελείωσε. Μπορούμε να αναζητήσουμε συνομωσίες, να δώσουμε δύναμη στα άκρα για να τιμωρήσουμε τους σκοτεινούς μας αντιπάλους, να φωνάξουμε, να κλάψουμε, να οργιστούμε. Αυτός ο τρόπος ζωής πάντως δεν θα επιστρέψει. Και κάποτε θα πρέπει να αποφασίσουμε να σταθούμε στα πόδια μας. Όταν το αποφασίσουμε, αυτή θα είναι και η ενηλικίωση της γενιάς μας. Η ψήφος μας σε λίγες μέρες αυτό θα δείξει. Αν θα κάνουμε τη ζωή μας λοταρία, ή αν πλέον αποφασίσουμε σαν πολίτες να ξανασταθούμε στα πόδια μας. Καμία θεωρία, κανένα σχέδιο και κανένας νόμος, δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ανθρώπινη δυναμική για αυτοδιάθεση. Η ζωή μας είναι στα χέρια μας. Και στο χέρι μας είναι αν θα την (ξανα)δώσουμε στην επόμενη λοταρία.