Παρασκευή 13 Ιουλίου 2012

Κυβέρνηση μηδενικής συνοχής


Η παραίτηση του Νίκου Νικολόπουλου από τη θέση του υφυ­πουργού Εργασίας έχει πολ­λαπλή και ευρύτερη σημασία. Όχι μό­νο για τη Ν.Δ. και το μέλλον της, αλλά και για τη συγκυβέρνηση της «εθνικής ευθύνης» των τριών... «καμπαλέρος», οι οποίοι είναι πια υποχρεωμένοι να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες των πο­λιτικών επιλογών/οδηγιών που έρχο­νται απ’ έξω...
Ίσως, κατά πολλούς, η αποχώρηση αυτή από την τόσο φρέσκια κυβέρ­νηση να εδράζεται κυρίως σε προσω­πικούς λόγους. Αυτή η αιτιολόγηση, όμως, ακόμη και αν έχει δόση αλήθει­ας, είναι εντελώς ανεπαρκής για να αιτιολογήσει το γιατί ένα στέλεχος με πολύχρονη παρουσία στη Ν.Δ. επιλέ­γει να παραιτηθεί από μια κυβέρνηση την οποία στηρίζει το κόμμα του αμέ­σως μετά τη συγκρότησή της και μάλι­στα δηλώνοντας… πίστη στον κομματι­κό αρχηγό και πρωθυπουργό.

Όταν, ιδιαίτερα, αυτή η κυβέρνηση είναι πασίγνωστο και αυτονόητο ότι κρέμεται - και θα κρέμεται συνεχώς – από μια κλωστή και η βιωσιμότητά της θα απειλείται καθ’ όλη την άγνω­στη διάρκεια του όποιου βίου της.

Άλλωστε, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι τα κίνητρα είναι αμιγώς προσωπι­κά, είναι βέβαιο ότι ο εν λόγω – τέως – υφυπουργός θα είχε πολλές ευκαι­ρίες στο μέλλον να διεκδικήσει την υπουργική καρέκλα που έχασε σε αυ­τόν τον γύρο.

«Στον αέρα»

Για την κυβέρνηση τα κακά μηνύ­ματα είναι ουκ ολίγα. Κατ’ αρχάς πρό­κειται για την πρώτη αποχώρηση πριν ακόμη αρχίσει να εφαρμόζει το πρό­γραμμα της τρόικας, δηλαδή ξεπού­λημα, περικοπές, φοροξεζούμισμα και πάει λέγοντας...

Η «υποχρεωτική» κωλοτούμπα και η άτακτη υποχώρηση από τις προε­κλογικές εξαγγελίες - όσες και όπως έγιναν - για αναδιαπραγμάτευση του μνημονίου, κάποιων όρων του κ.λπ., και η προσαρμογή στην «πραγματικό­τητα» των δανειστών την απογύμνω­σαν πολύ νωρίς και κατανάλωσαν ση­μαντικό μέρος από την πίστωσή της σε πολιτική αξιοπιστία και χρόνο.

Έτσι η παραίτηση Νικολόπουλου, ενός από τα στελέχη της Λαϊκής Δε­ξιάς, δηλαδή της κυρίως βάσης του μεγαλύτερου από τα κόμματα της συγκυβέρνησης, έρχεται πολύ νωρίς να σηματοδοτήσει την αναμενόμενη σύ­ντομη απώλεια της όποιας λαϊκής συ­γκατάβασης προς τις επιλογές της συγκυβέρνησης της Ν.Δ., του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ.

Επιπλέον σημαντικό στοιχείο για τη συνοχή της κυβέρνησης συνεργασί­ας θα πρέπει να θεωρηθεί και το ότι η αποχώρηση δεν αφορά στέλεχος ενός από τα μικρότερα συνεργαζόμενα κόμματα, αλλά από τη νικήτρια των εκλογών Ν.Δ., η οποία – εξ αιτίας και της απροθυμίας ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ να βουτήξουν από την αρχή στα βαθιά της διακυβέρνησης – αποτελεί τον κε­ντρικό κυβερνητικό κορμό.

Τέλος, για την κυβέρνηση και τη συ­νοχή της η παραίτηση αυτή έρχεται να προστεθεί στα πολλαπλά προβλήματα που έχουν ήδη ανακύψει τόσο στο ΠΑ­ΣΟΚ όσο και στη ΔΗΜΑΡ, τα οποία ήδη σηματοδοτούν, αν δεν προαναγγέλ­λουν, την επέλευση και προβλημάτων σταθερότητας και ενότητας στο σχετι­κά κοντινό μέλλον.

Ως γνωστόν, ακόμη και μια μονο­κομματική κυβέρνηση, εφόσον στη­ρίζεται σε ένα κόμμα με προβλήματα συνοχής, δεν μπορεί να μακροημε­ρεύσει. Πόσω μάλλον όταν είναι προ­ϊόν μιας απρόθυμης και ανεδαφικής συμφωνίας τριών κομμάτων με πολλά άλυτα εσωτερικά ζητήματα.

Όσο για την προγραμματική βάση αυτής της συγκυβέρνησης, είναι ήδη γνωστό ότι έχει απορριφθεί από τους δανειστές και την τρόικά τους – με ό,τι αυτό θα σημάνει για το άμεσο μέλλον και τα μέτρα που θα κληθεί αυτή η κυ­βέρνηση να λάβει και να εφαρμόσει.

Προφανώς η αποχώρηση Νικολό­πουλου δεν θα είναι η τελευταία…

Και, στο σημείο αυτό, να μην παρα­λείψουμε το αυτονόητο: ότι η κυβέρ­νηση αυτή καλείται να αποτελέσει την τελευταία άμυνα ενός συστήματος εξουσίας το οποίο πήρε την τελευταία του παράταση.

Η ανανεωτική προσθήκη της ΔΗ­ΜΑΡ, στον βαθμό που δεν κομίζει μια νέα πολιτική αντίληψη, ριζικά διαφο­ρετική από την κρατούσα, δεν απο­τελεί καν «αριστερό άλλοθι» - ήδη τα κηρύγματα μερίδας «βιαστικών» στελεχών της για ευθυγράμμιση με τις απαιτήσεις των δανειστών και ταυτόχρονο «εισοδισμό» στο λεγό­μενο «βαθύ» κράτος είναι χαρακτη­ριστικά.

Η Λαϊκή Δεξιά

Για τη Ν.Δ. η σημασία της παραίτη­σης Νικολόπουλου δεν είναι μόνο ση­μειολογική, αλλά βαθύτατα πολιτική. Κατ’ αρχάς επειδή το παραιτηθέν στέ­λεχος εκφράζει, όπως είπαμε ήδη, τη Λαϊκή Δεξιά. Η τάση των «καθωσπρέ­πει» αναλύσεων είναι να υποβαθμί­ζουν συστηματικά το κομμάτι αυτό της Ν.Δ., κυρίως επειδή το… αφάν γκατέ της δημοσιογραφίας προτιμά να συναγελάζεται με τον «αφρό» των κομμάτων εξουσίας στα καφέ του Κο­λωνακίου.

Λίγοι ωστόσο φαίνεται να λαμβά­νουν υπ’ όψιν ότι η – λαϊκή, για να μην ξεχνιόμαστε - βάση της Ν.Δ. είναι αυτή που προσέτρεξε στις κάλπες, μετά την αποχώρηση Καραμανλή, σε εντυπωσιακούς αριθμούς, πρωτόγνω­ρους για δεξιό κόμμα, προκειμένου να εκλέξει τον Αντώνη Σαμαρά και να απορρίψει τη… «φυσιολογική» διαδο­χή από την Μπακογιάννη.

Ακόμη λιγότεροι φαίνεται να συ­νυπολογίζουν ότι αυτή η λαϊκή βάση ενίσχυσε και σταθεροποίησε στην πο­λιτική σκηνή ένα ακόμη κόμμα, τους Ανεξάρτητους Έλληνες του Πάνου Καμμένου, το οποίο προήλθε από δι­άσπαση της Ν.Δ.

Ελάχιστοι ακόμη δίνουν την πρέ­πουσα σημασία στο ότι αυτή η διά­σπαση όχι μόνο ευδοκίμησε σε επί­πεδο στελεχών, αλλά και, παρά την έλλειψη σαφούς πολιτικού στίγματος, φαίνεται ότι θα επιβιώσει και την επό­μενη περίοδο.

Το σημαντικότερο όμως είναι ότι οι Ανεξάρτητοι Έλληνες συγκέντρωσαν γύρω τους στελέχη και κόσμο που, την περίοδο διακυβέρνησης από το ΠΑ­ΣΟΚ, συγκαταλέγονταν στον πυρήνα της εξουσίας του Σαμαρά στο κόμμα.

Αποχώρησαν όταν ο πρόεδρος της Ν.Δ., εγκαταλείποντας το «αντιμνημονιακό» μέχρι τότε στίγμα του, αντί να ρίξει την κυβέρνηση του Γ. Παπαν­δρέου, στο όνομα του «ρεαλισμού», συγκρότησε, μαζί με το ΠΑΣΟΚ και τον αλήστου μνήμης ΛΑΟΣ, την κυβέρνη­ση συνεργασίας με τον Παπαδήμο, η οποία ψήφισε το δεύτερο κατά σειράν μνημόνιο.

Πολλοί, τέλος, είναι αυτοί που πα­ραβλέπουν ότι το ποσοστό της Ν.Δ. στις εκλογές της 6ης Μαΐου, ύστερα δηλαδή από την κυβέρνηση Παπαδήμου, ήταν μόλις 19%, πολύ μακριά από τον εύλογο στόχο της αυτοδυνα­μίας, στην οποία μάλλον λογικά προσέβλεπε η Ν.Δ. καθ’ όλη τη διάρκεια της «αντιμνημονιακής» περιόδου της. Και ότι το τελικό 29% στις 17 Ιου­νίου είναι περισσότερο απότοκο της τρομοκράτησης για το ευρώ και της έλλειψης προετοιμασίας του ΣΥΡΙΖΑ να αναλάβει την κρισιμότερη κυβερ­νητική ευθύνη από τη μεταπολίτευση και μετά.

Όσοι λοιπόν ξεχνούν ή υποτιμούν όλα αυτά, είναι μάλλον δύσκολο να αντιληφθούν γιατί η παραίτηση – από θέση υφυπουργού μάλιστα - ενός δευτεροκλασάτου στελέχους μπορεί να χτυπάει μια πολύ ηχηρή καμπάνα για τη Ν.Δ.


topontiki.gr