Κυριακή 19 Μαΐου 2013

ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΚΑΙ ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ : ΈΝΝΟΙΕΣ ΑΝΤΙΘΕΤΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΟΥΣΙΑΚΕΣ


Του ΑΛΚΗ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ*

Πρέπει να είναι προφανές μεταξύ των αριστερών ότι προκρίνουμε καιυπερασπιζόμαστε το δημόσιο έναντι του ιδιωτικού σε κάθε τους πολιτική διάσταση. Πρέπει να είναι εξίσου προφανές ότι αξιακά και ιδεολογικά είμαστε αντίθετοι στην οικονομία της αγοράς γιατί ο προταγματικός μας στόχος προσβλέπει στην ισότητα μεταξύ των ανθρώπων. Έτσι, ανέκαθεν, έχουμε το μέτωπο στραμένο απέναντι στους καπιταλιστές οι οποίοι, κατέχοντας τα μέσα παραγωγής, εκμεταλεύονται την εργατική δύναμη και τις υποτελείς κοινωνικές τάξεις. Τί γίνεται όμως όταν η αριστερά, και δη ο ΣΥΡΙΖΑ, στη μνημονιακή Ελλάδα του 2013, ενδεχομένως σε λίγο διάστημα, κληθεί να αναλάβει κυβερνητικές ευθύνες και χρειαστεί να σχεδιάσει τη νέα οικονομική πολιτική της χώρας; Πόσο εύκολο θα είναι να συγκρουστεί με το μεγάλο ελληνικό και ξένο ιδιωτικό κεφάλαιο; Πόσο αναγκασμένος θα είναι να συμβιβαστεί μαζί του σ’ ένα σχέδιο ανάταξης της οικονομίας;

Ας ξεκαθαρίσουμε καταρχάς ότι, με βάση τη σημερινή συγκυρία αλλά και την ιστορική εμπειρία, ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να κτισθεί από τη μια μέρα στην άλλη. Ούτε το ιδιωτικό κεφάλαιο να εξαφανισθεί μονομερώς. Στις όποιες 18 δεν θα παλεύουμε για σοσιαλισμό. Με βάση αυτή τη διαπίστωση, κατά την άποψη μου, χρειάζεται να ξεκινήσουμε από το ιδεολογικό μας περιεχόμενο και το πολιτικό μας πλαίσιο για να καταλήξουμε στις αναγκαίες παραχωρήσεις. Όχι το ανάποδο. Με άλλα λόγια το ιδιωτικό κεφάλαιο, η επιχειρηματικότητα, οι ιδιωτικές επενδύσεις θα χρειαστεί να διατηρηθούν ως αναγκαίο κακό και όχι ως αναπτυξιακά εργαλεία.

ΟΙ ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΣΤΟ ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΜΑΣ

Έτσι λοιπόν, ξεκινώντας αφαιρετικά, το βάρος της ανασυγκρότησης θα πρέπει να δοθεί στις δημόσιες επενδύσεις και στα δημόσια αναπτυξιακά εργαλεία. Χρειάζεται ακριβώς να αντιστρέψουμε τη σχέση που υπερασπίζεται ο νεοκλασσικισμός. Αντί λοιπόν το δημόσιο να παρεμβαίνει μόνο στα πεδία που ο ιδιώτης δεν ενδιαφέρεται να επενδύσει λόγω χαμηλού κέρδους τώρα θα πρέπει ο ιδιώτης να μπορεί να παρέμβει μόνο στους τομείς που το δημόσιο δεν θα μπορεί να επενδύσει λόγω αντικειμενικών δυσκολιών.

Μια απ’ τις πρώτες προτεραιότητες επομένως της κυβέρνησης της Αριστεράς μένει να είναι η γενναία αύξηση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (Π.Δ.Ε), του προϋπολογισμού του κράτους, που επί εποχής μνημονιακών κυβερνήσεων, έχει βουλιάξει. Μάλιστα, ένα ΠΔΕ που δεν θα στηρίζεται στο ΕΣΠΑ και στα κοινοτικά χρήματα που δίνονται για επενδυτικά σχέδια νεοφιλελεύθερου τύπου αλλά στην αναπτυξιακή δυναμική των ίδιων των επενδύσεων.

Ένα συγκεκριμένο παράδειγμα θα μπορούσε να είναι ο τουριστικός κλάδος ο οποίος, εκτός των άλλων, προσφέρει τεράστιες δυνατότητες για κέρδη που θα πηγαίνουν απευθείας στην κάλυψη των αναγκών του ελληνικού λαού και όχι στους καταθετικούς λογαριασμούς των μεγαλοξενοδόχων. Η κυβέρνηση της Αριστεράς μπορεί να θέσει τις βάσεις σε συνεργασια με την κοινωνία για ένα άλλο τουριστικό μοντέλο ήπιας ανάπτυξης με δημόσιες τουριστικές μονάδες φιλικές προς το περιβάλλον και προς όφελος του ελληνικού λαού περιορίζοντας και βάζοντας τέλος όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν στην άναρχη, εκμεταλευτική και καταστροφική για τη φύση σημερινή τουριστική βιονηχανία του ιδιωτικού κεφαλαίου. Στην ίδια κατεύθυνση μπορούν να λειτουργήσουν και άλλες μορφές δημόσιας ή κοινοτικής πρωτοβουλίας και ανάπτυξης όπως εργοστασιακές μονάδες κάτω από δημόσιο και εργατικό έλεγχο, νέοι αγροτικοί συνεταιρισμοί, το δημόσιο χρηματοπιστωτικό σύστημα ως πραγματικό εργαλείο συλλογικής ανάπτυξης, οι ΔΕΚΟ, οι συγκοινωνίες κοκ.

Οι δημόσιες επενδύσεις έχουν και μια άλλη εξίσου σημαντική διάσταση που στη σημερινή Ελλάδα είναι περισσότερο ορατή από ποτέ. Αποτελούν την καλύτερη λύση για τη μείωση της ανεργίας και της ύφεσης, που σημειώνουν στη χώρα μας το ένα ρεκόρ πίσω απ’ το άλλο, καθώς και για τον περιορισμό του φαινομένου του brain drain, της μετανάστευσης δηλαδή των νέων επιστημόνων στο εξωτερικό στους οποίους μπορεί να στηριχθεί σε μεγάλο βαθμό η οικονομική και κοινωνική αναγέννηση.

Τέλος, η Αριστερά είναι αναγκαίο να συνεχίσει να μιλάει, και στη συνέχεια να πράττει, για ένα σύγχρονο δημόσιο τομέα απαλλαγμένο από τις αμαρτίες του αντιπαραγωγικού συστήματος της δεκαετίας του 80 και των κομματικών διοικήσεων που αντιμετώπισαν το δημόσιο ως τσιφλίκι τους. Δημόσιος τομέας στα χέρια των εργαζομένων και της κοινωνίας με καλλιέργεια κουλτούρας συλλογικής προσπάθειας για το κοινό συμφέρον.

ΟΙ ΞΕΝΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΙΔΙΩΤΙΚΕΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ

Στον βαθμό όμως που το μεγάλο ιδιωτικό κεφάλαιο, ξένο και ελληνικό, δεν μπορεί να καταργηθεί άμεσα θα πρέπει να αισθανθεί πως δεν θα είναι πια κυρίαρχο. Σε ότι αφορά τις ξένες επενδύσεις, ιδιαίτερα σε περίοδο μνημονίου αλλά και επί της πρώτης κυρίως περιόδου μιας κυβέρνησης της αριστεράς, δεν μπορούν να έχουν άλλη μορφή από το να είναι «πειρατικές». Σε ολόκληρη τη μεταπολεμική ελληνική περίοδο άλλωστε, δεν θα πρέπει να υπαρχει κάποια από τις μεγάλες ξένες επενδύσεις που να ήταν επικερδής για τον ελληνικό λαό.

Από την ΠΕΣΙΝΕ, τη Litton και την Esso Pappas μέχρι την COSCO, τον «’Ηλιο», το Ελ. Βενιζελος και τις Σκουριές όλες είχαν και έχουν καθαρά αποικιακό χαρακτήρα. Σήμερα, όλες οι fast track ξένες επενδύσεις είναι γνωστό ότι επιχειρούν να υφαρπάξουν ότι απεμεινε από τη δημόσια περιουσία της Ελλάδας, όπως και άλλων κρατών με δημοσιονομικά προβλήματα, έναντι «πινακίου φακής». Το μεγάλο ευρωπαικό και ρωσικό κεφάλαιο για παράδειγμα, έχει εκμεταλευτεί την κρίση και την ενταξιακή πορεία των χωρών των δυτικών βαλκανίων για να εισβάλει μέσω ιδιωτικοποιήσεων στην περιοχή. Όμοιες μ’ αυτές που αναζητά ο πρωθυπουργός στο Κατάρ και την Κίνα.

Το πρόβλημα που θα έχει να αντιμετωπίσει μια πιθανή κυβέρνηση της αριστεράς δεν θα διαφέρει και πολύ.Διότι, στον βαθμό που θα πρέπει να αποδεχτεί κάποιες ξένες επενδύσεις, τούτες θα εντάσσονται σ’ ένα παρόμοιο οικονομικό πλαίσιο. Μια Ελλάδα με ευάλωτη οικονομία σε εχθρικό διεθνές κλίμα το πρώτο διάστημα θα αντιμετώπιζεται από τους ξένους επενδυτές ως εύκολος επενδυτικός στόχος. Νομίζω είναι λάθος να πιστεύουμε ότι θα είναι εύκολο να επιβληθούν στις ξένες εταιρείες κανόνες και περιορισμοί τύπου σουηδικής ή δανικής σοσιαλδημοκρατίας του παρελθόντος που θα γίνουν σεβαστοί και αποδεκτοί.

Επομένως, είναι απαραίτητο η κυβέρνηση της αριστεράς να επιχειρήσει άνοιγμα σε τρίτες χώρες,όπως π.χ στη λατινική αμερική, αλλά και να προετοιμάσει τον ελληνικό λαό για τους ενδεχόμενους κινδύνους.

Το δε ελληνικό ιδιωτικό κεφάλαιο πρέπει να τεθεί κάτω από συνεχή πίεση. Αφενός να επιχειρείται σταδιακά η αντικατάστασή του από δημόσιες πολιτικές και αφετέρου να γίνει αντιληπτό ότι η παντοκρατορία του έχει τελειώσει. Ούτε και εδώ το πάλαι ποτέ σοσιαλδημοκρατικο σουηδικό μοντέλο μπορεί να είναι κοινωνικά δίκαιο και αποτελεσματικό. Αυτό το μοντέλο προέβλεπε ότι θα φορολογούνται αυστηρά τα κέρδη και τα υπερκέρδη των επιχειρήσεων που θα καταλήγουν στις τσέπες των εργοδοτών και θα φορολογούνται υψηλότερα τα κέρδη που οι καπιταλιστές επανεπενδύουν στην κοινωνία. Αυτό για εμάς δεν μπορεί να είναι ούτε καν μια προσωρινή λύση καθώς η λογική του κέρδους διαιωνίζεται, ο πηρύνας της κερδοσκοπικής λογικής παραμένει αναλλοίωτος και η κοινωνία στερείται τα πραγματικά έσοδα που της αναλογούν.

Η αύξηση των συντελεστών φορολόγησης στα κέρδη και υπερκέρδη του μεγάλου κεφάλαιου, που ελέω των νεοφιλελεύθερων πολιτικών της Ένωσης μειώθηκαν, είναι επιβεβλημένη τόσο στα φυσικά πρόσωπα με υψηλά εισοδήματα όσο και στις επιχειρήσεις.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Αφού λοιπόν ξεκαθαρίσουμε μέσα μας και στην κοινωνία ότι δεν υπάρχει «υγιής επιχειρηματικότητα» και ότι ο ΣΕΒ είναι απλά ο εκφραστής του μεγάλου κεφαλαίου και όχι ισότιμος συνομιλητής, τότε και μόνο τότε, θα υπάρχει η δυνατότητα να κάνουμε τις αναγκαίες κινήσεις τακτικής απέναντι του.

Είναι παράλληλα υπαρκτό το μεγάλο ζήτημα της εξεύρεσης των πόρων για τη χρηματοδότηση των δημοσίων επενδύσεων και της επιστροφής στο δημόσιο των ιδιωτικοποιημένων επιχειρήσεων. Πρώτα απ’ όλα, μεσοπρόθεσμα είναι δυνατόν να φτάσουμε στην αυτοχρηματοδότηση των επενδύσεων από τα παραγόμενα τους κέρδη. Βραχυπρόθεσμα, πέρα από τα απαραίτητα και αναγκαία μέτρα, που ορθώς περιγράφει το κόμμα μας στο πρόγραμμά του, όπως ένα νέο φορολογικό σύστημα, η φορολόγηση της εκκλησίας, ο εξορθολογισμός των αμυντικών δαπανών, το κηνύγι της φοροδιαφυγής και της σπατάλης, η έξοδος από την ευρωζώνη και τις ασφυκτικές δεσμεύσεις που συνοδεύουν την παρουσία της Ελλάδας στο ενιαίο νόμισμα θα είναι πιθανώς για την κυβέρνηση της Αριστεράς μονόδρομος. Οι τεράστιες χρηματοδοτικές ανάγκες για την ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού συστήματος και των δημοσίων επενδύσεων θα προϋποθέτουν αυτόνομη νομισματική πολιτική, βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου και συνοδευτικά μέτρα όπως ή άρνηση πληρωμης του εξωτερικού χρέους, ο έλεγχος των ροών των κεφαλαίων κλπ. Ασφαλώς ένας δρόμος δύσκολος αλλά και ελπιδοφόρος.

Εκτός όμως από τα παραπάνω, χρειάζεται πάντα να υπολογίζουμε ότι δεν πηγαίνουν όλα στη ζωή και τη πολιτική βάση απολύτου προγραμματισμού. Δεν μπορούμε εύκολα να προβλέψουμε τις εξελίξεις, τα τυχαία γεγονότα όπως και τη στάση του λαϊκού παράγοντα του οποίου η συλλογική φαντασία και ευρυματικότητα μπορεί να ξεπεράσει τα δικά μας προγράμματα. Ωστόσο, οφείλουμε να είμαστε όσο πιο σαφείς και ξεκάθαροι γίνεται τουλάχιστον ως προς το αξιακό μας φορτίο και τις προθέσεις μας είτε βρισκόμαστε παραμονές των εκλογών είτε όχι. Ποτέ στην πολιτική τα πράγματα δεν θα είναι εύκολα για την αριστερά. Πάντοτε, και ιδιαίτερα σήμερα, θα συγκρούονται η «real politik» και ο ριζοσπαστισμός, ο Ιαβέρης και ο Γιάννης Αγιάνης. Όμως η επιλογή του δημόσιου έναντι του ιδιωτικού είναι για εμας αξιακή και υπαρξιακή. Δεν μπορούμε να κάνουμε πίσω.



*Ο Άλκης Αντωνιάδης είναι μέλος του ΣΥΡΙΖΑ Βελγίου

http://www.iskra.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου