Eπιμέλεια: Λίτσα Δουδούμη
Το γυναικείο σώμα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης γυναικών έχανε κάθε αξία, δεχόταν κάθε πειραματισμό, μάθαινε να ζει στον εξευτελισμό και σε ένα ατελείωτο μαρτύριο θανάτου. Μια πολύ σημαντική παράμετρος ήταν η γύμνια του σώματος, η συνεχής δημιουργία συνθηκών ντροπής έτσι ώστε να χαθεί κάθε αξιοπρέπεια, να επιτευχθεί η ζωοποίηση. Όπως γράφει ο Πρίμο Λέβι “Η άχρηστη βαναυσότητα της προσβολής της αιδούς καθόριζε την ύπαρξη όλων των στρατοπέδων. Οι γυναίκες του Μπίρκεναου διηγούνται πως, από τη στιγμή που αποκτούσαν μια καραβάνα (από σμαλτωμένη λαμαρίνα), θα έπρεπε να τη χρησιμοποιήσουν για τρεις διαφορετικές χρήσεις: για να πάρουν την καθημερινή σούπα, για τις φυσικές τους ανάγκες τη νύχτα, όταν απαγορευόταν η χρήση του αποχωρητηρίου, και για να πλυθούν όταν υπήρχε νερό στα λουτρά”.Καθημερινά στο στρατόπεδο εξαναγκάζονταν να γδυθούν αμέτρητες φορές: έλεγχος των ψειρών, έρευνα των ρούχων, έλεγχος της ψώρας, πρωινό πλύσιμο, επιπλέον για τις περιοδικές επιλογές κατά τις οποίες μια “επιτροπή” αποφάσιζε ποιος ήταν ακόμα ικανός για δουλειά και ποιος προοριζόταν για εξόντωση. Στο Ράβενσμπρουκ με ξυρισμένο κεφάλι έφταναν οι Εβραίες, οι Πολωνές κ.λπ. και όχι οι άριες, π.χ. οι Γερμανίδες, οι Αυστριακές, οι Νορβηγές. Αναμφίβολα το ξύρισμα του κεφαλιού στόχευε στον εξευτελισμό. Τα μαλλιά συμβολίζουν άλλοτε τον ανδρισμό, άλλοτε τη θηλυκότητα. Στόχος της κοπής τους ήταν να χαθεί οποιοδήποτε, έμφυλο ή μη, στοιχείο της προσωπικότητας. Η αφαίρεση του ονόματος είχε έναν παρόμοιο χαρακτήρα επίσης. Το όνομα της κρατούμενης αντικαθιστούσε ένα τατουάζ στο χέρι με έναν αριθμό. Ο αριθμός ήταν το όνομά της.
Στα στρατόπεδα ιδιαίτερα άτυχες ήταν αυτές οι οποίες θα έπρεπε να γεννήσουν εκεί. Στην περίπτωση του γυναικείου στρατοπέδου του Άουσβιτς, μια παράγκα όλη κι όλη ήταν αυτή όπου ξεγεννούσαν τα παιδιά. Από μαρτυρία της Πολωνής πρώην κρατουμένης Στανισλάβα Λεσίνκα γνωρίζουμε ότι “Μέσα στην παράγκα δεξιά και αριστερά υψώνονταν τετραώροφα σανιδένια κρεβάτια κι εκεί, πάνω σε βρόμικες κουρελούδες με λεκέδες από ξερά αίματα και περιττώματα, ξάπλωναν από 2-3 γυναίκες στο καθένα… Στη μέση, στον διάδρομο, ήταν χτισμένο ένα τραπέζι-σόμπα που άναβε απ’ τις δύο άκρες. Εκεί ξεγεννούσαν τις γυναίκες… Άλλη θέρμανση δεν είχε η παράγκα, η παγωνιά τρυπούσε τα κόκαλα, απ’ το ταβάνι κρέμονταν σταλακτίτες. [...] Ως τον Μάη του 1943 όλα τα βρέφη που γεννιόντουσαν στο στρατόπεδο τα σκότωναν με τον πιο φριχτό τρόπο. Τα έπνιγαν στο βαρέλι με τις ακαθαρσίες, στη λεγόμενη βούτα. Την εξόντωσή τους την είχε αναλάβει η Κλάρα, μια Γερμανίδα, πρώην νοσοκόμα, που είχε καταδικαστεί για παιδοκτονία… Ακούγαμε τις μπουρμπουλήθρες την ώρα που έπνιγε τα βρέφη. Την άλλη μέρα η δυστυχισμένη μάνα έβλεπε το κορμάκι του παιδιού της έξω από την παράγκα, καταφαγωμένο από τα ποντίκια”. Η μητρότητα τιμωρούνταν, λοιπόν, με αποτρόπαιο τρόπο. Όπως παρατηρεί και η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου: “οι γυναίκες έπρεπε να τιμωρηθούν όχι μόνο για τη φυλή τους αλλά και για το φύλο τους. Το ίδιο ισχύει και για τα πειράματα στείρωσης των γυναικών. [...] Δεν μπορώ να σκεφτώ κάποια χειρότερη μορφή βιασμού του γυναικείου σώματος. Οι περισσότερες Εβραίες που υπέστησαν τα πειράματα πέθαναν και το ποσοστό θνησιμότητας των γυναικών ήταν μεγαλύτερο από εκείνο των αντρών”.
Η πρώτη φάση πειραμάτων συμπεριλάμβανε εισαγωγή στο σώμα ουσιών που βρίσκονταν στο ξύλο ή στο γυαλί, η δεύτερη φάση αφορούσε τη “μεταμόσχευση οστών” από ένα άτομο σε ένα άλλο. Άλλη μια σημαντική παράμετρος ήταν και ένα είδος τεχνητής εμμηνόπαυσης για τις γυναίκες, στην ουσία αμηνόρροια, η οποία προκαλούνταν, σύμφωνα με κάποιους γιατρούς, από την κακή διατροφή. Ωστόσο, στο φαγητό οι ναζί έβαζαν βρωμιούχα άλατα για να σκοτώνουν τις σεξουαλικές επιθυμίες!
Παρατηρούμε εδώ άλλη μια εξευτελιστική διαδικασία στην οποία το γυναικείο σώμα δεσμεύεται να συμμετέχει υπό την απειλή εξόντωσης. Στο δε Μπίρκεναου όπου οι ανειδίκευτες γυναίκες (λόγω του συνήθους τότε καταμερισμού εργασίας) υπήρξαν χιλιάδες σε σχέση με τους άντρες, είχε δημιουργηθεί ένα ολόκληρο κομάντο για γυναίκες, το κομάντο “Μεξικό”, στο οποίο τοποθετούνταν οι γυναίκες που θεωρούνταν άχρηστες. Εκεί θα κρινόταν η τύχη τους, η οποία συνήθως ήταν η εξόντωση μετά έναν-δύο μήνες. Μέσα σε ένα τέτοιο χρονικό διάστημα η Ντανούτα Τσεχ μας πληροφορεί ότι πέρασαν περίπου 50.000 Εβραίες.
Ήταν επόμενο πως οι κρατούμενοι και οι κρατούμενες έπρεπε να ψάξουν μέσα σε ένα παρανοϊκό σύμπαν να βρουν ψυχικά αποθέματα. Οι γυναίκες συνήθιζαν μάλιστα να τρίβουν με κόκκινο χαρτί τα μάγουλά τους για να φαίνονται υγιείς!
Μια “τούρτα γενεθλίων”, δηλαδή μια φέτα ψωμί με ίχνη μαργαρίνης, που προσέφεραν οι συγκρατούμενες στην Έρικα ή ένα νυχτικό που προσπάθησε να βρει η Ρασέλ Παρέντε ανταλλάσσοντας λίγες πατάτες ήσαν λεπτομέρειες που κρατούσαν ζωντανή στις κρατούμενες την ελπίδα, την ανθρώπινη επικοινωνία και τη σχέση με τις αξίες της προηγούμενης ζωής τους. Στις μαρτυρίες των γυναικών βλέπουμε πόσο σημαντικό ρόλο έπαιξε η αλληλεγγύη. Η Σάρα Ναχμία, στην ανέκδοτη προφορική μαρτυρία της, αφηγείται ότι χρωστά τη ζωή της στην Πολωνή γιατρό Γουάντα, η οποία την “ανέλαβε”, και αυτό σήμαινε ότι την πήρε υπό την προστασία της, και όχι μόνο στον χώρο του νοσοκομείου. Αυτό ήταν ένα συνηθισμένο φαινόμενο. Πάμπολλες είναι οι αφηγήσεις περιστατικών που δείχνουν την αυτοθυσία και την προσπάθεια για βοήθεια ανάμεσα σε εντελώς εξαθλιωμένες γυναίκες.
Αναδημοσίευση αποσπασμάτων του άρθρου “Γυναίκες στα στρατόπεδα των ναζί” που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Terminal119
Η ορχήστρα κοριτσιών στο Άουσβιτς
Ενώ οι Ες – Ες δολοφονούσαν μαζικά εκατομμύρια ανθρώπους, φρόντιζαν και για την καλοπέρασή τους. Δημιούργησαν γι’ αυτό ορχήστρες από κρατούμενους που, εκτός από τη διασκέδαση των φονιάδων, είχαν και άλλα καθήκοντα. Πρωί και βράδυ έπαιζαν στην είσοδο εμβατήρια για να προχωρούν οι κρατούμενοι σε στρατιωτική διάταξη και να μπορούν οι φύλακες να κάνουν καλή καταμέτρηση. Επίσης έπαιζαν μουσική όταν έφταναν τα τρένα με τους εκτοπισμένους και εκείνη την ώρα γινόταν διαλογή ποιοι θα πάνε κατ’ ευθείαν στα κρεματόρια και ποιοι θα μπουν στα καταναγκαστικά έργα.
Πολύ λίγοι άνθρωποι επέζησαν του Ολοκαυτώματος, μεταξύ αυτών και μερικές γυναίκες μουσικοί από την επονομαζόμενη “Ορχήστρα κοριτσιών του Άουσβιτς”. Και μπόρεσαν να επιζήσουν διότι έπαιρναν λίγο περισσότερο φαγητό, τους επιτρεπόταν να φροντίζουν το σώμα τους και επειδή μπόρεσαν να διατηρήσουν την προσωπικότητά τους και να μην είναι ένας αριθμός.
Διευθύντρια της ορχήστρας ήταν Άλμα Ροσέ, από τη Βιέννη, ήδη γνωστή διευθύντρια ορχήστρας. Όταν το 1943 μεταφέρθηκε στο Άουσβιτς, την έστειλαν στον τομέα στον οποίο ο Γιόζεφ Μένγκελε έκανε ιατρικά πειράματα πάνω στους ανθρώπους. Η Άλμα κατάλαβε ότι εκεί μέσα θα πέθαινε γρήγορα και παρακάλεσε να την αφήσουν να παίξει μια φορά φλάουτο. Η διευθύντρια του στρατοπέδου Μαρία Μάντελ κατάλαβε αμέσως το ταλέντο της. Επειδή ήθελε να έχει μία ορχήστρα για το γυναικείο τμήμα του στρατοπέδου, το Μπιρκενάου δεν δίστασε να ορίσει μια Εβραία ως επικεφαλής της ορχήστρας. Η Μαρία Μάντελ, λόγω της ιδιαίτερης σκληρότητας της, μετά το τέλος του πολέμου, καταδικάστηκε σε θάνατο.
Η Άλμα Ροσέ ήταν μία καλλιτέχνιδα με πάθος, αλλά αυστηρή διευθύντρια. “Εάν δεν παίζουμε καλά, θα οδηγηθούμε στο κρεματόριο” έλεγε και αφιέρωσε όλη της την ενέργεια με σκοπό να συστήσει μια καλή ορχήστρα. Σε λίγο καιρό η ορχήστρα μπορούσε να παίζει ένα μεγάλο αριθμό μουσικών κομματιών που απαιτούσαν μεγάλες ικανότητες. Απόκτησε μεγάλη φήμη σε όλο το στρατόπεδο. Γι’ αυτό κατάφερνε να έχει και άλλες Εβραίες στην ορχήστρα.
Την ομάδα αποτελούσαν σαράντα μέλη. Μεταξύ αυτών Εβραίες και μη, από όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες. Η Ανίτα Λάσκερ – Βάλφις έπαιζε τσέλο στην “Ορχήστρα κοριτσιών”. Στις αναμνήσεις της γράφει: “Αποτελούσαμε μια αξιόπιστη κοινότητα που μοιραζόμαστε την άθλια ζωή μας και την προοπτική της θανάτωσής μας, φροντίζοντας η μία την άλλη με θέρμη και φιλία”.
Τα κορίτσια της ορχήστρας μπορεί να είχαν μερικά προνόμια, αυτό όμως δεν σήμαινε ότι δεν θα οδηγούνταν στον θάνατο με αέρια. Οι περισσότερες από τις Εβραίες είχαν χάσει όλους τους συγγενείς τους. Και έπρεπε να παίζουν χαρούμενη μουσική κάθε φορά που γινόταν επιλογή για το κρεματόριο. Ήταν υποχρεωμένες να παρακολουθούν πώς χιλιάδες άνθρωποι οδηγούνταν στον θάνατο. Έπρεπε να παίζουν κάθε φορά που έρχονταν οι Ες – Ες για να διασκεδάσουν λιγάκι. Κάθε Κυριακή υπήρχε συναυλία.
Τον Οκτώβριο του 1944 -ο σοβιετικός στρατός είχε απελευθερώσει το γειτονικό στρατόπεδο Μαγντανεκ- όλες οι γυναίκες της ορχήστρας μεταφέρθηκαν με τρένο που μετέφερε ζώα στο στρατόπεδο Μπέργκεν – Μπέλσεν. Το στρατόπεδο ήταν υπερπλήρες γιατί εκεί μετέφεραν κρατούμενους γυναίκες και άνδρες από τα άλλα στρατόπεδα εν όψει της επέλασης του Κόκκινου Στρατού. Ξέσπασαν αρρώστιες και επιδημίες. Άνθρωποι πέθαιναν συνέχεια και παντού κείτονταν πτώματα. Η ομάδα της μουσικής άντεχε ακόμα. Η Ανίτα Λάσκερ έγραψε: “Για μας ήταν αυτονόητο ότι η κοινότητά μας ήταν το σπουδαιότερο όπλο στον αγώνα μας για την επιβίωση”.
Τον Απρίλιο του 1945 το στρατόπεδο Μπέργκεν-Μπέλσεν ελευθερώθηκε από τον βρετανικό στρατό.
Sine Maier-Bode 22.03.2013
Το νούμερο 42320 ήταν μια Ελληνίδα αγωνίστρια
Λούλα Βλαχούτσικου – Γιαννακοπούλου, κρατούμενη στα στρατόπεδα Ράβενσμπρουκ και Μπούχενβαλντ
Παρέμβαση από το Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο, Νοέμβριος 1998, προς το προεδρείο της ημερίδας για τη διεκδίκηση των γερμανικών αποζημιώσεων
Είμαι μια από τις 16 Ελληνίδες κρατούμενες στο χιτλερικό στρατόπεδο του Μπούχενβαλντ που επέζησαν. Και επειδή βρίσκομαι στο νοσοκομείο χειρουργημένη και δεν μπορώ να παραβρεθώ στην ημερίδα σας, στέλνω μια μικρή ανάμνηση από εκείνο το κάτεργο.
[...] Στεκόμουν, όπως όλες μας, μπροστά στον τόρνο, όπου οι ναζί μάς υποχρέωναν να δουλεύουμε επί 12 ώρες, λειαίνοντας φονικούς κάλυκες για τις σφαίρες. Κάποια στιγμή αφαιρέθηκα και με τη φαντασία μου βρέθηκα στην πατρίδα μου.
Ξαφνικά, ένας κάλυκας σφύριξε στο αυτί μου. Τον είχε πετάξει η ομπερίνα, με άχτι. Η χιτλερίνα επιστάτρια που μας παρακολουθούσε. Ένιωσε, φαίνεται, πως το νούμερο 42320 ταξίδευε αλλού. Είχε για λίγες στιγμές δραπετεύσει από την κόλασή του. Είχε διαπράξει έγκλημα. Από νούμερο, τόλμησε να ξαναγίνει άνθρωπος. Ένα κορίτσι που ονειρευόταν. Όχι! Έπρεπε, ώσπου να πεθάνω, να είμαι το νούμερο 42320 και τίποτε άλλο…
Ανταλλάξαμε ματιές με τις συμπατριώτισσές μου. Μιλούσαμε μόνο με τα μάτια. Πονάμε, πεινάμε, παγώνουμε, καιγόμαστε στον πυρετό και δουλεύουμε. Τα μάτια μόνο μας απομένουν για να μιλάμε μεταξύ μας. Χωρίς σπασμωδικές κινήσεις, για να μην υποψιαστεί τίποτε η ομπερίνα, σκύβω στο κασονάκι όπου έπεφταν οι κάλυκες και, όσο πιο γρήγορα μπορούσα, τους ανακατεύω: να μην ανακαλύψει στον έλεγχο τις ρωγμές που έκανε ένα σιδεράκι, που βάζαμε στο κοπίδι του τόρνου, βγάζοντας σκάρτους, ακατάλληλους για τον φονικό προορισμό τους, κάλυκες.
Αυτό το οργανωμένο σαμποτάζ από όλες μας ήταν η εκδίκησή μας, η ανάσα ζωής, η περηφάνια μας.
Η ομπερίνα απομακρύνθηκε κι εγώ, καθώς χάιδευα τους σκάρτους κάλυκες, ένιωσα ν’ αναβλύζει από βαθιά μέσα μου το επονίτικο τραγούδι μας της Αντίστασης.
Συνεχίζαμε, κι απ’ αυτό το έσχατο μετερίζι, τον αγώνα του λαού μας. Της γενιάς μας.
Ανυπόταχτες! Άνθρωποι! Όχι νούμερα…
ΠΗΓΗ: avgi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου