Του ΣΤΑΘΗ ΚΟΥΒΕΛΑΚΗ*
Παρά τις επίσημες διαβεβαιώσεις περί του αντιθέτου, η αίσθηση ενός αυξανόμενου κοινωνικού και πολιτικού αδιέξοδου εντείνεται καθημερινά. Αναπόφευκτα, λοιπόν, δημιουργείται σε τμήματα της κοινής γνώμης και των πολιτικών δυνάμεων η πεποίθηση ότι πρέπει να ανιχνευθεί η δυνατότητα μιας «ενδιάμεσης λύσης» της ελληνικής κρίσης.
Ενα τέτοιο σκεπτικό ξεκινά από την εξής παραδοχή: η επιστροφή στην προ-Μνημονίου κατάσταση είναι ανέφικτη αλλά και ησυνέχιση της ως τώρα ακολουθούμενης πορείας οδηγεί σε σίγουρη αποτυχία και ακόμη καταστροφικότερες περιπέτειες. Η διέξοδος θα πρέπει λοιπόν να αναζητηθεί σε μια μερική τροποποίηση του Μνημονιακού πλαισίου, που θα σταθεροποιεί στα σημερινά επίπεδα κάποιες βασικές παράμετρους (μισθοί, συντάξεις,δημόσιες δαπάνες) αλλά θα ανακόπτει την περαιτέρω πτωτική τους πορεία. Η προοπτική της μελλοντικής τους βελτίωσης είναι ανοιχτή, αυστηρά εξαρτημένη όμως από την επίτευξη τωνεπιδιωκόμενων ρυθμών ανάπτυξης. Παράλληλα, η αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος προς μια δικαιότερη κατεύθυνση θα επιτρέψει την παγίωση της δημοσιονομικής εξισορρόπησης και τωνπλεονασματικών προϋπολογισμών. Εν συντομία, ένα τέτοιο σχέδιο θα υποκαταστήσει το Μνημόνιοενσωματώνοντας ωστόσο βασικά του «κεκτημένα».
Το δεύτερο επίπεδο της πρότασης αφορά την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους: εφόσον η αναδιάρθρωσή του είναι εν τέλει (δηλαδή μετά τις γερμανικές εκλογές) αναπόφευκτη, στόχος είναι ο βιώσιμος τρόπος αποπληρωμής του, που θα συνδυάζει κούρεμα μεγάλου μέρους του και συνέχιση της αποπληρωμής του υπόλοιπου υπό όρους συμβατούς με κάποιες κοινωνικές και οικονομικές ισορροπίες (ορισμένοι το ονομάζουν αυτό «ρήτρα ανάπτυξης»).
Μια τέτοια λύση προβάλλεται ως η πεμπτουσία του «ρεαλισμού» διότι ανταποκρίνεται στουςυπαρκτούς συσχετισμούς δύναμης, εσωτερικούς και διεθνείς, που θεωρούνται απαγορευτικοί για οποιαδήποτε άλλη γραμμή πλεύσης. Γι αυτό και παρουσιάζεται ως εφικτή μέσω διαπραγματεύσεων με τους δανειστές, αποφεύγοντας μια ρήξη με το ευρωπαϊκό πλαίσιο που θα οδηγούσε τη χώρα στην απομόνωση. Αυτό που της προσδίδει όμως πειστικότητα ίσως να βρίσκεται αλλού: στην φυσιολογική με μια έννοια θεώρηση που διακατέχει έναν παίκτη που καλείται να αντιμετωπίσει έναν ασύμετρα ισχυρό αντίπαλο και αισθάνεται δέος μπροστά στο κόστος μιας σύγκρουσης. Γεννιέται έτσι η ιδέα του «να τα βρούμε κάπου στη μέση», η αναζήτηση ενός ευπρεπούς συμβιβασμού παρόμοιου με αυτούς που ίσχυσαν – και έφεραν ενίοτε θετικά αποτελέσματα – στο παρελθόν.
Μόνο που η κατάσταση είναι πλέον εντελώς διαφορετική. Ο ισχυρός δεν αισθάνεται ότι έχει «αποτύχει», κάθε άλλο μάλιστα. Και τούτο διότι παρά τις αντιστάσεις η μνημονιακή θεραπεία-σοκ έχει ως τώρα εφαρμοσθεί στο ακέραιο και υλοποιήσει τους πραγματικούς της στόχους. Που δεν είναι άλλοι από την εγκαθίδρυση ενός καθαρόαιμου νεοφιλελεύθερου υποδείγματος στο εσωτερικό της χώρας και την υποβάθμιση της θέσης της διεθνώς – έτσι ώστε να παραμείνει άθικτη η επικυριαρχία του ευρωπαϊκού κέντρου, και ειδικότερα του γερμανικού κεφαλαίου. Οσο για το όποιο μελλοντικό κούρεμα του χρέους είναι εμφανές ότι θα συνοδευτεί με όρους δυσμενέστερους από αυτούς του επονείδιστου PSI. Μεταλασσόμενη σε μια «αποικία χρέους», η Ελλάδα έχει ήδη παραδοθεί στη λεηλασία του εγχώριου και του ξένου κεφαλαίου και απεμπολήσει θεμελιώδεις όψεις της λαϊκής κυριαρχίας και τηςδημοκρατικής λειτουργίας. Οσοι επιμένουν να μην βλέπουν το δομικό χαρακτήρα αυτών των επιλογών υποκαθιστούν τον «ρεαλισμό» με το αντίθετό του, την ουτοπία και τους ευσεβείς πόθους.
Υπάρχουν πράγματι συγκυρίες όπου η απέχθεια προς τη ρήξη αντί για τον προσδοκώμενο συμβιβασμό οδηγεί μοιραία στην ήττα και την συνθηκολόγηση. Ο ισχυρός ως γνωστόν δεν έχει λόγο να κάνει την παραμικρή παραχώρηση αν δεν τον εξαναγκάσει ένας συσχετισμός δύναμης. Αλλά επί του προκειμένου και ο αδύναμος δεν μπορεί να βελτιώσει τη θέση του αν δεν κάνει χρήση του αποφασιστικού όπλου που διαθέτει: την κίνηση που αλλάζει το ίδιο το πεδίο της αναμέτρησης. Σήμερα αφετηρία μιας τέτοιας αναγκαστικής στην ουσία επιλογής είναι η μονομερής κατάργηση των Μνημονίων. Αναμφίβολα, η κυβέρνηση που θα την αποφασίσει θα μπει σε μια τροχιά συνολικής σύγκρουσης με τιςκυρίαρχες δυνάμεις, εγχώριες και διεθνείς. Αυτή είναι όμως και η μοναδική ρεαλιστική δυνατότηταγια να ξεκινήσει ένα ευρωπαϊκό ντόμινο ανατροπών και να αλλάξει προς όφελός της το γενικότερο σκηνικό.
Υπάρχουν με άλλα λόγια συνθήκες όπου ένας επιφανειακός ρεαλισμός αποδεικνύεται ουτοπικός και όπου ο αυθεντικός δεν αντιβαίνει αλλά αντίθετα οδηγεί στην ριζοσπαστικότητα.
*Δημοσιεύθηκε στην «Ελευθεροτυπία» την Πέμπτη 25 Ιουλίου 2013.
Παρά τις επίσημες διαβεβαιώσεις περί του αντιθέτου, η αίσθηση ενός αυξανόμενου κοινωνικού και πολιτικού αδιέξοδου εντείνεται καθημερινά. Αναπόφευκτα, λοιπόν, δημιουργείται σε τμήματα της κοινής γνώμης και των πολιτικών δυνάμεων η πεποίθηση ότι πρέπει να ανιχνευθεί η δυνατότητα μιας «ενδιάμεσης λύσης» της ελληνικής κρίσης.
Ενα τέτοιο σκεπτικό ξεκινά από την εξής παραδοχή: η επιστροφή στην προ-Μνημονίου κατάσταση είναι ανέφικτη αλλά και ησυνέχιση της ως τώρα ακολουθούμενης πορείας οδηγεί σε σίγουρη αποτυχία και ακόμη καταστροφικότερες περιπέτειες. Η διέξοδος θα πρέπει λοιπόν να αναζητηθεί σε μια μερική τροποποίηση του Μνημονιακού πλαισίου, που θα σταθεροποιεί στα σημερινά επίπεδα κάποιες βασικές παράμετρους (μισθοί, συντάξεις,δημόσιες δαπάνες) αλλά θα ανακόπτει την περαιτέρω πτωτική τους πορεία. Η προοπτική της μελλοντικής τους βελτίωσης είναι ανοιχτή, αυστηρά εξαρτημένη όμως από την επίτευξη τωνεπιδιωκόμενων ρυθμών ανάπτυξης. Παράλληλα, η αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος προς μια δικαιότερη κατεύθυνση θα επιτρέψει την παγίωση της δημοσιονομικής εξισορρόπησης και τωνπλεονασματικών προϋπολογισμών. Εν συντομία, ένα τέτοιο σχέδιο θα υποκαταστήσει το Μνημόνιοενσωματώνοντας ωστόσο βασικά του «κεκτημένα».
Το δεύτερο επίπεδο της πρότασης αφορά την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους: εφόσον η αναδιάρθρωσή του είναι εν τέλει (δηλαδή μετά τις γερμανικές εκλογές) αναπόφευκτη, στόχος είναι ο βιώσιμος τρόπος αποπληρωμής του, που θα συνδυάζει κούρεμα μεγάλου μέρους του και συνέχιση της αποπληρωμής του υπόλοιπου υπό όρους συμβατούς με κάποιες κοινωνικές και οικονομικές ισορροπίες (ορισμένοι το ονομάζουν αυτό «ρήτρα ανάπτυξης»).
Μια τέτοια λύση προβάλλεται ως η πεμπτουσία του «ρεαλισμού» διότι ανταποκρίνεται στουςυπαρκτούς συσχετισμούς δύναμης, εσωτερικούς και διεθνείς, που θεωρούνται απαγορευτικοί για οποιαδήποτε άλλη γραμμή πλεύσης. Γι αυτό και παρουσιάζεται ως εφικτή μέσω διαπραγματεύσεων με τους δανειστές, αποφεύγοντας μια ρήξη με το ευρωπαϊκό πλαίσιο που θα οδηγούσε τη χώρα στην απομόνωση. Αυτό που της προσδίδει όμως πειστικότητα ίσως να βρίσκεται αλλού: στην φυσιολογική με μια έννοια θεώρηση που διακατέχει έναν παίκτη που καλείται να αντιμετωπίσει έναν ασύμετρα ισχυρό αντίπαλο και αισθάνεται δέος μπροστά στο κόστος μιας σύγκρουσης. Γεννιέται έτσι η ιδέα του «να τα βρούμε κάπου στη μέση», η αναζήτηση ενός ευπρεπούς συμβιβασμού παρόμοιου με αυτούς που ίσχυσαν – και έφεραν ενίοτε θετικά αποτελέσματα – στο παρελθόν.
Μόνο που η κατάσταση είναι πλέον εντελώς διαφορετική. Ο ισχυρός δεν αισθάνεται ότι έχει «αποτύχει», κάθε άλλο μάλιστα. Και τούτο διότι παρά τις αντιστάσεις η μνημονιακή θεραπεία-σοκ έχει ως τώρα εφαρμοσθεί στο ακέραιο και υλοποιήσει τους πραγματικούς της στόχους. Που δεν είναι άλλοι από την εγκαθίδρυση ενός καθαρόαιμου νεοφιλελεύθερου υποδείγματος στο εσωτερικό της χώρας και την υποβάθμιση της θέσης της διεθνώς – έτσι ώστε να παραμείνει άθικτη η επικυριαρχία του ευρωπαϊκού κέντρου, και ειδικότερα του γερμανικού κεφαλαίου. Οσο για το όποιο μελλοντικό κούρεμα του χρέους είναι εμφανές ότι θα συνοδευτεί με όρους δυσμενέστερους από αυτούς του επονείδιστου PSI. Μεταλασσόμενη σε μια «αποικία χρέους», η Ελλάδα έχει ήδη παραδοθεί στη λεηλασία του εγχώριου και του ξένου κεφαλαίου και απεμπολήσει θεμελιώδεις όψεις της λαϊκής κυριαρχίας και τηςδημοκρατικής λειτουργίας. Οσοι επιμένουν να μην βλέπουν το δομικό χαρακτήρα αυτών των επιλογών υποκαθιστούν τον «ρεαλισμό» με το αντίθετό του, την ουτοπία και τους ευσεβείς πόθους.
Υπάρχουν πράγματι συγκυρίες όπου η απέχθεια προς τη ρήξη αντί για τον προσδοκώμενο συμβιβασμό οδηγεί μοιραία στην ήττα και την συνθηκολόγηση. Ο ισχυρός ως γνωστόν δεν έχει λόγο να κάνει την παραμικρή παραχώρηση αν δεν τον εξαναγκάσει ένας συσχετισμός δύναμης. Αλλά επί του προκειμένου και ο αδύναμος δεν μπορεί να βελτιώσει τη θέση του αν δεν κάνει χρήση του αποφασιστικού όπλου που διαθέτει: την κίνηση που αλλάζει το ίδιο το πεδίο της αναμέτρησης. Σήμερα αφετηρία μιας τέτοιας αναγκαστικής στην ουσία επιλογής είναι η μονομερής κατάργηση των Μνημονίων. Αναμφίβολα, η κυβέρνηση που θα την αποφασίσει θα μπει σε μια τροχιά συνολικής σύγκρουσης με τιςκυρίαρχες δυνάμεις, εγχώριες και διεθνείς. Αυτή είναι όμως και η μοναδική ρεαλιστική δυνατότηταγια να ξεκινήσει ένα ευρωπαϊκό ντόμινο ανατροπών και να αλλάξει προς όφελός της το γενικότερο σκηνικό.
Υπάρχουν με άλλα λόγια συνθήκες όπου ένας επιφανειακός ρεαλισμός αποδεικνύεται ουτοπικός και όπου ο αυθεντικός δεν αντιβαίνει αλλά αντίθετα οδηγεί στην ριζοσπαστικότητα.
*Δημοσιεύθηκε στην «Ελευθεροτυπία» την Πέμπτη 25 Ιουλίου 2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου