Έχω διαπιστώσει πως μακριά από την Αθήνα επικρατεί μια άλλη πραγματικότητα που δεν έχει καμία σχέση με την αθηναϊκή. Προφανώς, και για τους Έλληνες της περιφέρειας έχουν αλλάξει τα πράγματα αλλά δεν υπάρχει αυτή η υστερία που υπάρχει στην Αθήνα. Είναι όλοι πιο χαλαροί.
Εγώ είμαι σε νιρβάνα -φαντάζομαι πως θα το καταλαβαίνετε απ’ αυτά που γράφω στο μπλογκ τους τελευταίους μήνες- αλλά οι φίλοι από την Αθήνα επιμένουν από το τηλέφωνο.
«Έλα, ρε μαλάκα, πού είσαι;» «Στην Νότιο Κρήτη» «Τι κάνεις στην Νότιο Κρήτη;» «Περιμένω το πλοίο να περάσω στην Γαύδο, πιο κάτω δεν έχει» «Και μετά;» «Μετά θα παρακαλέσω τον καπετάν Γιάννη, το παλικάρι, τον αντάρτη, τον άντρακλα τον πελαγίσιο, να με φυγαδεύσει με το καΐκι του στο αρχηγείο των συμμαχικών δυνάμεων στη Μέση Ανατολή» «Δηλαδή, Αθήνα δεν θα έλθεις;» «Θα έλθω, σκοπεύω να μπω στην Αθήνα σαν απελευθερωτής, όπως μπήκαν ο Φιντέλ με τον Τσε στην Αβάνα» «Τι λες, ρε μαλάκα;» «Ό,τι θέλω, έχω λαλήσει»
«Έλα, ρε πιτσιρίκο, πού είσαι;» «Στη Νάξο» «Τι κάνεις;» «Κοιτάω μια ξανθιά τουρίστρια που δοκιμάζει ένα καπέλο» «Και τι γίνεται;» «Δεν το πήρε» «Ποιο;» «Το καπέλο» «Όχι, ρε συ, εννοώ γενικά τι γίνεται;» «Δεν ξέρω, από σένα περιμένω να μάθω κι εγώ» «Εμένα με απέλυσαν» «Ωραία, έλα στη Νάξο» «Έχασα τη δουλειά μου και θα έλθω στη Νάξο;» «Γιατί, αν κάτσεις στην Αθήνα, θα σε προσλάβουν ξανά;» «Όχι» «Μήπως θα βρεις νέα δουλειά;» «Όχι» «Ε λοιπόν, γιατί δεν έρχεσαι;» «Καλά, έρχομαι» «Έλα, αλλά εγώ θα έχω φύγει» «Πού θα πας;» «Σαντορίνη»
«Πιτσιρίκο, σώσε με, χρωστάω χρήματα και, αν δεν τα δώσω, θα πάω φυλακή» «Φίλε, λυπάμαι αλλά σε πρόλαβε ο προηγούμενος φίλος» «Πω πω, και τώρα τι θα γίνει, θα πάω φυλακή;» «Σιγά μην πας φυλακή» «Τι θα κάνω;» «Κρύψου, βγες στο βουνό» «Να βγω στο βουνό καλοκαιριάτικα;» «Καλά, βγες στην Μύκονο» «Η Μύκονος δεν μου αρέσει» «Πράγματι, η φυλακή είναι πιο ωραία»
«Έλα πιτσιρίκο, ετοιμάζω μια νέα δουλειά από Σεπτέμβριο» «Δουλειά για τον Σεπτέμβριο; Δεν είναι πολύ μακρινός ο στόχος;» «Είμαστε έτοιμοι, θέλεις να δουλέψεις μαζί μας;» «Όχι, ευχαριστώ» «Έχεις κλείσει αλλού;» «Όχι» «Και τι θα κάνεις» «Τίποτα» «Τίποτα;» «Ναι, θα προσπαθήσω να ρίξω το σύστημα, κάνοντας τίποτα. Όλα τα άλλα τα έχω δοκιμάσει»
«Α, ρε πιτσιρίκο, μας εγκατέλειψες την ώρα του αγώνα» «Πώς πάει ο αγώνας;» «Ψόφια πράγματα, εσύ;» «Φίλε, εδώ έχω βρει την ησυχία μου, ούτε πολλές κουβέντες, ούτε σύντροφοι, ούτε ναζιστές, ούτε τίποτα» «Φασίστες δεν έχει εκεί;» «Κοίτα, βλέπω τώρα δυο τύπους που παίζουνε ρακέτες ξεβράκωτοι, να πάω να τους ρωτήσω αν είναι χρυσαυγίτες;» «Τατουάζ έχουνε;» «Δεν βλέπω, είναι μακριά» «Μαλλιά έχουν;» «Ο ένας το έχει ξυρίσει» «Χρυσαυγίτης θα είναι, ο άλλος;» «Ο άλλος έχει μαλλιά μέχρι τον κώλο, δικός μας θα είναι» «Και γιατί παίζει ρακέτες με τον χρυσαυγίτη;»
Τέτοιες είναι οι συζητήσεις με τους φίλους από το τηλέφωνο. Πολλή αγωνία για χρήματα και δουλειές, πολλή κουβέντα για την παθητική στάση του κόσμου, και, γενικά, πολλή Αθήνα.
Βέβαια, πίσω από αυτές τις αγχωμένες κουβέντες, υπάρχει φέτος κι ένα «ρε δεν πάνε να γαμηθούνε όλα;». Το βρίσκω υγιές αυτό.
Έχω μια αίσθηση τέλους αυτό το όμορφο και γλυκό καλοκαίρι. Δεν μπορώ να το εξηγήσω -βαριέμαι και την ανάλυση που γίνεται παράλυση, κάνει και ζέστη-, αλλά το στομάχι μου μου λέει πως κάπου εδώ είναι το τέλος.
Ανοίγω μια σαμπάνια μωρό -όχι γαλλική πια, έχω βρει κάτι φτηνές- και την πίνω στην υγειά μου.
Είμαστε η γενιά που έζησε σαν να μην υπήρχε αύριο. Και τελικά, δεν υπήρχε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου