Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2013

Ούτε πολίτες ούτε άνθρωποι: φορολογούμενοι

Του Ευθύμη Τσιλικίδη
Γελοιογραφία του Γιάννη Καλαϊτζή από την Εφημερίδα των συντακτών

Σε ερώτηση δημοσιογράφου για το ενδεχόμενο νέου κουρέματος του ελληνικού χρέους ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο απάντησε ότι «αυτό θα έφερνε αναστάτωση στην ευρωζώνη και ανασφάλεια στους επενδυτές. Πέραν αυτού, δεν υπάρχει κανένα τέτοιο ενδεχόμενο, γιατί οι φορολογούμενοι των χωρών που στηρίζουν οικονομικά την Ελλάδα δεν θα το δέχονταν»[1]. Αν και πρόκειται -με βάση τις τρέχουσες εξελίξεις- για μία μάλλον τυπική τοποθέτηση του αξιωματούχου της Ε.Ε., μια σύντομη ανάλυση των χρησιμοποιούμενων όρων και του περιεχομένου της μπορεί να μας οδηγήσει σε κάποια πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα.

Εύκολα αντιλαμβανόμαστε ποιους ονομάζει και εκπροσωπεί ο Μπαρόζο. Η ευρωζώνη (δηλαδή οι χώρες που συμμετέχουν στο ευρώ) ταυτίζεται ουσιαστικά με τους επενδυτές, δηλαδή τους επιχειρηματικούς ομίλους, τις τράπεζες και, τελικά, όλους όσους κατέχουν μεγάλα κεφάλαια με τα οποία κινούν την αγορά. Είναι αυτοί που θα αναστατωθούν και όχι τόσο οι υπόλοιποι πολίτες, οι εργαζόμενοι μισθωτοί, οι άνθρωποι του μόχθου, που είναι αμφίβολο ότι έχουν το χρόνο να παρακολουθούν από τόσο κοντά την ελληνική υπόθεση (αν και είναι βέβαιο ότι σε αυτούς θα μετακυλήσουν τα οικονομικά βάρη αν δεν αποδώσει η επιχείρηση «διάσωσης»).

Οι τελευταίοι είναι η πλειοψηφία όσων κατονομάζονται ξεχωριστά ως φορολογούμενοι. Όχι τόσο γιατί οι επενδυτές δε φορολογούνται, αλλά κυρίως γιατί οι εργαζόμενοι είναι εκείνοι που αισθάνονται έντονα τις συνέπειες της φορολόγησης εξαιτίας του αναιμικού εισοδήματός τους, οπότε τυγχάνουν ιδιαίτερης αναφοράς, προφανώς για να εμπεδωθεί ότι λαμβάνονται και αυτοί σοβαρά υπόψη. Αναγνωρίζουμε εδώ μια οξυδερκή και γενναιόδωρη επίδειξη κατανόησης.

Οι δυο κοινωνικές ομάδες διαχωρίζονται και γι’ άλλους λόγους. Ας προσέξουμε τη διατύπωση: «οι επενδυτές αναστατώνονται, αισθάνονται ανασφάλεια», έχουν δηλαδή (εκτός από την οικονομική) και κάποια ψυχική επιβάρυνση, υφίστανται συναισθηματικές συνέπειες, υποφέρουν! Αντίθετα οι φορολογούμενοι (δηλαδή οι πολλοί) είναι οι ισχυροί.«Δε θα το δέχονταν» γιατί, το καταλαβαίνουμε όλοι, έχουν τη δυνατότητα της απόφασης, άρα είναι λιγότερο ασήμαντοι απ’ όσο νομίζουμε στην πραγματικότητα. Από την άλλη πλευρά, οι επενδυτές πλησιάζουν με το «πάθημά» τους πιο κοντά στον κοινό ανθρώπινο βίο (και γίνονται παρά τον πλούτο τους συμπαθέστεροι). Τα όποια αρχικά συναισθήματα οργής και αδικίας μετριάζονται. Η συναίνεση καθίσταται δυνατή.

Επιπλέον, αφού οι επενδυτές πρέπει να τύχουν προστασίας (διότι -συμπεραίνουμε εμείς- τα κεφάλαιά τους δεν τους κατοχυρώνουν αρκετά) και οι κυρίαρχοι φορολογούμενοι αποφασίζουν να αρνηθούν το κούρεμα, εύκολα διαπιστώνουμε ότι τα συμφέροντα φορολογουμένων και επενδυτών ταυτίζονται και η ευθύνη της άρνησης ανήκει και στις δυο ομάδες από κοινού! Πρόκειται, τελικά, για όποιον δεν το έχει αντιληφθεί, για έναν ακόμη θρίαμβο της κοινωνικής συνεργασίας και των δημοκρατικών διαδικασιών στην ΕΕ. Η «ορθολογική» άρνηση του κουρέματος του ελληνικού χρέους είναι -με βάση τη δήλωση Μπαρόζο- μια γνήσια δημοκρατική απόφαση της πλειοψηφίας των Ευρωπαίων πολιτών!

Μπορούμε τώρα να θαυμάσουμε την αποτελεσματικότητα της ρητορικής του Πορτογάλου: δεν βρίσκεται καθόλου τυχαία στη θέση του Προέδρου της Κομισιόν, αν και προέρχεται από μια νότια, ανίσχυρη οικονομικά χώρα.

Χρειάζονται πράγματι ψυχική συμπαράσταση οι μεγαλοεπενδυτές; Είναι οι φορολογούμενοι πολιτικά παντοδύναμοι; Η δημοκρατία λειτουργεί αρμονικά; Η παραπάνω προβληματική στη μεταδημοκρατική εποχή μας[2] μοιάζει τουλάχιστον ανεκδοτολογική. Η επιρροή των αποπολιτικοποιημένων μαζών στα κόμματα εξουσίας είναι στην πράξη ανύπαρκτη. Οι τελευταίες, μετέχοντας στην πολιτική ζωή μόνο στις βουλευτικές εκλογές (και μάλιστα με υψηλότατα ποσοστά αποχής), καλούνται απλώς να επιβεβαιώνουν το αναμενόμενο: να μην αντιδρούν στις σχεδόν προαποφασισμένες επί των μεγάλων ζητημάτων (όπως π.χ. ο τρόπος που υλοποιείται η ελληνική στήριξη) πολιτικές. Ας επιστρέψουμε, λοιπόν, στον Μπαρόζο. Εκκρεμεί ένα τελευταίο ζήτημα που είναι και το σημαντικότερο.

Υπάρχει στη δήλωση που συζητάμε μια καθοριστική ομοιότητα: αμφότεροι οι όροι επενδυτές και φορολογούμενοι προέρχονται από το πεδίο της οικονομίας. Η επιχειρηματολογία με βάση την οποία ολόκληροι λαοί θα συνεχίσουν να δοκιμάζονται από μια άνευ προηγουμένου ανθρωπιστική κρίση έχει ως μοναδικό πεδίο αναφοράς την οικονομία. Όχι τη φιλοσοφία, τον ανθρωπισμό, την ολότητα των κοινωνικών επιστημών αλλά την οικονομία. Όσοι θεωρούνται από τον Μπαρόζο πολιτικά αρμόδιοι δεν είναι άνθρωποι με κοινωνικές ευαισθησίες αλλά επενδυτές και φορολογούμενοι. Ως τέτοιοι κατονομάζονται στην πλειοψηφία τους, ως τέτοιοι οφείλουν να σκέπτονται, να ενεργούν, να εμπλέκονται στην πολιτική. Έτσι, με τα κριτήρια των homo oeconomicus, τα συμφέροντα των ανθρώπων-πορτοφόλια, καθορίζεται το βιοτικό επίπεδο και η αξιοπρέπεια ολόκληρων λαών.

Πρόκειται για την απόλυτη επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού σε μια Ευρώπη που για αρκετά χρόνια αφουγκραζόταν το Διαφωτισμό, επιθυμούσε τη φιλική συνύπαρξη, οικοδομούσε το κοινωνικό κράτος. Εύλογα, ίσως, κάποιοι θα ισχυριστούν ότι δεν είναι δυνατόν οι πολιτισμένοι Ευρωπαίοι να λειτουργούν μόνο ως επενδυτές και φορολογούμενοι, αλλά απλώς αυτή είναι η εικόνα που εξυπηρετεί τον έμπειρο Πορτογάλο, προκειμένου να υπερασπιστεί τις πολιτικές των επιτελείων της ΕΕ. Εντούτοις, τα αποτελέσματα, π.χ., στις πρόσφατες γερμανικές εκλογές δικαιώνουν σε μεγάλο βαθμό την οπτική του. Άλλωστε, όπως οι Έλληνες, με γνώμονα τα οικονομικά συμφέροντα (που μπορούν βεβαίως να «μαγειρεύονται» πολιτικά), οι πολίτες της Ευρώπης υποβάλλονται πιεστικά σε τεχνητά διλήμματα από τα ΜΜΕ, διαμορφώνονται και υποκειμενικοποιούνται από τους νεοφιλελεύθερους θεσμούς που προάγουν την ανταγωνιστικότητα και υπονομεύουν την αλληλεγγύη, ενδίδουν στις απολαύσεις ενός αχαλίνωτου καταναλωτισμού, φανατίζονται από μισαλλόδοξες εθνικιστικές κορώνες, δυσανασχετούν μπροστά στην πολιτισμική διαφορετικότητα αναβιώνοντας ρατσιστικές αντιλήψεις που κυριαρχούσαν στη μεσοπολεμική Ευρώπη.
Είναι, συνεπώς, οι Ευρωπαίοι πολίτες ένα ενιαίο, εντελώς προβλέψιμο σύνολο; Ασφαλώς όχι. Αυτή, άλλωστε, είναι και μια από τις αιτίες που -παρά την κρισιμότητα του ζητήματος- η πολιτική στήριξης των νότιων χωρών δεν υποβάλλεται σε κανένα εθνικό δημοψήφισμα, όπως π.χ., συνέβη σε αρκετές χώρες για το ζήτημα της εισόδου στην ευρωζώνη. Παραμένει υπόθεση που εξετάζεται αποκλειστικά σε επίπεδο κορυφής: κυβερνήσεων και ευρωπαϊκών θεσμών. Γιατί; Είναι ευνόητο ότι, σε περίπτωση δημοψηφίσματος, η συζήτηση δεν θα μπορούσε να περιοριστεί σε ένα απλό ναι ή όχι, οπότε θα ενείχε μόνο κινδύνους: μια επέκταση των πολιτικών διαβουλεύσεων μαζί με τη μετάθεση της αρμοδιότητας της απόφασης στους λαούς μπορεί να οδηγούσε (εκτός του ότι θα αποτελούσε μια ανεπιθύμητη αφορμή για πολιτική αφύπνιση) σε μια περισσότερο αλληλέγγυα προς τους νότιους στάση που ίσως έκανε τους όρους του δανεισμού ασύμφορους για τους δανειστές-επενδυτές. Ή, αντίθετα, μια φανερή δυσφορία ή άρνηση της στήριξης από τους λαούς της Ευρώπης θα αύξανε κατακόρυφα τον ευρωσκεπτικισμό και θα εξέθετε ανεπανόρθωτα τους υποστηρικτές της ιδέας της ευρωπαϊκής ενότητας προκαλώντας σοβαρές αναταράξεις στο πολιτικό βαρόμετρο των χρεωμένων χωρών.Και εκεί βρίσκεται ο μεγαλύτερος κίνδυνος: στην υιοθέτηση και επιτυχημένη εφαρμογή μιας εναλλακτικής πολιτικής, στην ανάδυση ενός άλλου πολιτικού παραδείγματος[3] εντός της γηραιάς ηπείρου. Καταλήγουμε, λοιπόν, σε ένα ακόμη ατυχές ιστορικό συμβάν όπου χάριν της οικονομίας η πολιτική μένει στάσιμη, απομακρύνεται από τις πραγματικές της δυνατότητες. Απόλυτα εύλογο: το διακύβευμα για τις κυρίαρχες οικονομικές και πολιτικές ελίτ είναι τεράστιο.

Οι τελευταίες, προκειμένου να επεκτείνουν τη νεοφιλελευθεροποίηση στα κράτη τους προβάλλουν ως υπέρτατο το επιχείρημα της παραμονής στο ευρώ, το οποίο κατασκευάζεται ως το νέο φετίχ, ο συνδετικός κρίκος με τις αναπτυγμένες χώρες, η αναγκαία προϋπόθεση κάθε θετικής προοπτικής. Έτσι, μπροστά στην -για πολλοστή φορά- επίκληση μιας (καταστροφικής όπως διαπιστώνουμε) διατύπωσης του οικονομικού επιχειρήματος νομιμοποιούνται κοινωνικοί αποκλεισμοί, συμπιέζονται ημερομίσθια, εξαφανίζονται δικαιώματα, διαιωνίζεται η εκμετάλλευση και η καταπίεση[4].

Η νεοφιλελεύθερη κυριαρχία της οικονομίας απομακρύνει την πολιτική και κοινωνική ζωή από τη φιλοσοφία, τα δικαιώματα, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Καταργεί μετατρέποντας σε ιστορικό παρελθόν τον ολικά σκεπτόμενο άνθρωπο, τον ευαισθητοποιημένο πολίτη, τις πολιτικές της αλληλεγγύης. Οι κοινωνικές σχέσεις υποτάσσονται ολοκληρωτικά στους -γνώριμους, πλέον- οικονομικούς και στατιστικούς δείκτες. Θα έπρεπε να αναζητούμε μια κοινωνία όπου η οικονομία θα έχει ξαναμπεί στη θέση της, δηλαδή θα έχει γίνει ένα απλό μέσο του ανθρώπινου βίου και όχι ύστατος σκοπός[5]. Να ξαναδώσουμε πνοή σε έναν ανθρωπισμό που θα σέβεται αυτό που θα ζητούν όλα τα ανθρώπινα όντα[6]. Κι αυτό, όπως εύλογα μπορούμε να αντιληφθούμε, δεν θα είναι μια χάρη που θα μας προσφερθεί μέσα στη φιλελεύθερη αμεριμνησία μας, δίχως κοινωνικούς αγώνες, πολιτική ενεργοποίηση. Η νέα Ευρώπη μπορεί να έλθει μόνο από τα κάτω προς τα πάνω[7]. Κι είναι σαφές ότι οι άνθρωποι που θα την οικοδομήσουν, δεν μπορούν να λειτουργούν μόνο (όπως έντεχνα και αυτάρεσκα τους εγκαλεί -με την αλτουσεριανή έννοια- ο Μπαρόζο) ως φορολογούμενοι.


[1] Ζοζέ Μπαρόζο, συνέντευξη στη Bild, 24/10/2013.


[2] Για την εννοιολόγηση του όρου «Μεταδημοκρατία» βλ. το ομότιτλο βιβλίο του Crouch, Collin (2006), μτφρ. Αλέξανδρος Κιουπκιολής, Αθήνα: Εκκρεμές.


[3] Παράδειγμα που θα μπορούσε να έχει την έννοια και την εξέλιξη που του αποδίδει ο Thomas Kuhn στο διάσημο έργο του Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων.


[4] Μερικές πρώιμες αλλά εξόχως διορατικές αναλύσεις για τη νεοφιλελεύθερη κυριαρχία της οικονομίας στις οποίες οφείλει την κεντρική του ιδέα το παρόν κείμενο μπορούμε να συναντήσουμε στο Foucault, Michel (2012), Η γέννηση της βιοπολιτικής. Παραδόσεις στο Kολλέγιο της Γαλλίας (1978-1979) μτφρ. Βασίλης Πατσογιάννης, Αθήνα: Πλέθρο.


[5] Καστοριάδης, Κορνήλιος, (2000), Η άνοδος της ασημαντότητας, μτφρ. Κώστας Κουρεμένος, Αθήνα: Ύψιλον, σ. 129.


[6] Touraine, Alain, (2010), Μετά την κρίση. Από την κυριαρχία των αγορών στην αναγέννηση της κοινωνίας, μτφρ. Μαρία Μαλαφέκα, Αθήνα: Μεταίχμιο, σ. 227.

[7] Balibar Etienne, (2013), A new Europe can come only from the bottom up, Liberation,02/05/2013.

Τα σκίτσα είναι από εδώ: http://www.efsyn.gr/

Πηγή : eranistis
 
 
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου