Temir Porras Ponceleón
Το χάσμα μεταξύ της κυβέρνησης του Νικολάς Μαδούρο και της αντιπολίτευσης και οι διεθνείς κυρώσεις επιδεινώνουν καθημερινά τον πληθωρισμό της Βενεζουέλας και κάνουν την ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον να πεθαίνει κάθε μέρα.
Ως πρόεδρος της Βενεζουέλας από το 1999 έως το 2013, ο Ούγκο Τσάβες είχε αναμφισβήτητες επιτυχίες, ιδίως όσον αφορά τη μείωση της φτώχειας. Πέτυχε επίσης απροσδόκητα αποτελέσματα, συμπεριλαμβανομένης της οικονομικής ανάπτυξης: το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά πέντε φορές μεταξύ του 1999 και του 2014. Αυτό μπορεί να εξηγήσει τις επαναλαμβανόμενες εκλογικές επιτυχίες του. Η μακρά διακυβέρνηση των Τσαβίστας επέτρεψε στη Βενεζουέλα να ανοικοδομήσει τα θεσμικά της όργανα, μέσω μιας ανοικτής και συμμετοχικής διαδικασίας με συχνές εκλογές. Ήταν μάλιστα τόσο πολλές οι εκλογικές αναμετρήσεις, που ο πρώην πρόεδρος της Βραζιλίας Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα είχε δηλώσει χαρακτηριστικά: «Έχουν πάντοτε εκλογές στη Βενεζουέλα και όταν δεν έχουν, ο Τσάβες ανακαλύπτει έναν λόγο για να κάνει».
Η μπολιβαριανή επανάσταση βοήθησε να ξεκινήσει η «ροζ παλίρροια» που συνέβη στη Λατινική Αμερική τη δεκαετία του 2000, με εκλογές που έφεραν προοδευτικά αριστερά κόμματα στην εξουσία, συχνά για πρώτη φορά, σε χώρες που πια δεν δέχονταν να είναι η πίσω αυλή των ΗΠΑ.
Ωστόσο, ο θάνατος του Τσάβες, τον Μάρτιο του 2013, και η πολιτική μετάβαση που έφερε ο εξουσιοδοτημένος διάδοχος του Νικολάς Μαδούρο στην εξουσία, κήρυξε μια νέα εποχή. Από το 2014, η Βενεζουέλα βιώνει τη χειρότερη οικονομική κρίση στην ιστορία της, η οποία προκάλεσε μεγάλη δυστυχία και αύξησε την πόλωση που υπήρχε ήδη στην πολιτική σκηνή της χώρας για δύο δεκαετίες. Έτσι το χάσμα μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης θέτει σε κίνδυνο τη λειτουργία των θεσμών που ιδρύθηκαν το 1999.
Η μακρύτερη και σοβαρότερη κρίση
Η κρίση είναι αξιοσημείωτη τόσο ως προς τη διάρκεια όσο και ως προς τη σοβαρότητά της. Το 2018 αναμένεται να είναι το πέμπτο συνεχές έτος της ύφεσης στη Βενεζουέλας και το ΑΕΠ ενδέχεται να μειωθεί κατά 18%, αφού ήδη μειώθηκε κατά 11-14% το 2017. Η κυβέρνηση δεν έχει δώσει στη δημοσιότητα μακροοικονομικά στοιχεία από το 2015, γεγονός που επιτρέπει σε ορισμένους να ισχυριστούν ότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και τα μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα του ιδιωτικού τομέα υπερβάλλουν για τη σοβαρότητα της κατάστασης για ιδεολογικούς λόγους. Ωστόσο, διαρροή κυβερνητικών στοιχείων επιβεβαιώνει ότι το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 16,5% το 2016. Αυτό υποδηλώνει ότι η οικονομία μειώθηκε κατά τουλάχιστον 30% μεταξύ του 2014 και του 2017, μια κατάσταση που μπορεί να συγκριθεί με την οικονομική κατάρρευση των ΗΠΑ το 1929, η οποία ξεκίνησε και τη Μεγάλη Ύφεση.
Οι αιτίες της οικονομικής επιβράδυνσης της Βενεζουέλας δεν αμφισβητούνται. Τον Ιούνιο του 2014, η τιμή του πετρελαίου, το οποίο αντιπροσωπεύει το 95% των εξαγωγών της Βενεζουέλας κατά αξία, έπεσε από τα 100 δολάρια το βαρέλι στα 50 δολάρια μέσα σε έξι μήνες, φτάνοντας τα 30 δολάρια τον Ιανουάριο του 2016. Οι ίδιες αιτίες δεν έχουν πάντα και τα ίδια αποτελέσματα: όλα εξαρτώνται από την στρατηγική που υιοθετήθηκε ως απάντηση, οπότε η αντίδραση της κυβέρνησης σε ένα εξωγενές σοκ της κλίμακας αυτής ήταν αινιγματική, ειδικά καθώς η οικονομία φαινόταν εύθραυστη ακόμη και πριν αρχίσει να πέφτει η τιμή του αργού.
Παρά τον υψηλό δομικό πληθωρισμό της Βενεζουέλας, η κυβέρνηση Μαδούρο αποφάσισε να διατηρήσει μια πολιτική ελέγχου των συναλλαγματικών ισοτιμιών που αντιστάθμιζε το εθνικό νόμισμα, το μπολιβάρ, στο αμερικανικό δολάριο. Κάποιοι Βενεζουελάνοι συνειδητοποίησαν γρήγορα ότι αυτό τους επέτρεπε να αγοράσουν ένα ασφαλές κεφάλαιο - δολάρια - για πολύ λιγότερο από την πραγματική του αξία. Με αυτόν τον τρόπο, η κυβερνητική πολιτική συναλλάγματος μετέτρεψε τη Βενεζουέλα σε μια τεράστια μηχανή παραγωγής δολαρίων.
Τα έσοδα από το πετρέλαιο της Βενεζουέλας ήταν άφθονα μέχρι το 2014, αλλά και οι εισαγωγές αυξάνονταν σταθερά. Στη συνέχεια, η τιμή του πετρελαίου άρχισε να πέφτει. Η κυβέρνηση αποφάσισε να χρηματοδοτήσει το έλλειμμα του προϋπολογισμού της, τυπώνοντας χρήμα και μειώνοντας τις εισαγωγές. Αυτές οι αποφάσεις οδήγησαν σε ελλείψεις πληθωρισμό εκτός ελέγχου. Έχοντας χρήματα διαθέσιμα αλλά έλλειψη αγαθών και υπηρεσιών, οι τιμές υποχώρησαν.
Η συναλλαγματική ισοτιμία της μαύρης αγοράς αμερικάνικων δολαρίων εκτοξεύτηκε. Η αξία του «παράλληλου» δολαρίου, σύντομα έγινε το πρότυπο για τον καθορισμό των τιμών των αγαθών και των υπηρεσιών. Με τιμές να αυξάνονται και να επιβαρύνουν τους μισθούς και τους κρατικούς προϋπολογισμούς, η κυβέρνηση προσπάθησε να διατηρήσει την αγοραστική δύναμη των πολιτών της, θέτοντας όλο και περισσότερα χρήμα σε κυκλοφορία. Μεταξύ 2014 και 2017, η ποσότητα χρήματος αυξήθηκε κατά 8.500%. Η οικονομία μετατράπηκε σε υπερπληθωριστική και δεν ήταν έκπληξη το γεγονός ότι ο δείκτης τιμών καταναλωτή πήγε από 300% το 2016 σε 2.000% το 2017. Οι προβλέψεις για το 2018 κυμαίνονται από 4.000% έως 1.300.000%. Αυτό σημαίνει ότι αγαθά που αγοράστηκαν για 1.000 μπολίβαρς την 1η Ιανουαρίου θα κοστίζουν 13.000.000 στις 31 Δεκεμβρίου.
Τα κρατικά έσοδα σε ελεύθερη πτώση
Μια ακόμη επιπλοκή είναι ότι οι σημαντικές αποπληρωμές για το χρέος της Βενεζουέλας υποχώρησαν το 2016 και το 2017. Αν και τα έσοδα από το πετρέλαιο ήταν σε ελεύθερη πτώση, η κυβέρνηση συνέχισε την πολιτική του Τσάβεζ να τηρεί σχολαστικά τις δανειακές υποχρεώσεις της τουλάχιστον μέχρι τον Δεκέμβριο του 2017, όταν ο Μαδούρο ανακοίνωσε στην τηλεόραση ότι η χώρα είχε αποπληρώσει ένα τεράστιο ποσό του χρέους της, ύψους 71,7 δισ. δολαρίων μεταξύ του 2014 και του 2017.
Η στρατηγική της κυβέρνησης εγείρει πολλά ερωτήματα. Για να εξοφλήσει το χρέος, έπρεπε να αποτιμήσει τα εθνικά περιουσιακά στοιχεία, να τα θέσει ως «ενέχυρο» ή ακόμα και να τα αποκρατικοποιήσει. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η Βενεζουέλα επαναπάτρισε τον χρυσό της για να προχωρήσει σε ρευστοποίηση, ενώ αντάλλαξε και τα ειδικά δικαιώματα ανάληψης (SDR) –ένα είδος διεθνούς αποθεματικού νομίσματος που έχει δημιουργήσει το ΔΝΤ– με αμερικανικά δολάρια.
Επίσης, πήρε άμεσα δάνεια από πετρελαϊκές εταιρείες σε συμμαχικές χώρες, όπως η Rosneft της Ρωσίας, χρησιμοποιώντας ως εγγύηση το 49,9% του αποθέματος ενός από τα πιο πολύτιμα περιουσιακά στοιχεία της, της εταιρείας καθαρισμού πετρελαίου Citgo, η οποία λειτουργεί και έχει την έδρα της στις ΗΠΑ.
Τον Σεπτέμβριο του 2016, η εθνική πετρελαϊκή εταιρεία Petróleos de Venezuela SA (PDVSA) προσέφερε στους πιστωτές της μια ανταλλαγή ομολόγων για την παράταση της διάρκειας αποπληρωμής του δανείου της (για μόλις τρία χρόνια, 2017-2020), χρησιμοποιώντας το υπόλοιπο 50,1% . Η PDVSA κινδύνευε να χάσει τον έλεγχο του Citgo εάν δεν εκπλήρωνε τις υποχρεώσεις της. Αυτή η μερική αναχρηματοδότηση, η μόνη που μέχρι στιγμής επιχειρήθηκε υπό την προεδρία του Μαδούρο, προσέλκυσε κυρίως τα hedge funds που ήλπιζαν στην αθέτηση των υποχρεώσεων της εταιρείας, που θα τους επέτρεπε να πάρουν στα χέρια τους την Citgo.
Γιατί η κυβέρνηση λοιπόν αισθάνθηκε υποχρεωμένη να αποπληρώσει το χρέος της τόσο γρήγορα, όταν τα έσοδά της είχαν μειωθεί από το 2014; Γιατί δεν προσπάθησε να επαναδιαπραγματευτεί το χρέος; Η πρόσβαση στις κεφαλαιαγορές καθίστατο όλο και πιο δύσκολη, καθώς η κατάσταση της οικονομίας χειροτέρευε, αλλά η επαναδιαπραγμάτευση θα ήταν ακόμη δυνατή με τη βοήθεια της Κίνας, ενός βασικού οικονομικού εταίρου που παρέχει στη Βενεζουέλα ανεπαρκή μεν, κεφάλαια δε.
Μόνο αφού οι ΗΠΑ επέβαλαν οικονομικές κυρώσεις κατά της κυβέρνησης και της PDVSA τον Αύγουστο του 2017, ο Μαδούρο ανακοίνωσε ότι επιθυμούσε να επαναδιαπραγματευτεί τους όρους του χρέους της Βενεζουέλας. Το μεγαλύτερο μέρος του ανήκει σε σημαντικά ασφαλιστικά ταμεία των ΗΠΑ, αλλά οι κυρώσεις απαγόρευσαν σε αμερικανικούς επενδυτές να παρέχουν χρηματοδότηση στην κυβέρνηση της Βενεζουέλας. Η κυβέρνηση της χώρας έκανε αυτό το βήμα, όταν πια η συγκεκριμένη επιλογή δεν ήταν διαθέσιμη. Τον Δεκέμβριο του 2017, η Βενεζουέλα ξεκίνησε μια επιλεκτική αθέτηση των υποχρεώσεων της, μη καταβάλλοντας ή καθυστερώντας την αποπληρωμή μέρους των τόκων επί του χρέους της.
Η κατάρρευση της παραγωγής πετρελαίου
Όλα αυτά θα είχαν λιγότερη σημασία εάν η παραγωγή πετρελαίου δεν είχε καταρρεύσει, από τα περίπου 3 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως το 2014 σε λιγότερα από 1,5 εκατομμύρια το 2018. Η παραγωγή μειώθηκε εξαιτίας της σοβαρής έλλειψης κεφαλαίου για επενδύσεις και η πτώση των εσόδων περαιτέρω μείωσε τις προοπτικές για επενδύσεις.
Σε απελπισία, η κυβέρνηση κατηγόρησε τους πάντες για την κήρυξη οικονομικού πολέμου στη Βενεζουέλα. Χωρίς καμιά αμφιβολία οι κεφαλαιοκράτες δεν έχουν καμία ιδιαίτερη αγάπη για τη Βενεζουέλα, αλλά το να τους δείχνεις με το δάχτυλο θα βοηθήσει την κυβέρνηση να λύσει τα προβλήματά της;
Κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του, ο Μαδούρο ήταν πολύ απασχολημένος με το να καταγγέλλει τις μηχανορραφίες της «αυτοκρατορίας» και των «αντεπαναστατών» και αρνήθηκε να υιοθετήσει μια πραγματικά μακροοικονομική στρατηγική για την αντιμετώπιση των προκλήσεων της Βενεζουέλας. Τον Δεκέμβριο του 2015, η κρίση επιδεινώθηκε και ο Μαδούρο διόρισε νέο υπουργό Οικονομικών της χώρας, έναν νεαρό κοινωνιολόγο, τον Λούις Σάλας, άποψη του οποίου είναι ότι «ο πληθωρισμός δεν υπάρχει στην πραγματικότητα».
Έχοντας την πεποίθηση ότι ο πληθωρισμός ήταν το αποτέλεσμα οικονομικού σαμποτάζ – ενορχηστρωμένων προσπαθειών, δηλαδή, για τη δημιουργία ελλείψεων ή τη διόγκωση των τιμών των αγαθών από την αγορά - η κυβέρνηση εστίασε όλες τις προσπάθειές της στον έλεγχο των τιμών. Ένας «νόμος για τις δίκαιες τιμές» περιορίζει στο 30% το περιθώριο κέρδους που θα μπορούσε να επιβαρύνει κάθε στάδιο παραγωγής και διανομής ενός προϊόντος. Τα μέτρα αυτά αγνόησαν το γεγονός ότι ο πληθωρισμός προκαλείται από μακρο-κοινωνικούς μηχανισμούς που είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να περιοριστούν, τουλάχιστον χωρίς να διορθωθούν τα μακροοικονομικά στοιχεία.
Όταν ο πληθωρισμός αρχίζει να καλπάζει, ο φόβος που δημιουργεί ενεργοποιεί έναν μηχανισμό όπου όλοι επιθυμούν να προστατευθούν από την αναμενόμενη άνοδο των τιμών και έτσι ανεβάζουν τις δικές τους τιμές, κάνοντας τα πράγματα χειρότερα. Οι τιμές δεν καθορίζονται πλέον από το κόστος παραγωγής, αλλά από αυτό που ο παραγωγός αναμένει να δαπανήσει για να το παράξει ξανά στο μέλλον ή από το όριο που αισθάνεται ότι είναι απαραίτητο για να προστατεύσει την αγοραστική του δύναμη υπό τον υπερπληθωρισμό. Οι μεγαλύτεροι κατασκευαστές και διανομείς της Βενεζουέλας μπορεί να επιδεινώσουν την κερδοσκοπία διατηρώντας τα περιθώριά κέρδους τους σε βάρος των καταναλωτών, αλλά θα ήταν λάθος να κατηγορούμε μόνο αυτούς για αυτή την κατάσταση, για κάτι που δεν θα ήταν εφικτό χωρίς μια παράλογη επέκταση της ροής χρήματος.
Η μαύρη αγορά ξανά στο προσκήνιο
Η αντίσταση στους εξισορροπημένους προϋπολογισμούς μπορεί να είναι μια αιτία της όλης κατάστασης, αλλά δεν θα μπορούσε να συνεπάγεται έλλειμμα άνω του 20% του ΑΕΠ. Η άνοδος των μισθών για την προστασία της εργατικής τάξης από τις αρνητικές επιπτώσεις του πληθωρισμού στην αγοραστική τους δύναμη θα ήταν αξιέπαινη, αλλά μόνο αν η κυβέρνηση της Βενεζουέλας είχε πρώτα αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό που εξαϋλώνει την ονομαστική αξία της αύξησης των μισθών.
Επίσης η τόλμη της κυβέρνησης να σπάσει τον φορμαλισμό στο διορισμό ανώτερων δημοσίων υπαλλήλων μπορεί να προκαλεί τον φθόνο των αριστερών ακτιβιστών σε άλλες χώρες, αλλά μοιάζει περισσότερο με απροσεξία όταν ο πρόεδρος της Κεντρικής Τράπεζας αντικαθίσταται δύο φορές σε λιγότερο από δύο χρόνια.
Έπρεπε να επανεκλεγεί ο Μαδούρο τον Μάιο για να ανακοινωθεί ένα σχέδιο για την οικονομική μεταρρύθμιση, το περιεχόμενό του οποίου δεν αποκαλύφθηκε παρά στις 17 Αυγούστου. Σε μια πλήρη ανατροπή, ο Μαδούρο αναγνώρισε ότι ο πληθωρισμός οφείλεται σε μακροοικονομικά αίτια και ανακοίνωσε ότι το κράτος θα επιβάλλει στον εαυτό του σιδηρά πειθαρχία, με στόχο τη μείωση του ελλείμματος του προϋπολογισμού στο μηδέν. Το μπολίβαρ ανατιμήθηκε και η αξία του σε δολάρια συνδέθηκε με την ισοτιμία της μαύρης αγοράς. Η αξία του νέου «κυρίαρχου μπολίβαρ», το οποίο έδιωξε πέντε μηδενικά από το παλιό νόμισμα, συνδέθηκε σε ισοτιμία με ένα κρυπτονόμισμα που ονομάστηκε petro, η αξία του οποίου υποτίθεται ότι συνδέεται με την τιμή του πετρελαίου.
Ως ένδειξη του νέου οικονομικού ανοίγματος της Βενεζουέλας, η κυβέρνηση ανακάλεσε τον νόμο για το συνάλλαγμα με αποτέλεσμα φυσικά και νομικά πρόσωπα να μπορούν να κάνουν αγοροπωλησίες ελεύθερα, με τις ισοτιμίες που ορίζει όμως η Κεντρική Τράπεζα. Αυτό όμως έφερε ξανά στο προσκήνιο την μαύρη αγορά, όπου το δολάριο αλλάζει τα χέρια σε υψηλότερες τιμές.
Αρκούν τα μέτρα;
Πέρα από τη συζήτηση σχετικά με τη συνοχή και την αποτελεσματικότητα των μέτρων που ανακοινώθηκαν, το ερώτημα που τίθεται είναι το κατά πόσο οποιοδήποτε οικονομικό πρόγραμμα, ανεξαρτήτως του περιεχομένου του, αρκεί για να επαναφέρει τη Βενεζουέλα στα πόδια της. Πώς μπορεί μια χώρα όπου η παραγωγή πετρελαίου μειώθηκε περισσότερο από το ήμισυ και το ΑΕΠ κατά το ένα τρίτο σε πέντε χρόνια να αντιστρέψει αυτή την κατάσταση, όταν οι κυρώσεις των ΗΠΑ κλείνουν κάθε πρόσβαση σε διεθνή χρηματοδότηση; Έχει νόημα για την κυβέρνηση να καθησυχάζει τους επενδυτές διακηρύσσοντας την πίστη της στην εξισορρόπηση του προϋπολογισμού όταν η αναστολή των εξουσιών του Εθνικού Κοινοβουλίου από τον Μαδούρο θέτει υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητα του προϋπολογισμού και τις παροχές και συμβάσεις της κυβέρνησης;
Μέχρι το 2015 ο Μαδούρο είχε τον έλεγχο του δικού του πεπρωμένου. Το βασικό του πρόβλημα ήταν η ανεπάρκεια της οικονομικής πολιτικής του. Μετά την ήττα του στις βουλευτικές εκλογές του 2015, η θεσμική κρίση που ξέσπασε οδήγησε σε ριζοσπαστικοποίηση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, πρώτα στο εσωτερικό μέτωπο μέσω βίαιων εξεγέρσεων και στη συνέχεια στο εξωτερικό, μέσω της διπλωματικής απομόνωσης και της οικονομικής ασφυξίας. Τον Αύγουστο του 2017, μετά από έξι μήνες βίας και την εγκαθίδρυση μιας νέας εθνικής συνέλευσης που υποστήριξε τον Μαδούρο, οι κυρώσεις των ΗΠΑ - συνοδευόμενες από ελιγμούς για την ενθάρρυνση ενός πραξικοπήματος – περιέπλεξαν τα πράγματα.
Η πορεία της Βενεζουέλας προς την κόλαση ξεκίνησε την ίδια περίοδο που οι Αμερικανοί υπόκεινταν σε μια τεράστια πολιτική αλλαγή. Μεταξύ του 2015 και του 2017, οι μεγάλοι προμαχώνες του προοδευτισμού της Νότιας Αμερικής, ξεκινώντας από την Αργεντινή και τη Βραζιλία, έπεσαν σε δεξιόστροφους συνασπισμούς. Αυτές οι συντηρητικές κυβερνήσεις, λειτουργούν εκδικητικά και χειραγωγούν τα συστήματα δικαιοσύνης για να φυλακίσουν τους αριστερούς τους αντιπάλους και να συντονίσουν τις ενέργειές τους σε περιφερειακό επίπεδο, με στόχο την μια για πάντα καταστολή της μπολιβαριανής επανάστασης του Τσάβεζ.
Η οικονομική πολιτική της Βενεζουέλας πρέπει να επανέλθει στον ορθολογισμό, αλλά η κρίση θα συνεχιστεί εάν δεν διευθετηθούν οι πολιτικές διαφωνίες. Κανένα από τα σχέδια που υπέβαλε η κυβέρνηση δεν θα οδηγούσε στην άρση των κυρώσεων ή την αποκατάσταση των νομικών εγγυήσεων της χώρας προς τρίτους. Οι συνομιλίες με στόχο τη συμφωνία για πολιτική συνύπαρξη μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης θα ήταν ο απλούστερος και πιο πρακτικός τρόπος για να αποφευχθεί η περαιτέρω επιδείνωση της κατάστασης στη Βενεζουέλα.
Η διεθνής κοινότητα, λοιπόν, αντί να μεγαλώνει τη διαίρεση στη χώρα θα πρέπει να κατευθύνει όλες τις προσπάθειές της προς αυτή την κατεύθυνση.
* Άρθρο του Temir Porras Ponceleón – πρώην υπουργού Εξωτερικών της κυβέρνησης Τσάβες και αρχηγού του Γενικού Επιτελείου της Κυβέρνησης Μαδούρο – στη Le Monde Diplomatique.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου