Κ. Σκλαβενίτης
Η πρόσφατη αναφορά του νέου Υπουργού Εσωτερικών στο θέμα της ψήφου των Ελλήνων που ζουν στο εξωτερικό εντάσσεται σε μια θλιβερή παράδοση που υπάρχει γύρω από το θέμα αυτό : Να συζητείται με προχειρότητα και συνήθως χωρίς απόλυτη επίγνωση του τι θα σήμαινε στην πράξη αυτό που κατά καιρούς εξαγγέλλεται, με μόνο γνώμονα μια πλειοδοσία, συνήθως χωρίς αντίκρυσμα, που απλώς «καλοπιάνει» το «εθνικά ευαίσθητο» ακροατήριο.
Μια παράδοση που – τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια – έδειξε να «σπάει», αφού η κινητικότητα γύρω από το θέμα της ενεργοποίησης του άρθρου 51 παρ. 4 του ισχύοντος Συντάγματος είχε αποκτήσει, μάλλον για πρώτη φορά, συγκεκριμένη θεσμική υπόσταση :
Πρώτα απ’ όλα, με τη λειτουργία της ad hoc επιτροπής, που συγκροτήθηκε στο Υπουργείο Εσωτερικών με νόμο (άρθρο 256 ν. 4555/2018), με τις θετικές ψήφους ΣΥΡΙΖΑ, Δημοκρατικής Συμπαράταξης, ΚΚΕ και ΑΝΕΛ και την ανοχή («παρών») του Ποταμιού. Η επιτροπή αυτή, με τη συμμετοχή ειδικών επιστημόνων όλων των πολιτικών αποχρώσεων, εκπροσώπων αρμοδίων φορέων/αρχών, αλλά και αρμόδιων διοικητικών στελεχών, μετά από σειρά συνεδριάσεων κατέληξε σε συγκεκριμένη, αναλυτική και τεκμηριωμένη πρόταση, η ποιότητα της οποίας αναγνωρίστηκε ακόμα και από τα μέλη της που διαφώνησαν σε κάποιες από τις προτάσεις της.
Έπειτα, με την εξαιρετικά πλήρη, αναλυτική και χρήσιμη Έκθεση/Σύσταση της 21ης Δεκεμβρίου 2017 της Ολομέλειας της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΕΔΑ), η οποία είναι το ανεξάρτητο συμβουλευτικό όργανο της ελληνικής Πολιτείας σε θέματα προστασίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, σύμφωνα με τις «Αρχές των Παρισίων» του ΟΗΕ. Στην εν λόγω Έκθεση/Σύσταση αποτυπώνεται διεξοδικά τόσο το ελληνικό θεσμικό πλαίσιο και το ιστορικό των προηγούμενων προσπαθειών να αντιμετωπιστεί το θέμα της ψήφου των εκτός Επικρατείας εκλογέων, όσο και η διεθνής εμπειρία με βάση και τις συναφείς συστάσεις των αρμόδιων διεθνών οργανισμών.
Και, ασφαλώς, με την απόφαση της προηγούμενης Βουλής για την πρώτη φάση της συνταγματικής αναθεώρησης και, ειδικότερα, την εισήγηση της τότε πλειοψηφίας του ΣΥΡΙΖΑ, σε σχέση με την προσθήκη νέας παρ. 4 στο άρθρο 54 του ισχύοντος Συντάγματος, προς την κατεύθυνση της δυνατότητας ορισμού από ενιαία ψηφοδέλτια έως πέντε Βουλευτών Απόδημου Ελληνισμού, η οποία έλαβε 160 θετικές ψήφους από τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, της Ένωσης Κεντρώων, καθώς και ανεξάρτητους, αλλά και με την ανοχή («παρών») του ΚΚΕ.
Η σχετική συζήτηση λοιπόν δεν ξεκινάει από το μηδέν και, κυρίως, δεν μπορεί να στηρίζεται σε μύθους ή σε βολικές γενικεύσεις και ανακρίβειες. Ας συζητήσουμε μερικές από αυτές.
1ον. Η ψήφος των Ελλήνων του εξωτερικού δεν αφορά, με βάση τη σχετική συνταγματική ρύθμιση, την απόδοση δικαιώματος εκλέγειν σε Έλληνες το γένος (δηλ. με ελληνική καταγωγή) που δεν έχουν όμως την ελληνική ιθαγένεια (τον νομικό δηλ. δεσμό με το ελληνικό κράτος, που καθιστά κάποιον Έλληνα πολίτη, ανεξάρτητα από την καταγωγή του). Το Σύνταγμά μας καθορίζει με περιοριστικό τρόπο το εκλογικό σώμα συνδέοντας αυστηρά την ιδιότητα του εκλογέα με αυτή του πολίτη της χώρας, ενώ η εγγραφή στους εκλογικούς καταλόγους γίνεται αυτοδίκαια με το που κάποιος από τη γέννησή του ή με πολιτογράφηση καθίσταται Έλληνας πολίτης (και αναγκαστικά δημότης κάποιου Δήμου). Η όλη συζήτηση αφορά αποκλειστικά και μόνο τη διευκόλυνση των Ελλήνων πολιτών που έχουν ήδη δικαίωμα εκλέγειν, να το ασκήσουν από τον τόπο κατοικίας τους στο εξωτερικό.
2ον. Παρ’ όλα αυτά, ο προβληματισμός για την πολύ μεγάλη διεύρυνση του ενεργού εκλογικού σώματος (αφού, τυπικά, οι κάτοικοι του εξωτερικού ανήκουν ούτως ή άλλως στο εκλογικό σώμα) παραμένει. Η ρίζα του προβλήματος δεν βρίσκεται στις ρυθμίσεις του εκλογικού νόμου, αλλά στον Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας. Διαχρονικά, η Ελλάδα, στο όνομα της διατήρησης των δεσμών της μητρόπολης με τα απόδημα παιδιά της αναγνώριζε και εξακολουθεί να αναγνωρίζει (ούτε καν να αποδίδει) με μεγάλη ευκολία την ελληνική ιθαγένεια σε οποιονδήποτε μπορεί να αποδείξει την οσοδήποτε μακρινή καταγωγή του από Έλληνα ή Ελληνίδα πολίτη. Με αυτό το δεδομένο είναι πολλοί ήδη οι απόδημοι Έλληνες και Ελληνίδες ακόμα και τρίτης ή τέταρτης γενιάς που έχουν την ελληνική ιθαγένεια, ενώ είναι ακόμα περισσότεροι – και κυρίως αγνώστου αριθμού, αφού δεν υπάρχει επίσημη απογραφή των απόδημων Ελλήνων, παρά μόνο εκτιμήσεις – εκείνοι και εκείνες που δικαιούνται να ζητήσουν να τους αναγνωριστεί (με αποτέλεσμα και την αυτοδίκαιη εγγραφή τους στους εκλογικούς καταλόγους).
(Συναφές πρόβλημα – που εκφεύγει των ορίων αυτού του κειμένου – είναι τα σχεδόν ανυπέρβλητα εμπόδια που βάζει ο ίδιος Κώδικας και οι τεράστιες καθυστερήσεις στην απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας από ανθρώπους με διαφορετική καταγωγή, που όμως ζουν για πολλά χρόνια στην Ελλάδα και έχουν ενώσει τις τύχες τους μαζί μας).
3ον. Το παραπάνω δεδομένο δεν είναι χωρίς ουσιαστικές πολιτικές, αλλά και νομικές συνέπειες. Αντικειμενικά, ο εκλογέας που ζει στο εξωτερικό διαφέρει από εκείνον που ζει στη χώρα ως προς δύο στοιχεία : Το πρώτο αφορά το επίπεδο ενημέρωσής του για την κατάσταση στη χώρα και τις θέσεις των κομμάτων μεταξύ των οποίων καλείται να επιλέξει. Το δεύτερο και σημαντικότερο αφορά την (μηδενική ή, πάντως, μειωμένη) επίπτωση που έχουν στη ζωή του οι πολιτικές αποφάσεις για τη χώρα. Όσο και να νοιάζεται για την Ελλάδα, όσο κοντά του και αν την αισθάνεται, όσους συγγενείς ή ακόμα και περιουσία και αν έχει εδώ, η πραγματικότητα λέει ότι κάθε πρωί ξυπνάει σε άλλη χώρα : δουλεύει, σπουδάζει, παίρνει τα μέσα μαζικής μεταφοράς, πηγαίνει στο νοσοκομείο της άλλης χώρας. Ας σκεφτεί κανείς κρίσιμες εκλογικές διαδικασίες, όπου το εκλογικό αποτέλεσμα θα μπορεί να καθορίζεται αποφασιστικά από τους ψηφοφόρους που δεν ζουν στη χώρα, μιας που – με βάση την ιδιαιτερότητα της Ελλάδας – σε ένα ενεργό (με βάση τη συμμετοχή) εκλογικό σώμα περίπου 6 εκατομμυρίων, οι κάτοικοι του εξωτερικού υπολογίζεται ότι ανέρχονται κατ’ εκτίμηση σε 1-1,5 εκατ. Ενδεικτικά, υπενθυμίζεται ότι η διαφορά μεταξύ πρώτου και δεύτερου κόμματος στις τελευταίες τρεις εθνικές εκλογές (Ιανουάριος 2015, Σεπτέμβριος 2015, Ιούλιος 2019) κινήθηκε στις 400-500 χιλιάδες ψήφους.
4ον. Τα παραπάνω βέβαια δεν σημαίνουν ότι το πρόβλημα είναι άλυτο. Σημαίνουν απλώς ότι δεν χωρούν απαντήσεις του στυλ «θα το λύσουμε όπως όλες οι άλλες χώρες«. Διότι, απλούστατα, όλες οι άλλες χώρες δεν το έχουν λύσει όλες με τον ίδιο τρόπο, δεν έχουν τον ίδιο αριθμό αποδήμων, δεν έχουν τον ίδιο Κώδικα Ιθαγένειας και, κυρίως, δεν έχουν το ίδιο Σύνταγμα και τον ίδιο εκλογικό νόμο. Υπάρχουν ας πούμε χώρες στις οποίες, αν κάποιος απουσιάσει πάνω από ένα ορισμένο χρονικό διάστημα από τη χώρα, χάνει τελείως το δικαίωμα του εκλέγειν, ακόμα και αν ταξιδέψει στη χώρα για να ψηφίσει. Στις περιπτώσεις αυτές, η ψήφος εξ αποστάσεως αφορά μόνο τον πολύ μικρό αριθμό εκείνων των εκλογέων που έχουν φύγει πρόσφατα από τη χώρα. Υπάρχουν ασφαλώς καλές πρακτικές που αναγνωρίζονται διεθνώς και μάλιστα προτείνονται ιδίως για τις χώρες που έχουν μεγάλο αριθμό αποδήμων.
5ον. Η όποια διευκόλυνση των εκτός Επικρατείας εκλογέων να ψηφίσουν δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβαίνει τις διευκολύνσεις που παρέχονται για τους εντός των τειχών εκλογείς, καθώς τότε θα συζητάμε για μία αντίστροφη παραβίαση της ισότητας. Ένας πολίτης που διαμένει στην Ελλάδα, είτε κατοικεί εντός είτε (πολύ περισσότερο) εκτός της εκλογικής περιφέρειας όπου είναι εγγεγραμμένος οφείλει σε κάθε περίπτωση να παρουσιαστεί στο εκλογικό τμήμα που ανήκει για να ψηφίσει. Είναι αυτονόητο ότι εάν καθιερωθεί άλλη δυνατότητα ψήφου για τους εκλογείς του εξωτερικού (π.χ. επιστολική ή ηλεκτρονική ψήφος, ψήφος δι’ αντιπροσώπου κ.λπ.) αυτή θα πρέπει να προβλεφθεί οριζόντια, για όλο το εκλογικό σώμα. Σε αντίθετη περίπτωση, θα μπορεί εύκολα κάποιος να ψηφίζει από τον καναπέ του σπιτιού του στην Αυστραλία, ενώ κάποιος στο Παγκράτι θα πρέπει στην καλύτερη να πάει ως το σχολείο της γειτονιάς του ή στη χειρότερη να πάει μέχρι την Κρήτη ή την Αλεξανδρούπολη.
6ον. Πολλοί από τους «εναλλακτικούς» τρόπους ψηφοφορίας – δηλαδή χωρίς αυτοπρόσωπη παρουσία στο εκλογικό τμήμα – έχουν σημαντικά μειονεκτήματα. Και δεν αναφέρομαι στο οικονομικό και διοικητικό κόστος της υιοθέτησής τους, παρ’ όλο που είναι σημαντικό, γιατί θα μπορούσε κάποιος να αντιτάξει ότι και το κόστος της «παραδοσιακής» διαδικασίας δεν είναι αμελητέο. Αναφέρομαι όμως σε μειονεκτήματα που αφορούν την ανόθευτη και ελεύθερη εκδήλωση της βούλησης κάθε εκλογέα. Λόγου χάρη, στην επιστολική ψήφο, πώς εξασφαλίζεται ότι δεν θα ψηφίζει κάποιος αυταρχικός pater familias αντί για τη γυναίκα του ή τα παιδιά για λογαριασμό των ηλικιωμένων γονιών τους; Ακόμα σημαντικότερα μάλιστα είναι τα προβλήματα που σχετίζονται με την ηλεκτρονική ψηφοφορία και την προστασία της διαδικασίας από κακόβουλες επιθέσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι χώρες, όπως λ.χ. η Γαλλία, που είχαν υιοθετήσει την ηλεκτρονική ψηφοφορία στην πορεία – και υπό το βάρος των πρόσφατων εξελίξεων διεθνώς – επέλεξαν να την εγκαταλείψουν.
Ολα τα παραπάνω – και πολλά περισσότερα που θα μπορούσε κανείς να αναφέρει – αποδεικνύουν ότι η συζήτηση γύρω από τα θέματα που αφορούν την πολιτική συμμετοχή και την «καρδιά» της ιδιότητας του πολίτη δεν μπορεί να συζητούνται…ελαφρά τη καρδία, με γενικεύσεις, προχειρολογίες και αφορισμούς. Αντίθετα, οι προτάσεις που διατυπώθηκαν μέσω των θεσμικών οδών που προαναφέρθηκαν – της Έκθεσης της ΕΕΔΑ, της πρότασης της ad hoc επιτροπής του Υπουργείου Εσωτερικών, αλλά και της απόφασης επί της πρώτης φάσης της αναθεώρησης – δείχνουν το δρόμο που μπορεί να ακολουθήσει η νέα κυβέρνηση, αν όντως θέλει να ολοκληρώσει τη διαδικασία που ξεκίνησε, με τη θέσπιση ενός νόμου που θα είναιλειτουργικός, θα παίρνει υπόψη του την ελληνική πραγματικότητα, θα είναι αποδεκτός από το σύνολο του πολιτικού συστήματος και, κυρίως, θα κάνει επιτέλους πράξη τη συνταγματική επιταγή.
Στην κατεύθυνση αυτή η επικρατούσα πρόταση αφορά ένα σύστημα «κλειστής εκπροσώπησης», σύμφωνα με το οποίο θα υπάρχει ένα συγκεκριμένος αριθμός βουλευτών «Επικρατείας», οι οποίοι θα εκλέγονται ανάλογα με τη δύναμη των κομμάτων στα εκλογικά τμήματα του εξωτερικού, χωρίς να επηρεάζεται η κατανομή των υπόλοιπων εδρών. (Στην Έκθεση της ΕΕΔΑ προτείνεται αυτός ο αριθμός να ανέρχεται σε 3 βουλευτές, στην πλειοψηφήσασα πρόταση για τη συνταγματική αναθεώρηση προβλέπεται η καθιέρωση 5 βουλευτών αποδήμων, ενώ στην πρόταση της ad hoc επιτροπής του Υπουργείου Εσωτερικών προτείνεται ο αριθμός αυτός να κυμαίνεται μεταξύ minimum 3 και maximum 12 βουλευτών, ανάλογα με τον αριθμό των εγγεγραμμένων κάθε φορά στους ειδικούς εκλογικούς καταλόγους εξωτερικού.)
Κι επειδή έχει τεθεί το ερώτημα αν είναι συνταγματικά ανεκτό και πολιτικά/ηθικά δεκτό να μετράει διαφορετικά η ψήφος των εκτός Επικρατείας, δύο μόνο απαντήσεις από τις πολλές που θα μπορούσαν να δοθούν:
Πρώτον, το πρόβλημα προκύπτει βασικά υπό τον ισχύοντα, προς το παρόν, εκλογικό νόμο, λόγω του «μπόνους» των 50 εδρών, καθώς η ψήφος των εκλογέων του εξωτερικού δεν θα μετράει για τον καθορισμό του πρώτου κόμματος, το οποίο και θα παίρνει το «μπόνους», με αποτέλεσμα να είναι αυτοδικαίως στην κυβέρνηση, αυτοδύναμα ή με συνεργασίες. Ωστόσο, υπενθυμίζεται ότι έχει ήδη ψηφιστεί και θα ισχύσει στις επόμενες εκλογές, εκτός αν προκύψουν συνταγματικές ακροβασίες, ο ν. 4406/2016 που καταργεί το «μπόνους» και καθιερώνει την απλή αναλογική. Και επομένως, οι σχετικές ενστάσεις δεν έχουν βάση – ειδικά όταν προέρχονται από την ίδια κυβέρνηση που υπερασπίζεται το «μπόνους» (από μόνο του παράγοντα καταστρατήγησης του πυρήνα της ισοτιμίας της ψήφου) και «απειλεί» να καταργήσει την απλή αναλογική.
Δεύτερον, η ιδέα της κλειστής εκπροσώπησης προτείνεται ως βέλτιστη λύση για τις χώρες με μεγάλο αριθμό αποδήμων, όπως η Ελλάδα, από την Επιτροπή της Βενετίας (Επιτροπή για τη Δημοκρατία μέσω του Δικαίου) του Συμβουλίου της Ευρώπης, ενώ η ΕΕΔΑ στην Έκθεσή της που προαναφέρθηκε (σελ. 66) αναφέρει ρητά ότι μια τέτοια λύση «αποτελεί εύλογο περιορισμό της αρχής της ισότητας της ψήφου κατά την πάγια νομολογία του Α.Ε.Δ.«.
Και το πιο («παραπολιτικά») ενδιαφέρον; Ο συντάκτης της Έκθεσης αυτής που υιοθέτησε, μόλις πριν ενάμιση χρόνο, η ΕΕΔΑ, είναι ο νυν Υπουργός Επικρατείας και σύμβουλος του πρωθυπουργού σε νομικά και συνταγματικά θέματα, κ. Γεραπετρίτης, υπό την ιδιότητα του τότε μέλους της ΕΕΔΑ, ως καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (βλ. σελ. 7 της Έκθεσης). Δεν θα είναι εύκολο για την κυβέρνηση να επικαλεστεί συνταγματικά επιχειρήματα για να μην προτείνει μια αντίστοιχη λύση. Εκτός φυσικά και αν ο πρωθυπουργός επιλέξει να «αδειάσει» τον στενό του συνεργάτη και εγνωσμένου κύρους συνταγματολόγο.
Εξάλλου, η καλύτερη λύση δεν κρίνεται από μια πλειοδοσία στα λόγια, αλλά από το κατά πόσο μπορεί να γίνει πραγματικότητα, συγκεντρώνοντας την αυξημένη πλειοψηφία των 200 βουλευτών που προβλέπει το Σύνταγμα, για θεσμοθετηθεί η εκτός Επικρατείας άσκηση του εκλογικού δικαιώματος των Ελλήνων που ζουν στο εξωτερικό άμεσα. Κι ο τρόπος για να γίνει αυτό είναι να ακολουθηθεί το συντεταγμένο, θεσμικό μονοπάτι που άνοιξε. Όλα τα υπόλοιπα, είναι «να ‘χαμε να λέγαμε»…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου