Ο Συμεών Κριθαράς στο άρθρο του “4 άρθρα για την κουλτούρα και την τέχνη” (αντιτετράδια της εκπαίδευσης, τ. 79) πραγματεύεται πολύ ενδιαφέροντα θέματα για την τέχνη. Παραθέτουμε ολόκληρο το άρθρο, αλλά και τα τέσσερα θέματα μεμονωμένα, για όσους θέλουν -σε δεύτερη ή τρίτη ανάγνωση- να ανατρέξουν σε κάποιο ιδιαίτερο σημείο του κειμένου.
Συμεών Κριθαρά, “4 άρθρα για την κουλτούρα και την τέχνη”
Α΄ Θεωρίες αποϊδεολογικοποίησης
Τη θεωρία της αποϊδεολογικοποίησης της κουλτούρας την ανέπτυξε το 1955 ο Γάλλος κοινωνιολόγος Άρον, ο οποίος υποστήριξε ότι δεν υπάρχει δεξιά και αριστερή κουλτούρα, ότι μεταξύ τους υπάρχει περισσότερη ομοιότητα παρά διαφορά και πρόσθεσε ότι το χάσμα που υπήρχε μεταξύ τους το πρώτο μισό του 20ου αιώνα στο μεγαλύτερο μέρος έχει εξαλειφθεί και έτσι δεν υπάρχουν λόγοι ιδεολογικών διαφορών. Διάφοροι ιδεολόγοι επεκτείνουν σήμερα την αποϊδελογικοποίηση και σε άλλα πεδία όπως στην πολιτική, τη φιλοσοφία και αλλού. Σ’ αυτά τα πλαίσια οι οπαδοί της αποϊδελογικοποίησης αντιτίθενται σε κάθε σχέση της τέχνης με τα κοινωνικά προβλήματα. Διακηρύσσοντας τη θέση της πλήρους ανεξαρτησίας του ανθρώπου από κάθε είδους ιδεολογία, επιδιώκουν να αποξενώσουν την τέχνη από τα καυτά κοινωνικά προβλήματα. Η ιστορία της εξέλιξης της κοινωνίας απέδειξε ότι οι σχέσεις μεταξύ τέχνης και πραγματικότητας βρίσκονται στο επίκεντρο κάθε είδους αισθητικής.
Oι προσπάθειες των μοντερνιστών να μην αποδεχτούν αυτή τη σχέση, υποστηρίζοντας ότι δήθεν η λογοτεχνία δεν απεικονίζει τη ζωή και ότι ο κόσμος που μας παρουσιάζει η λογοτεχνία είναι ο κόσμος στον οποίο δεν υπάρχει άλλη πραγματικότητα εκτός από την ανθρώπινη φαντασία, βρίσκονται σε αντίθεση με την κοινωνική πραγματικότητα. Με αυτές τις διακηρύξεις οι μοντερνιστές, κάτω από το προσωπείο της ιδεολογικής αποδέσμευσης, δεσμεύονται ολοκληρωτικά στην υπηρεσία της αντίδρασης, την οποία ενδιαφέρει η αλλοίωση της πραγματικότητας, η συγκάλυψη της πραγματικής ιστορικής προοπτικής και η διάδοση λανθασμένων απόψεων για τη ζωή. Πρέπει να τονίσουμε ότι το ίδιο το περιεχόμενο των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων της μοντερνιστικής τέχνης δείχνει ότι τα έργα αυτά όχι μόνο δεν είναι απογυμνωμένα από την κοινωνική τους λειτουργία και δεν στέκουν υπεράνω της ιδεολογίας, αλλά αντίθετα είναι από τα κυριότερα ιδεολογικά όργανα της αντίδρασης για τη δηλητηρίαση της συνείδησης των ανθρώπων, για την απομάκρυνση της προσοχής τους από τις κοινωνικές πληγές. Η πραγματικότητα της σημερινής ζωής δείχνει ότι η κουλτούρα αυτή με το θαμβωτικό της περίβλημα, με την εκκωφαντική διαφήμιση που αποκτά και τον εμπορικό χαρακτήρα, η τέχνη που γεμίζει τις οθόνες του κινηματογράφου και της τηλεόρασης, τις σελίδες των περιοδικών, των εφημερίδων, τις εκπομπές του ραδιοφώνου, έχει σαν σκοπό να μετατρέψει τον άνθρωπο σε μαζικό καταναλωτή των δηλητηριασμένων ιδεών και την κατανάλωση αυτή να τη μετατρέψει σε κάτι απαραίτητο γι’ αυτόν.
Η ζωή επιβεβαιώνει ότι δεν υπάρχει υπερταξική τέχνη και έργο και ότι κάθε δημιουργία και κάθε δημιουργός, κάθε φιλόσοφος δεν μπορεί να είναι αδέσμευτος, επειδή με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο εξυπηρετεί τα συμφέροντα μιας ορισμένης τάξης είτε κοινωνικής ομάδας. Στις συνθήκες που η κοινωνική ζωή μαστίζεται από βαθιά κρίση, η μοντερνιστική τέχνη παρακμής ενθαρρύνεται και χρησιμοποιείται σαν μέσο αποπροσανατολισμού και διαστρέβλωσης της αλήθειας για τη ζωή και το μέλλον της ανθρωπότητας.
Η τέχνη αυτή μετατρέπεται η ίδια σε οπισθοδρομική δύναμη και ταυτόχρονα εκφυλίζεται σε τέχνη παρακμής. Oι ισχυρισμοί ότι ο μοντερνισμός αντιστρατεύεται τη δεσπόζουσα τάξη και την αντιπολιτεύεται είναι φληναφήματα. Στην εποχή μας διεξάγεται σκληρή πάλη σε όλα τα επίπεδα (ιδεολογικό, πολιτικό, καλλιτεχνικό κ.λπ.).
Την πάλη αυτή δεν είναι σε θέση να την αποκρύψουν ούτε τα συνθήματα περί αποϊδελογικοποίησης της κουλτούρας, που αναζωογονούνται συνεχώς, ούτε κανένα άλλο μέσο για τον αφιονισμό των πλατιών εργαζομένων μαζών.
Ψωμί! (1924), λιθογραφία, Μουσείο Τέχνης, Φιλαδέλφεια
Β΄ Η τέχνη στην υπηρεσία της κυρίαρχης σκέψης
Η αστική τέχνη παρακμής τίθεται όλο και περισσότερο στην υπηρεσία των πολιτικών και ταξικών σκοπών του κεφαλαίου. Το βάθεμα της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής κρίσης της άρχουσας τάξης, βρίσκει την έκφρασή της και στον τομέα της τέχνης, όπου παρατηρείται μια διαδικασία παραπέρα εμβάθυνσης του αντιδραστικού χαρακτήρα, η όλο και μεγαλύτερη υποταγή της τέχνης και της κουλτούρας στην πολιτική και στα συμφέροντα της κεφαλαιοκρατίας.
Την πραγματικότητα αυτή δεν μπορούν να τη συγκαλύψουν οι ισχυρισμοί και τα συνθήματα των κριτικών και της άρχουσας προπαγάνδας για δήθεν δημιουργικές ελευθερίες και ανεξαρτησία, περί αμερόληπτης και υπερταξικής τέχνης κ.λπ. Με αυτή την αποκαλούμενη αμεροληψία επιδιώκουν να συγκαλύψουν την αλήθεια, ότι η τέχνη παρακμής είναι ένα όπλο για την ιδεολογική και πνευματική υποδούλωση των εργαζομένων μαζών. Η πολιτιστική και καλλιτεχνική πραγματικότητα του σημερινού κόσμου, δείχνει ξεκάθαρα την πλήρη ιδεολογική και ταξική εξάρτηση της τέχνης παρακμής από την κοινωνική πολιτική της άρχουσας τάξης. Oι τέτοιοι καλλιτέχνες στη σημερινή κοινωνία έχουν μόνο αυταπάτες για δημιουργική ελευθερία, ενώ στην πραγματικότητα η δραστηριότητά τους είναι εξαρτημένη και φυσικά προσανατολισμένη από την ισχύουσα πραγματικότητα, από μια ζωή γεμάτη με ανήθικα και εκκεντρικά φαινόμενα. Άμα ρίξει κανείς έστω και μια ματιά στο μηχανισμό δράσης της τέχνης και του καλλιτέχνη, πείθεται για τη μεγάλη αυτή αλήθεια, δηλαδή για την πλήρη και απόλυτη εξάρτησή τους από το κεφάλαιο. Ας πάρουμε την κινηματογραφία.
Η τέχνη, ομολογούν οι αμερικάνοι κριτικοί της τέχνης γενικά καθώς και του κινηματογράφου ειδικότερα, έχει γίνει εμπόρευμα. Και πώς μπορούν τότε να μιλούν λ.χ. για δημιουργική ελευθερία και για αμερόληπτη τέχνη οι αστοί σκηνοθέτες κινηματογράφου, όταν το καθετί, από το θέμα μέχρι την πραγματοποίηση, χρηματοδοτείται από τα μονοπώλια από τα οποία εξαρτάται η παραγωγή και η κυκλοφορία; O κινηματογράφος λογαριάζει μόνο το χρήμα, ο κινητήρας του καθετί παραμένει το χρήμα. Όλες οι μεγάλες εταιρείες του κινηματογράφου, όπως η «Μάγιερ», η «Σέντσουρι Φοξ», η «Παραμάουντ» έχουν περάσει στην τροχιά της μεγάλης βιομηχανίας. Τα μονοπώλια δίνουν δολάρια και χρηματοδοτούν το γύρισμα ταινιών που ανταποκρίνονται στις ανάγκες εκμετάλλευσης των εργαζομένων μαζών, ενώ ο συγγραφέας και ο σκηνοθέτης του βιβλίου και της ταινίας εφαρμόζουν τις οδηγίες της ισχύουσας τάξης. Αυτή είναι η οικονομική εξάρτηση που τροφοδοτεί τον κόσμο με ρατσισμό, σαδισμό, παραλογισμό, εγκλήματα, που είναι χαρακτηριστικά του περιεχομένου της σημερινής ισχύουσας τέχνης.
Στα περισσότερα αμερικάνικα φιλμ επικρατεί η λατρεία της βίας και του τρόμου και τα πορνογραφήματα, ενώ στη Γερμανία, στα διάφορα βιβλία αναβιώνεται το πνεύμα του ναζισμού. Η νοοτροπία, τα γούστα, τα αισθήματα που σερβίρει η άρχουσα τάξη στην τέχνη και στη λογοτεχνία εξυπηρετούν τους αντιδραστικούς της σκοπούς.
O κινηματογράφος δημιουργεί έναν τύπο γυναίκας καλλονής, προβάλλονται ταινίες και εκδίδονται βιβλία για τη ζωή των αποκαλούμενων «ειδώλων» μοντέλων του αστικού τρόπου ζωής. Το «είδωλο» είναι ιδανικό, έχει χρήματα, λιμουζίνες, επαύλεις ακόμα και πύργους. O αναγνώστης ή ο θεατής στον οποίο απευθύνεται τελικά, κινδυνεύει να θεωρήσει ότι ζει σ’ αυτή την καταναλωτική κοινωνία. Δείχνοντας ακριβώς την ασχήμια για ομορφιά, την ανεντιμότητα για ηθική και το σαδισμό και τον παραλογισμό σαν συνηθισμένο τρόπο ζωής, δίνοντας στον άνθρωπο μια τέχνη και κουλτούρα που διαδίδει τη λατρεία της βίας, του σεξ και των ναρκωτικών, η κεφαλαιοκρατία θέλει να σπείρει τον εκφυλισμό και την αποθάρρυνση των ανθρώπων της δουλειάς. Από την άλλη η άρχουσα τάξη για να πετύχει τους σκοπούς της διαφημίζει και το είδος της αντιδραστικής τέχνης και κουλτούρας που εμφανίζεται με προοδευτική ρότα, δήθεν αντιπολιτευτική προς το ισχύον καθεστώς, αλλά που στην πραγματικότητα κάνει το παιχνίδι της ισχύουσας τάξης. Η αστική τέχνη είναι αντιδραστική και ψεύτικη σαν τις αστικές ανακοινώσεις, ρεκλάμες και αγγελίες και νοθευμένη σαν τα αστικά εμπορεύματα. Καμιά άρχουσα τάξη δε θα έσκουζε όσο η αστική για το ιδανικό και καμιά άλλη κυρίαρχη τάξη δε θα είχε τόσο ανάγκη να αποσκεπάσει τις δουλειές της με ιδεαλιστική φλυαρία. Αυτός ο ιδεολογικός τσαρλατανισμός είναι το πιο σίγουρο και πιο αποτελεσματικό μέσο για πολιτική και οικονομική απάτη. Η μπουρζουαζία μιλάει συνεχώς και με το παραπάνω για αιώνιες ιδέες και αρχές, για γένος και φυλή.
Όλ’ αυτά όμως είναι μόνο προπέτασμα καπνού για να κρύψουν όλες τις πολιτικές προδοσίες και οικονομικές λωποδοσίες. Η κλασική τέχνη σε κάθε περίπτωση όρθωνε και επέλυνε τα μεγάλα προβλήματα της εποχής της. Ήταν ποτισμένη από βαθύ κοινωνικό περιεχόμενο, ενδιαφέρον για τον άνθρωπο. Αντίθετα η σημερινή τέχνη παρακμής προσπαθεί να κλειστεί στο στενό κύκλο των καθαρά προσωπικών βιωμάτων, αδιαφορεί όλο και πιο πολύ για τον άνθρωπο. O άκρατος ατομικισμός στην εποχή της αστικής παρακμής στερεύει για τους καλλιτέχνες όλες τις πηγές αληθινής έμπνευσης. Τους κάνει ολότελα τυφλούς όσον αφορά το τι γίνεται στην κοινωνική ζωή , τους καταδικάζει σε ολότελα κούφια προσωπικά βιώματα και άρρωστες φανταστικές επινοήσεις. Αυτό οδηγεί σ’ έναν ολοφάνερο παραλογισμό και σοφιστική παραμόρφωση της θεωρίας της γνώσης.
Οι Μητέρες (1922-23), ξυλογραφία, Μουσείο Τέχνης, Φιλαδέλφεια ΗΠΑ
Γ΄ Ο αντιουμανισμός της μοντέρνας τέχνης«Ό,τι γεννιέται αξίζει και να πεθάνει»
Έγελος
Από τα αρχαία έργα ζωγραφικής των σπηλαίων και μέχρι τα καλλιτεχνικά αριστουργήματα του νου, η πραγματική τέχνη έχει δώσει στον άνθρωπο δυνάμεις για να αποκτήσει λευτεριά και να ζήσει, τον έκανε συνειδητό για την κοινωνική του φύση, αύξησε την ευγένεια και την αξιοπρέπειά του, και την τέχνη την κάνουν οι άνθρωποι και απευθύνεται στους ανθρώπους. Αλλά μια τέχνη που προσπαθεί να καταστρέψει τη λογοτεχνία, μια τέχνη που στη ζωγραφική καταστρέφει την πραγματική μορφή των αντικειμένων, στη μουσική την αρμονία των ήχων, στην ουσία είναι αντιουμανιστική και καταδικασμένη να ξεχαστεί από τη μνήμη των ανθρώπων.
Μια τέτοια τέχνη η αστική τάξη την έχει χαιρετήσει, ενώ τους επαίσχυντους μισθοφόρους αυτής της τέχνης τους έχει ενθαρρύνει με όλους τους τρόπους. Στην πραγματικότητα στη μοντέρνα τέχνη, αυτός που έχει γράψει ή έχει ζωγραφίσει το έργο, αυτός μόνο ξέρει τι θέλει να πει μάλιστα και αυτό είναι αμφίβολο. Τέτοια έργα συνδέονται με τις αντιλήψεις του ενός και του άλλου δημιουργού, με την κοσμοαντίληψη που τους τροφοδοτεί το ισχύον status.
«Δεν έχει σημασία να ζωγραφίσεις τη ζωή, σημασία έχει να κρατήσεις ζωντανό το έργο ζωγραφικής», έλεγε ο μοντερνίστας Σ. Νταλί. Ένα τέτοιο έργο ζωγραφικής, όμως, αναφέρεται στον κόσμο αυτό. Η επιτυχία, όμως, ζωγράφων και γλυπτών ενθαρρύνεται όχι άσκοπα από την αστική τάξη, γιατί σε τελευταία ανάλυση αυτή η τέχνη την υπερασπίζεται.
Το ίδιο παρατηρείται και στην ποίηση. «Πρέπει να συνοψιστεί ο λόγος», φωνάζουν οι ποιητές της μοντερνίστικης τέχνης. Από το 1950 η ποίηση αυτή γνώρισε μεγάλες επιτυχίες.
Στις επιτυχίες της συγκεκριμένης ποίησης συμπεριλαμβάνεται ακόμα και η μηχανική ποίηση που βγαίνει από τη διακοσμητική τοποθέτηση των γραμμάτων στην τυπογραφία, η φωνητική και η οπτική ποίηση. Ας πάρουμε την περίπτωση του Σ. Μπεκέτ.
Αυτός ο εκκεντρικός μοντερνίστας Ιρλανδός, στο έργο του «O Μάλον πεθαίνει», διατυπώνει το καλλιτεχνικό του πιστεύω. Λέει ότι «η γλώσσα είναι σαν το δέντρο που πρέπει να σχιστεί για να φτάσει τα αντικείμενα που βρίσκονται πίσω από αυτό».
Γι’ αυτόν η γραμματική και το στιλ είναι ξεπερασμένα και μη απαραίτητα. Τότε τι θέλει να πει αυτός με το έργο; Στο «O Mάλον πεθαίνει», έχουμε το διήγημα του θανάτου ενός κατακουρασμένου γέρου, μέσω μιας κουραστικής μονοτονίας των φράσεων και των λέξεων σηκώνει κεφάλι ένας παγωμένος κόσμος, ξένος σαν μακρινός πλανήτης.
Στο έργο αυτό είναι αισθητή η πλήρης απομόνωση του ανθρώπου, η μάταια ζωή του “τίποτα δεν είναι πραγματικό από το τίποτε”. Oμολογείται στο έργο “Δεν έχει σημασία πότε γεννήθηκα εγώ, εγεννήθηκα ή όχι, έχω ζήσει ή όχι”, “Ποιος είμαι, που είμαι ή δεν είμαι καθόλου”. Oι φράσεις αυτές επαναλαμβάνονται πολλές φορές σε διάφορες μορφές. Το 1969 δόθηκε στον Σ. Μπέκετ το βραβείο Νόμπελ, “γιατί φωτίζει την εξαθλίωση των ανθρώπων των ημερών μας”… Μια τέτοια τέχνη θα διαιωνίζονταν χωρίς δυσκολίες. Το κακό είναι ότι το μεγάλο δάσος της παγκόσμιας τέχνης έχει πάντοτε γερά κα ψηλά δέντρα. Την τέχνη αυτή τη θρέφουν οι πλατιές μάζες των εργαζομένων, οι οποίες βλέπουν “όλο ψηλότερα, όλο μακρύτερα” (Γκαίτε) και στις οποίες ανήκε και ανήκει το μέλλον.
Η Πορεία των Υφαντουργών – 1 Μάη – ημέρα εργασίας (1897), χαρακτική , Μουσείο Τέχνης, Φιλαδέλφεια
Δ΄ Σοσιαλιστικός Ρεαλισμός
Η καλλιτεχνική μέθοδος του σοσιαλιστικού ρεαλισμού στηριζόμενη στην υλιστική κοσμοαντίληψη, καθρεφτίζει πραγματικά και πιστά την πραγματικότητα στην επαναστατική της ανάπτυξη και έχει σαν σκοπό την επαναστατική διαπαιδαγώγηση των εργαζομένων, επιδιώκει να αποδώσει την πραγματικότητα και ταυτόχρονα να την αλλάξει.
Είναι μια μορφή γνώσης της αναγκαιότητας για τον επαναστατικό μετασχηματισμό του κόσμου. Η μέθοδος του σοσιαλιστικού ρεαλισμού δεν είναι τεχνητή επινόηση μερικών θεωρητικών της λογοτεχνίας, αλλά ιστορική αναγκαιότητα.
Η μέθοδος αυτή αφομοίωσε καθετί το προοδευτικό που είχε δημιουργήσει η προηγούμενη λογοτεχνία, πήρε πολλά χαρακτηριστικά του κριτικού ρεαλισμού και του επαναστατικού ρομαντισμού. Παρ’ όλ’ αυτά όμως, είναι μια νέα ποιοτική μέθοδος, καθώς και η κοσμοαντίληψη που την τρέφει. Η προτεραιότητα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού σαν μέθοδος συνδέονταν όταν με τις μεγάλες δυνατότητες που δημιουργούσε για το καθρέφτισμα με τρόπο πιστό της σοσιαλιστικής ζωής, των υλικών και πνευματικών της μετασχηματισμών.
Για πρώτη φορά στη λογοτεχνία και στην τέχνη παρουσιάζεται ο νέος ήρωας που προέρχεται από τις γραμμές του προλεταριάτου και τα πιο επαναστατικά και δημοκρατικά στρώματα της κοινωνίας. Η μέθοδος του σοσιαλιστικού ρεαλισμού είναι ζωτική σαν μέθοδος. Η ζωτικότητά της εκφράζεται κατά πρώτο λόγο στο μόνιμο δυναμισμό της και αυτό επιβεβαίωσε η ίδια η ανάπτυξη της λογοτεχνίας και των τεχνών, στην πραγματικά σοσιαλιστική κοινωνία, σε συνταύτιση με τις αρχές της μεθόδου αυτής. Η λογοτεχνία και η καλλιτεχνική πρακτική έχει πλουτίσει παραπέρα τη μέθοδο του σοσιαλιστικού ρεαλισμού.
Κανένα είδος στατικής, όπως ισχυρίζονται οι σημερινοί αστοί και αναθεωρητές αισθητικοί, δεν εμπεριέχει η μέθοδος του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Αυτή δεν επιβάλλεται σαν κάτι εξωτερικά δημιουργημένο, δεν έχει στατικούς κανόνες που δήθεν περιορίζουν την ελευθερία του δημιουργού. Oι αρχές της μεθόδου αυτής πηγάζουν από τις ίδιες τις πνευματικές απαιτήσεις των δημιουργών, από την ίδια τη ζωή και την πραγματικότητα. Γι’ αυτό ο σοσιαλιστικό ρεαλισμός παρουσιάζεται σαν επαναστατική μέθοδος ιδιαίτερα σε σχέση με τους δημιουργούς. Η μέθοδος αυτή σέβεται τη δημιουργική τους ατομικότητα, τα πρωτότυπα χαρακτηριστικά της δημιουργίας του καθενός, δε δημιουργεί κανένα είδος ομοιομορφίας και στάνταρ. Η λογοτεχνία του σοσιαλιστικού ρεαλισμού είναι η πιο προοδευμένη λογοτεχνία και μέθοδος και από μια άλλη άποψη. Είναι η λογοτεχνία που δίνει την προοπτική της ανάπτυξης, όχι βάσει της φαντασίας αλλά στηριζόμενη στους διαλεχτικούς νόμους της προόδου.
O σοσιαλιστικός ρεαλισμός είναι δεμένος με το παρόν και το μέλλον. Αυτό όμως δεν το προετοιμάζει μέσω ονείρων και μη πραγματικών φαντασιών, αλλά μέσω υλιστικών επιστημονικών προβλέψεων, που διευθύνονται από νόμους που ανακαλύφθηκαν και που επιστημονικά βοηθούν για την ανακάλυψη και άλλων. O ήρωας της λογοτεχνίας και των τεχνών έχει ξεκάθαρη κοινωνική φυσιογνωμία, με ιδεολογική διαύγεια, με εμπιστοσύνη στο μέλλον της κοινωνίας. O ήρωας της λογοτεχνικής παρακμής αγνοείται σαν κοινωνική ύπαρξη, παρουσιάζεται περιφρονημένος, με παθητικότητα, με πασιφιστική ηθική, μόνιμη ψυχική λαχτάρα κ.λπ.
Μπροστά σ’ αυτή τη λογοτεχνία ψευδαισθήσεων που απομακρύνεται από την ιστορική κοινωνική πραγματικότητα, η λογοτεχνία και η τέχνη του σοσιαλιστικού ρεαλισμού ενσαρκώνει τα πιο χαρακτηριστικά φαινόμενα της κοινωνικής ζωής. Η λογοτεχνία και η τέχνη του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, εκφράζοντας τα πιο υψηλά ιδανικά της απελευθέρωσης του ανθρώπου, αποβαίνει μια πραγματική τέχνη που ωθεί τον άνθρωπο να βαδίσει μπροστά, που του δίνει ασφάλεια και εμπιστοσύνη για το μέλλον.
Η λογοτεχνία και η τέχνη του σοσιαλιστικού ρεαλισμού σαν τάση, άρχισε με τη λογοτεχνία της Κομμούνας του Παρισιού και συνεχίστηκε με την Oχτωβριανή Επανάσταση, με τη δημιουργία των επαναστατών συγγραφέων Χάινριχ Χάινε, Μαξίμ Γκόρκι, Τζακ Λόντον, Β. Μαγιακόφσκι, Φάντεγιεφ και άλλων. Η προλεταριακή κομματικότητα και η επαναστατική μαχητικότητα είναι βασικές αρχές της μεθόδου του σοσιαλιστικού ρεαλισμού.
Η αρχή της προλεταριακής κομματικότητας στην τέχνη, για πρώτη φορά διατυπώθηκε από τον Λένιν. Απορρίπτοντας τις φορμαλιστικές απόψεις “η τέχνη για την τέχνη”, ο Λένιν τόνιζε ότι αδέσμευτη τέχνη δεν υπάρχει. “Είναι αδύνατο έλεγε να ζεις σε μια κοινωνία και ταυτόχρονα να είσαι ανεξάρτητος από αυτή”. O λογοτέχνης στο έργο του πρέπει να επιδιώκει την απεικόνιση των κυριότερων προβλημάτων και αντιθέσεων που προβάλλει η εποχή μας. Πρέπει να απεικονίζει τη ζωή από τις προωθημένες θέσεις της εργατικής τάξης και ενάντια στις οπισθοδρομικές δυνάμεις. Στην τέχνη του σοσιαλιστικού ρεαλισμού δεν απεικονίζεται μόνο η επικαιρότητα, αλλά συμπεριλαμβάνονται και έργα με ιστορικό θέμα, με τη μαρξιστική ερμηνεία της ιστορίας.
Η ιδέα ότι είναι οι λαϊκές μάζες δημιουργοί της ιστορίας, ότι το μέλλον κάθε εποχής ανήκει στις προοδευτικές δυνάμεις της κοινωνίας, πρέπει να τίθενται στο επίκεντρο των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων με ιστορικό θέμα.
Παρουσιάζοντας τη ζωή από τις θέσεις της εργατικής τάξης, τα λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά έργα διαπνέονται από το πάθος ενάντια σε καθετί το παλιό, εμπλουτίζουν τον εσωτερικό κόσμο των εργαζομένων.
Πηγή: Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης, τ. 79
*Η φωτογραφία του “εξωφύλλου” είναι από πίνακα του κερκυραίου ζωγράφου Γιώργου Τσιριγώτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου