Ο Χάνκοκ, πέραν των όσων σημαντικών έκανε στη σχεδόν πενηντάχρονη καριέρα του, γνώρισε τόσο κριτική όσο και εμπορική αποδοχή- και μάλιστα αρκετές φορές. Ο αμερικανός πιανίστας και συνθέτης, είναι ίσως από τους ελάχιστους εν ζωή καλλιτέχνες που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «ιερό τέρας».
Ηταν εκείνος που επαναπροσδιόρισε τον ρόλο της rhythm section στην τζαζ ως μέλος του δεύτερου μεγάλου κουιντέτου του Μάιλς Ντέιβις, ένας από τους αρχιτέκτονες της μετά bebop περιόδου και φυσικά, αν όχι ο πρώτος, ένας από τους πρώτους μουσικούς που πίστεψαν στο μπόλιασμα της τζαζ με τους ήχους των συνθεσάιζερ αλλά και της φανκ μουσικής.
Ενδιαφέρον δε παρουσιάζει το γεγονός ότι και οι νεότερες γενιές τον έμαθαν ουσιαστικά από μια σύνθεση με την οποία έγινε αγαπητός στη δεκαετία του ΄60, το «Cantaloupe Ιsland», όπως το διασκεύασαν το 2003 οι Us3 σε μια σαφώς πιο άσιντ-τζαζ απόδοση.
Ο Χέρμπι Χάνκοκ, όπως και πολλοί άλλοι σπουδαίοι της τζαζ, ξεκίνησε με σπουδές στην κλασική μουσική και το ταλέντο του αναγνωρίστηκε από την αρχή: σε ηλικία μόλις έντεκα χρόνων έπαιξε στη γενέτειρά του, το Σικάγο, το «Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 5 σε ρε μείζονα». Αργότερα, στα χρόνια του λυκείου, θα υπέκυπτε στη γοητεία της τζαζ μέσα από τους ήχους του Οσκαρ Πίτερσον και του Τζορτζ Σίρινγκ . Παράλληλα είχε και το μικρόβιο της ηλεκτρονικής επιστήμης. Γι΄ αυτό διάλεξε το Grinell College: για να σπουδάσει ταυτόχρονα ηλεκτρονικός και μουσικός. Το 1961 τον ανακαλύπτει ο τρομπετίστας Ντόναλντ Μπερντ, τον παίρνει στο συγκρότημά του και τον συστήνει στον Αλφρεντ Λάιον της περίφημης εταιρείας Βlue Νote, o οποίος δεν χάνει βεβαίως την ευκαιρία να υπογράψει συμβόλαιο με το πολλά υποσχόμενο ταλέντο.
Το πρώτο άλμπουμ που κυκλοφορεί- το 1963- είναι το «Τakin΄ Οff» και περιέχει τη μεγάλη ραδιοφωνική επιτυχία «Watermelon Μan». Την ίδια χρονιά δέχεται το τηλεφώνημα που θα αλλάξει την καριέρα και τη ζωή του ολόκληρη. Ο Μάιλς Ντέιβις, έχοντας πίσω του θρυλικές ηχογραφήσεις, με σημαντικότερη το «Κind Οf Βlue» του 1959, αποφασίζει ότι είναι καιρός να ανανεώσει τους μουσικούς που τον πλαισιώνουν και δημιουργεί το «δεύτερο μεγάλο κουιντέτο» του, όπως είναι γνωστό σήμερα, με τον Χέρμπι Χάνκοκ στο πιάνο, τον Ρον Κάρτερ στο μπάσο, τον 17χρονο Τόνι Γουίλιαμς στα ντραμς και το άλλο αστέρι και συνεργάτη τού Χάνκοκ τα επόμενα χρόνια, τον Γουέιν Σόρτερ, στο σαξόφωνο. Το συγκεκριμένο κουιντέτο έχει χαρακτηριστεί το «μεγαλύτερο μικρό τζαζ συγκρότημα» της δεκαετίας του 1960.
Ο Χένρι Χάνκοκ είχε το ταλέντο, όχι μόνο να «παίζει στα δάχτυλα» τις γνωστές συγχορδίες αλλά και να κάνειδημοφιλείς άλλες τις οποίες σπάνια χρησιμοποιούσαν οι μουσικοί της τζαζ. Ο Μάιλς Ντέιβις έλεγε για αυτόν: «Ο Χέρμπι ήταν το επόμενο βήμα μετά τον Μπαντ Πάουελ και τον Θελόνιους Μονκκαι δεν έχω ακούσει ακόμη εκείνον που θα τον διαδεχθεί». Οντας μέλος ακόμη της μπάντας του Ντέιβις, έβρισκε χρόνο να ηχογραφεί δεκάδες άλμπουμ, προσωπικά αλλά και σε συνεργασία με άλλους γνωστούς τζάζμεν. Το «Εmpyrean Ιsles» του ΄64 περιείχε το δημοφιλές «Cantaloup Ιsland» ενώ τα «Μy Ρoint Οf View» και «Speak Like Α Child» δοξάστηκαν από την κριτική και παραμένουν ως σήμερα κλασικά.
Το 1966 ηχογραφεί το πρώτο μιας σειράς κινηματογραφικών άλμπουμ, το οποίο, όπως και η ταινία για την οποία γράφτηκε, θα γινόταν αναπόσπαστο κομμάτι στις δισκοθήκες των φίλων του είδους. Πρόκειται για το «Βlow up» του Μικελάντζελο Αντονιόνι. Θα ακολουθήσουν τα σάουντρακ για τον «Εκτελεστή της νύχτας» και το «Μεσάνυχτα και κάτι». Χάρη στην επιμονή του Ντέιβις αρχίζει να χρησιμοπεί ηλεκτρικά κίμπορντς και να αγκαλιάζει τη νέα τεχνολογία, με την οποία στο μέλλον θα έχει τις καλύτερες σχέσεις. Το 1968, με τη δικαιολογία ότι είχε καθυστερήσει από το ταξίδι του μέλιτος στη Βραζιλία, ο Μάιλς Ντέιβις τον πετάει έξω από το κουιντέτο. Οπως φάνηκε όμως στην πορεία, ήταν ένας εύσχημος τρόπος για να τον διώξει: ο σπουδαίος τζάζμαν θα ακολουθούσε και πάλι νέους δρόμους, χρησιμοποιώντας ως πιανίστα τον Τσικ Κορία.
Μουσική χώρις σύνορα
[Το κάλυμμα του σάουντρακ για την ταινία του Μικελάντζελο Αντονιόνι «Βlow-up» (1966) ]
Το κάλυμμα του σάουντρακ για την ταινία του Μικελάντζελο Αντονιόνι «Βlow-up» (1966)
Η δεκαετία του 1970 βρίσκει τον Χάνκοκ στη Warner, όπου ηχογραφεί τα πιο πειραματικά ίσως άλμπουμ της καριέρας του, με το «Μwandishi» - όπου διαφαίνεται η έντονη επιρροή των σύγχρονων κλασικών συνθετών που ασχολούνται με την ηλεκτρονική μουσική-να ξεχωρίζει. Η συνέχεια θα είναι για άλλη μια φορά διαφορετική: ο «πρίγκιπας» της σόουλφανκ Σλάι Στόουν... ταράζει τον ύπνο του Χάνκοκ, με αποτέλεσμα και αυτός με τη σειρά του να δημιουργήσει ένα νέο συγκρότημα, τους Ηead Ηunters, ηχητικά προσανατολισμένο στο φανκ. Το πρώτο ομώνυμο άλμπουμ τους γνωρίζει επιτυχία, λανσάροντάς τον στο ποπ κοινό.
Οι φανατικοί της τζαζ έχουν αρχίσει ήδη να μιλούν για ξεπούλημα. Τίποτε όμως δεν πτοεί τον Χάνκοκ, ο οποίος βλέπει τη μουσική ως ένα πεδίο δίχως όρια. Ακολουθεί το σχήμα VSΟΡ, όπου συνεργάζεται με τους παλιόφιλους από το κουιντέτο του Ντέιβις, και στα τέλη της δεκαετίας του 1970 αρχίζει να εισάγει στον ήχο του στοιχεία ακόμη και από την ντίσκο. Οι επιτυχίες διαδέχονται η μία την άλλη, ιδιαίτερα στη Βρετανία, για να φθάσουμε στο 1983 και στην πιο εμπορική στιγμή της καριέρας του. Το κομμάτι «Rockit» από το άλμπουμ «Future Shock» του χαρίζει το πρώτο από τα δώδεκα Γκράμι που έχει κερδίσει συνολικά ως σήμερα, ενώ σαρώνει τα βραβεία του νεοσύστατου τότε ΜΤV. Το 1991 ο μέντοράς του Μάιλς Ντέιβις πεθαίνει. Και εκείνος για να τον τιμήσει ηχογραφεί το «Τribute Τo Μiles» μαζί με τους Ρον Κάρτερ, Τόνι Γουίλιαμς, Γουέιν Σόρτερ και Γουάλας Ρόνεϊ. Τα χρόνια που ακολουθούν τον βρίσκουν να ηχογραφεί για την άλλη σπουδαία τζαζ εταιρεία, την Verve. Πιο πρόσφατες δουλειές του το περυσινό «River: Τhe Joni Letters»: ένα αφιερωματικό άλμπουμ στην Τζόνι Μίτσελ, με τη συνεργασία της Νόρα Τζόουνς, της Τίνα Τέρνερ, της Κορίν Μπέιλι Ρέι και του Λέοναρντ Κόεν χάρη στο οποίο κερδίζει το Γκράμι καλύτερου άλμπουμ- και η εξαιρετική συλλογή «Τhen Αnd Νow: Τhe Definitive Ηerbie Ηancock».
Ηταν εκείνος που επαναπροσδιόρισε τον ρόλο της rhythm section στην τζαζ ως μέλος του δεύτερου μεγάλου κουιντέτου του Μάιλς Ντέιβις, ένας από τους αρχιτέκτονες της μετά bebop περιόδου και φυσικά, αν όχι ο πρώτος, ένας από τους πρώτους μουσικούς που πίστεψαν στο μπόλιασμα της τζαζ με τους ήχους των συνθεσάιζερ αλλά και της φανκ μουσικής.
Ενδιαφέρον δε παρουσιάζει το γεγονός ότι και οι νεότερες γενιές τον έμαθαν ουσιαστικά από μια σύνθεση με την οποία έγινε αγαπητός στη δεκαετία του ΄60, το «Cantaloupe Ιsland», όπως το διασκεύασαν το 2003 οι Us3 σε μια σαφώς πιο άσιντ-τζαζ απόδοση.
Ο Χέρμπι Χάνκοκ, όπως και πολλοί άλλοι σπουδαίοι της τζαζ, ξεκίνησε με σπουδές στην κλασική μουσική και το ταλέντο του αναγνωρίστηκε από την αρχή: σε ηλικία μόλις έντεκα χρόνων έπαιξε στη γενέτειρά του, το Σικάγο, το «Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 5 σε ρε μείζονα». Αργότερα, στα χρόνια του λυκείου, θα υπέκυπτε στη γοητεία της τζαζ μέσα από τους ήχους του Οσκαρ Πίτερσον και του Τζορτζ Σίρινγκ . Παράλληλα είχε και το μικρόβιο της ηλεκτρονικής επιστήμης. Γι΄ αυτό διάλεξε το Grinell College: για να σπουδάσει ταυτόχρονα ηλεκτρονικός και μουσικός. Το 1961 τον ανακαλύπτει ο τρομπετίστας Ντόναλντ Μπερντ, τον παίρνει στο συγκρότημά του και τον συστήνει στον Αλφρεντ Λάιον της περίφημης εταιρείας Βlue Νote, o οποίος δεν χάνει βεβαίως την ευκαιρία να υπογράψει συμβόλαιο με το πολλά υποσχόμενο ταλέντο.
Το πρώτο άλμπουμ που κυκλοφορεί- το 1963- είναι το «Τakin΄ Οff» και περιέχει τη μεγάλη ραδιοφωνική επιτυχία «Watermelon Μan». Την ίδια χρονιά δέχεται το τηλεφώνημα που θα αλλάξει την καριέρα και τη ζωή του ολόκληρη. Ο Μάιλς Ντέιβις, έχοντας πίσω του θρυλικές ηχογραφήσεις, με σημαντικότερη το «Κind Οf Βlue» του 1959, αποφασίζει ότι είναι καιρός να ανανεώσει τους μουσικούς που τον πλαισιώνουν και δημιουργεί το «δεύτερο μεγάλο κουιντέτο» του, όπως είναι γνωστό σήμερα, με τον Χέρμπι Χάνκοκ στο πιάνο, τον Ρον Κάρτερ στο μπάσο, τον 17χρονο Τόνι Γουίλιαμς στα ντραμς και το άλλο αστέρι και συνεργάτη τού Χάνκοκ τα επόμενα χρόνια, τον Γουέιν Σόρτερ, στο σαξόφωνο. Το συγκεκριμένο κουιντέτο έχει χαρακτηριστεί το «μεγαλύτερο μικρό τζαζ συγκρότημα» της δεκαετίας του 1960.
Ο Χένρι Χάνκοκ είχε το ταλέντο, όχι μόνο να «παίζει στα δάχτυλα» τις γνωστές συγχορδίες αλλά και να κάνειδημοφιλείς άλλες τις οποίες σπάνια χρησιμοποιούσαν οι μουσικοί της τζαζ. Ο Μάιλς Ντέιβις έλεγε για αυτόν: «Ο Χέρμπι ήταν το επόμενο βήμα μετά τον Μπαντ Πάουελ και τον Θελόνιους Μονκκαι δεν έχω ακούσει ακόμη εκείνον που θα τον διαδεχθεί». Οντας μέλος ακόμη της μπάντας του Ντέιβις, έβρισκε χρόνο να ηχογραφεί δεκάδες άλμπουμ, προσωπικά αλλά και σε συνεργασία με άλλους γνωστούς τζάζμεν. Το «Εmpyrean Ιsles» του ΄64 περιείχε το δημοφιλές «Cantaloup Ιsland» ενώ τα «Μy Ρoint Οf View» και «Speak Like Α Child» δοξάστηκαν από την κριτική και παραμένουν ως σήμερα κλασικά.
Το 1966 ηχογραφεί το πρώτο μιας σειράς κινηματογραφικών άλμπουμ, το οποίο, όπως και η ταινία για την οποία γράφτηκε, θα γινόταν αναπόσπαστο κομμάτι στις δισκοθήκες των φίλων του είδους. Πρόκειται για το «Βlow up» του Μικελάντζελο Αντονιόνι. Θα ακολουθήσουν τα σάουντρακ για τον «Εκτελεστή της νύχτας» και το «Μεσάνυχτα και κάτι». Χάρη στην επιμονή του Ντέιβις αρχίζει να χρησιμοπεί ηλεκτρικά κίμπορντς και να αγκαλιάζει τη νέα τεχνολογία, με την οποία στο μέλλον θα έχει τις καλύτερες σχέσεις. Το 1968, με τη δικαιολογία ότι είχε καθυστερήσει από το ταξίδι του μέλιτος στη Βραζιλία, ο Μάιλς Ντέιβις τον πετάει έξω από το κουιντέτο. Οπως φάνηκε όμως στην πορεία, ήταν ένας εύσχημος τρόπος για να τον διώξει: ο σπουδαίος τζάζμαν θα ακολουθούσε και πάλι νέους δρόμους, χρησιμοποιώντας ως πιανίστα τον Τσικ Κορία.
Μουσική χώρις σύνορα
[Το κάλυμμα του σάουντρακ για την ταινία του Μικελάντζελο Αντονιόνι «Βlow-up» (1966) ]
Το κάλυμμα του σάουντρακ για την ταινία του Μικελάντζελο Αντονιόνι «Βlow-up» (1966)
Η δεκαετία του 1970 βρίσκει τον Χάνκοκ στη Warner, όπου ηχογραφεί τα πιο πειραματικά ίσως άλμπουμ της καριέρας του, με το «Μwandishi» - όπου διαφαίνεται η έντονη επιρροή των σύγχρονων κλασικών συνθετών που ασχολούνται με την ηλεκτρονική μουσική-να ξεχωρίζει. Η συνέχεια θα είναι για άλλη μια φορά διαφορετική: ο «πρίγκιπας» της σόουλφανκ Σλάι Στόουν... ταράζει τον ύπνο του Χάνκοκ, με αποτέλεσμα και αυτός με τη σειρά του να δημιουργήσει ένα νέο συγκρότημα, τους Ηead Ηunters, ηχητικά προσανατολισμένο στο φανκ. Το πρώτο ομώνυμο άλμπουμ τους γνωρίζει επιτυχία, λανσάροντάς τον στο ποπ κοινό.
Οι φανατικοί της τζαζ έχουν αρχίσει ήδη να μιλούν για ξεπούλημα. Τίποτε όμως δεν πτοεί τον Χάνκοκ, ο οποίος βλέπει τη μουσική ως ένα πεδίο δίχως όρια. Ακολουθεί το σχήμα VSΟΡ, όπου συνεργάζεται με τους παλιόφιλους από το κουιντέτο του Ντέιβις, και στα τέλη της δεκαετίας του 1970 αρχίζει να εισάγει στον ήχο του στοιχεία ακόμη και από την ντίσκο. Οι επιτυχίες διαδέχονται η μία την άλλη, ιδιαίτερα στη Βρετανία, για να φθάσουμε στο 1983 και στην πιο εμπορική στιγμή της καριέρας του. Το κομμάτι «Rockit» από το άλμπουμ «Future Shock» του χαρίζει το πρώτο από τα δώδεκα Γκράμι που έχει κερδίσει συνολικά ως σήμερα, ενώ σαρώνει τα βραβεία του νεοσύστατου τότε ΜΤV. Το 1991 ο μέντοράς του Μάιλς Ντέιβις πεθαίνει. Και εκείνος για να τον τιμήσει ηχογραφεί το «Τribute Τo Μiles» μαζί με τους Ρον Κάρτερ, Τόνι Γουίλιαμς, Γουέιν Σόρτερ και Γουάλας Ρόνεϊ. Τα χρόνια που ακολουθούν τον βρίσκουν να ηχογραφεί για την άλλη σπουδαία τζαζ εταιρεία, την Verve. Πιο πρόσφατες δουλειές του το περυσινό «River: Τhe Joni Letters»: ένα αφιερωματικό άλμπουμ στην Τζόνι Μίτσελ, με τη συνεργασία της Νόρα Τζόουνς, της Τίνα Τέρνερ, της Κορίν Μπέιλι Ρέι και του Λέοναρντ Κόεν χάρη στο οποίο κερδίζει το Γκράμι καλύτερου άλμπουμ- και η εξαιρετική συλλογή «Τhen Αnd Νow: Τhe Definitive Ηerbie Ηancock».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου