Ο Ιωάννης Σταυρινού Σταυριανός (1804-1887) από το χωριό Λόφου, της επαρχίας Λεμεσού, πολέμησε ως εθελοντής κατά την Ελληνική επανάσταση του 1821 και αργότερα υπηρέτησε στη χωροφυλακή του προσωρινού Ελληνικού κράτους από όπου αποστρατεύτηκε σε ηλικία 59 ετών με το βαθμό του ταγματάρχη. Άφησε χειρόγραφο αυτοβιογραφικό απομνημόνευμα όσων έζησε κατά τον αγώνα, με κορυφαία στιγμή την προσωπική μαρτυρία του από τη δολοφονία του Καραϊσκάκη, από συναγωνιστή του, κατά τη διάρκεια μάχης εναντίον των Τούρκων. Το έργο δημοσιεύθηκε το 1976, με επιμέλεια Ελένης Αγγελομάτη-Τσουγκαράκη, στην Επετηρίδα Εταιρείας Στερεοελλαδικών Μελετών και ανατυπώθηκε αυτοτελώς από την ίδια Εταιρεία το 1982 ―από όπου αναδημοσιεύεται το σχετικό απόσπασμα και το πορτρέτο του].
Πραγματεία των περιπετειών του βίου μου και συλλογή διαφόρων αντικειμένων αγνώστων έτι εν τη ελληνική Ιστορία”.
Κατά το έτος 1821 ευρέθην εις την Αλεξάνδρειαν της Παλαιστίνης μετά του πατρός μου χάριν εμπορίου. Εκεί παρουσιάσθη είς δερβίσης, ιεραπόστολος της Εταιρείας, και μας κατήχησεν τα της Επαναστάσεως μυστήρια. Επανήλθομεν εις Κύπρον το 1822. Ο πατήρ μου αποβίωσεν απόπληκτος, διότι η κινητή περιουσία μας ηρπάσθη παρά των Τούρκων όλη.
Εγώ τότε, μόνος κύριος μικράς περιουσίας, μετ’ ολίγον έτρεξα λόγω εμπορίου εις Αλεξάνδρειαν της Αιγύπτου δια να πραγματοποιήσω την εις τον δερβίσην δοθείσαν ένορκον υπόσχεσιν. Εκεί ένας από την Κω Έλλην με έβαλεν εις την χείρα 3 χιλιάδας γροσίων και δεν είχε σκοπόν να μου τα επιστρέψη. Εγώ είχον εξοπλίσει επτά ομογενείς μου, 4 Κυπρίους και 3 Κρήτας, αγοράσας εξ ιδίων μου τον οπλισμόν όλων, τροφάς, και επλήρωσα τον ναύλον και ήμεθα έτοιμοι να αναχωρήσωμεν δια την Ελλάδα. Ο Κώτης αυτός με παρέπεμπεν από ημέραν εις ημέραν δια την πληρωμήν. Εγώ μεθυσμένος από τον ενθουσιασμόν, διότι κατώρθωσα ου μόνον να φέρω τον εαυτόν μου εις το Γένος αλλά και τους άλλους επτά, και η χαρά μου ήτο μεγίστη, αλλ’ αι τρεις χιλιάδες γρόσια με εζάλιζαν και μίαν πρωϊνήν κινώ από τον Φραγκομαχαλά δια τον Τουρκολιμένα. Ευρέθην μετά δύο ωρών οδοιπορίαν υποκάτω της στήλης του Πομπηΐου, επέστρεψα αγανακτίσμένος εις τον Φραγκομαχαλά και ευρών τον θείον μου τον είπον μετά πολλής αγανακτήσεως ότι τα χρήματα θα τα χαρίσω εις ένα Τούρκον, αλλ’ εις αυτόν τον αχρείον δεν θα τα αφήσω. Ο θείος μου εγέλασε και με είπεν:
― Ο άνθρωπος αυτός εργάζεται εις τον ταρσανά και έχει να λαμβάνη από το δημόσιον. Πήγαινε λοιπόν εις τον τελώνην και ειπέ του ότι θα αναχωρήσης δια το Γένος και να σου πληρώση αυτό το ποσόν.
Εγώ το εθεώρησα γελοίον διότι ο τελώνης μόνον είναι Κόπτης και όλοι οι άλλοι είναι Τούρκοι, αλλ’ είπον καθ’ εαυτόν: “Τι έχεις να χάσης και τι θα φοβηθής;”.
Όθεν έδραμα εις το τελωνείον και κατά σύμπτωσιν εύρον πλήθος Τούρκων, αλλ’ εγώ από τον ενθουσιασμόν μου δεν εσυστάλην αλλ’ ούτε έχασα το θάρρος. Χαιρετώ τον τελώνην και με ευτολμίαν τον λέγω αραβιστί:
― Ο δείνα άνθρωπος με χρεωστεί 3 χιλιάδες γρόσια και είμαι έτοιμος να αναχωρήσω και έχω τους ανθρώπους μου εμβαρκαρισμένους και μόνον αυτή η υπόθεσις μού μένει. Σε παρακαλώ να μου πληρώσης αυτό το ποσόν.
Μόλις ετελείωσα τον λόγον και ευθύς προστάζει έναν Τούρκον και εισάγει ενώπιόν του τον Κώον και τον ερωτά:
― Χρεωστείς εις τον νεανίαν 3 χιλ. γρόσια;
― Μάλιστα, τον απήντησεν.
Και ο τελώνης τον είπε “Πήγαινε”. Και ευθύς μου μετρά εις χρυσά και αργυρά το ποσόν ειπών με:
― Καλόν σας καταυόδιον.
Αναχωρήσαμεν εξ Αλεξανδρείας με πλοίον ρωσικής σημαίας, πλοίαρχος Αραουζαίος, 10 ναύται Έλληνες και Σκλαβούνοι, ήταν δε και άλλοι 23 Έλληνες επιβάται ερχόμενοι και ούτοι δια το Γένος…
[Σημειώσεις: Αλεξάνδρεια της Παλαιστίνης = Αλεξανδρέττα / “δερβίσης” = πιθανόν υποδηλώνει στέλεχος δεύτερου βαθμού της της Φιλικής Εταιρείας, τον ιερέα που αναλάμβανε μύηση νέων μελών / Αραουζαίος = από την πόλη Ραγούζα της Δαλματίας (σήμερα Ντουμπρόβνικ)].
http://allikypros.wordpress.com
Πραγματεία των περιπετειών του βίου μου και συλλογή διαφόρων αντικειμένων αγνώστων έτι εν τη ελληνική Ιστορία”.
Κατά το έτος 1821 ευρέθην εις την Αλεξάνδρειαν της Παλαιστίνης μετά του πατρός μου χάριν εμπορίου. Εκεί παρουσιάσθη είς δερβίσης, ιεραπόστολος της Εταιρείας, και μας κατήχησεν τα της Επαναστάσεως μυστήρια. Επανήλθομεν εις Κύπρον το 1822. Ο πατήρ μου αποβίωσεν απόπληκτος, διότι η κινητή περιουσία μας ηρπάσθη παρά των Τούρκων όλη.
Εγώ τότε, μόνος κύριος μικράς περιουσίας, μετ’ ολίγον έτρεξα λόγω εμπορίου εις Αλεξάνδρειαν της Αιγύπτου δια να πραγματοποιήσω την εις τον δερβίσην δοθείσαν ένορκον υπόσχεσιν. Εκεί ένας από την Κω Έλλην με έβαλεν εις την χείρα 3 χιλιάδας γροσίων και δεν είχε σκοπόν να μου τα επιστρέψη. Εγώ είχον εξοπλίσει επτά ομογενείς μου, 4 Κυπρίους και 3 Κρήτας, αγοράσας εξ ιδίων μου τον οπλισμόν όλων, τροφάς, και επλήρωσα τον ναύλον και ήμεθα έτοιμοι να αναχωρήσωμεν δια την Ελλάδα. Ο Κώτης αυτός με παρέπεμπεν από ημέραν εις ημέραν δια την πληρωμήν. Εγώ μεθυσμένος από τον ενθουσιασμόν, διότι κατώρθωσα ου μόνον να φέρω τον εαυτόν μου εις το Γένος αλλά και τους άλλους επτά, και η χαρά μου ήτο μεγίστη, αλλ’ αι τρεις χιλιάδες γρόσια με εζάλιζαν και μίαν πρωϊνήν κινώ από τον Φραγκομαχαλά δια τον Τουρκολιμένα. Ευρέθην μετά δύο ωρών οδοιπορίαν υποκάτω της στήλης του Πομπηΐου, επέστρεψα αγανακτίσμένος εις τον Φραγκομαχαλά και ευρών τον θείον μου τον είπον μετά πολλής αγανακτήσεως ότι τα χρήματα θα τα χαρίσω εις ένα Τούρκον, αλλ’ εις αυτόν τον αχρείον δεν θα τα αφήσω. Ο θείος μου εγέλασε και με είπεν:
― Ο άνθρωπος αυτός εργάζεται εις τον ταρσανά και έχει να λαμβάνη από το δημόσιον. Πήγαινε λοιπόν εις τον τελώνην και ειπέ του ότι θα αναχωρήσης δια το Γένος και να σου πληρώση αυτό το ποσόν.
Εγώ το εθεώρησα γελοίον διότι ο τελώνης μόνον είναι Κόπτης και όλοι οι άλλοι είναι Τούρκοι, αλλ’ είπον καθ’ εαυτόν: “Τι έχεις να χάσης και τι θα φοβηθής;”.
Όθεν έδραμα εις το τελωνείον και κατά σύμπτωσιν εύρον πλήθος Τούρκων, αλλ’ εγώ από τον ενθουσιασμόν μου δεν εσυστάλην αλλ’ ούτε έχασα το θάρρος. Χαιρετώ τον τελώνην και με ευτολμίαν τον λέγω αραβιστί:
― Ο δείνα άνθρωπος με χρεωστεί 3 χιλιάδες γρόσια και είμαι έτοιμος να αναχωρήσω και έχω τους ανθρώπους μου εμβαρκαρισμένους και μόνον αυτή η υπόθεσις μού μένει. Σε παρακαλώ να μου πληρώσης αυτό το ποσόν.
Μόλις ετελείωσα τον λόγον και ευθύς προστάζει έναν Τούρκον και εισάγει ενώπιόν του τον Κώον και τον ερωτά:
― Χρεωστείς εις τον νεανίαν 3 χιλ. γρόσια;
― Μάλιστα, τον απήντησεν.
Και ο τελώνης τον είπε “Πήγαινε”. Και ευθύς μου μετρά εις χρυσά και αργυρά το ποσόν ειπών με:
― Καλόν σας καταυόδιον.
Αναχωρήσαμεν εξ Αλεξανδρείας με πλοίον ρωσικής σημαίας, πλοίαρχος Αραουζαίος, 10 ναύται Έλληνες και Σκλαβούνοι, ήταν δε και άλλοι 23 Έλληνες επιβάται ερχόμενοι και ούτοι δια το Γένος…
[Σημειώσεις: Αλεξάνδρεια της Παλαιστίνης = Αλεξανδρέττα / “δερβίσης” = πιθανόν υποδηλώνει στέλεχος δεύτερου βαθμού της της Φιλικής Εταιρείας, τον ιερέα που αναλάμβανε μύηση νέων μελών / Αραουζαίος = από την πόλη Ραγούζα της Δαλματίας (σήμερα Ντουμπρόβνικ)].
http://allikypros.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου