Στην περίπτωση που κάποιος κερδίσει 100 ή 50 εκατομμύρια ευρώ στο Λόττο, υπάρχει μια συγκεκριμένη σειρά αντιδράσεων. Στην αρχή θα προσπαθήσει να διαφυλάξει το μυστικό. Δε θα πρέπει να μαθευτεί ότι κέρδισε αυτά τα λεφτά, επειδή έχει ακούσει για απαγωγές με λύτρα, αλλά και για κάθε είδους πανέτοιμους να του παρουσιάσουν το δράμα τους ώστε να λάβουν μία μικρή ενίσχυση.
Στη συνέχεια, θα σκεφτεί το ποσοστό των κερδών που θα διαθέσει για να στηρίξει τους στενούς συγγενείς ή κάποιον κολλητό του. Μαθαίνοντας όμως τον φόρο που θα πληρώσει, αλλά και πλησιάζοντας η μέρα που θα πάρει τα χρήματα, το ποσοστό που σκέφτεται να δώσει σε συγγενείς ή φίλους όλο και μειώνεται.
Μόλις πάρει τα χρήματα, θα φροντίσει να τα βγάλει στο εξωτερικό μέσω ενός υποκαταστήματος ξένης τράπεζας. Θα τα κάνει όλα νόμιμα, ώστε να μη διακινδυνεύσει να διαρρεύσει το όνομά του σε κάποια «περίεργη» λίστα με αδήλωτα ποσά και μαθευτεί ότι είναι πλούσιος.
Τέλος, αν αποφασίσει να επενδύσει τα χρήματά του σε κάποια επένδυση εντός Ελλάδας, πολύ σύντομα θα βρει τον τρόπο να αποφεύγει να πληρώνει φόρους, διότι από τη στιγμή που έχει την άνεση να πληρώνει για ιδιωτικά νοσοκομεία και σχολεία τι τον ενδιαφέρει αν υπάρχουν χρήματα για τα δημόσια;
Αυτή είναι μια κλασική συμπεριφορά της πλειοψηφίας των νεόπλουτων. Ανθρώπων που πλούτισαν ξαφνικά από μια κληρονομιά, τζόγο ή λαμογιά. Είναι εκπληκτική η ταχύτητα με την οποία αποκτούν τις χειρότερες συνήθειες των «λεφτάδων», η άνεση με την οποία συνειδητοποιούν τη νέα κατάσταση και προσπαθούν να προσαρμοστούν σε αυτήν, όχι με επιτυχία πάντως, γι’ αυτό και γέμισε η χώρα από αρχοντοχωριάτες με τζιπάρες απ’ όπου κρέμεται το χέρι του οδηγού με το ακριβό ρολόι ή ακόμη χειρότερα με τη «βαφτιστική» χρυσή ταυτότητα.
Υπάρχει, όμως, και η άλλη περίπτωση. Αυτή κατά την οποία, ο ίδιος άνθρωπος που διαθέτει ένα ικανοποιητικό βιοτικό επίπεδο, ξαφνικά χάνει ό,τι έχει και δεν έχει. Χάνει τη δουλειά του, βάζει λουκέτο στο μαγαζί του, η τράπεζα θέλει να πάρει το σπίτι του, τα παιδιά του δεν ξέρουν τι τους γίνεται και η γυναίκα του ψάχνει για δουλειά με 400 ευρώ μηνιάτικο.
Οι άνθρωποι αυτής της δεύτερης περίπτωσης, γίνονται κάθε μέρα και περισσότεροι. Έντιμοι επαγγελματίες που ξαφνικά ζουν τον εφιάλτη του ανασφάλιστου, καθώς δε μπορούν να βγάλουν ούτε βιβλιάριο στην Πρόνοια, επειδή χρωστάνε στον ΟΑΕΕ. Στελέχη εταιρειών που ξαφνικά βρίσκονται στο δρόμο, γνωρίζοντας ότι αποκλείεται να βρουν άλλη δουλειά. Απλοί εργαζόμενοι που είχαν οργανώσει τη ζωή τους και χαιρόντουσαν που απέκτησαν δικό τους σπίτι παίρνοντας ένα δάνειο, αλλά τώρα ζουν με τη βοήθεια από τη σύνταξη των γονιών τους.
Εδώ, λοιπόν, είναι φυσιολογικό να υπάρχει ένα σοκ. Ένα μούδιασμα στον εγκέφαλο. Όμως, πόσο καιρό κρατάει αυτό; Πόσος χρόνος χρειάζεται να συνειδητοποιήσεις τη νέα σου κατάσταση; Πόσο χρόνο θες για ν’ αντιληφθείς ότι η μπουρδολογία του Πάγκαλου «μαζί τα φάγαμε» ήταν ένα κόλπο για τη δημιουργία συλλογικής ευθύνης και την αθώωση των υπεύθυνων της σημερινής τραγωδίας;
Εντάξει, κανείς δε θέλει να δεχτεί ότι πέρασε στην απέναντι όχθη, εκείνη των φτωχών. Όμως, αυτό δε σημαίνει ότι είναι ετοιμοθάνατος. Δε μπορώ να αντιληφθώ, γιατί όποιος πλουτίζει ξαφνικά το αντέχει, ενώ όποιος φτωχαίνει ξαφνικά, αυτοκτονεί. Ποιο είναι το μπλοκάρισμα που τρώει το μυαλό του και πώς μπορεί να ξεμπλοκαριστεί; Υπάρχει άραγε τρόπος να μετατρέψει τη δυστυχία του σε οργή και δυναμική διεκδίκηση;
Η αυτοκαταστροφή έχει πολλούς τρόπους να εκφραστεί. Τι είναι άραγε αυτό που οδηγεί έναν εξαθλιωμένο, ένα θύμα ουσιαστικά, να πάει να ξαναψηφίσει Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ; Σε τι μπορεί να ελπίζει το μπερδεμένο του μυαλό; Σε μία δεύτερη ευκαιρία από τους καταστροφείς του; Σε μία συγγνώμη από τους δολοφόνους του;
Ναι, είναι σοκ η φτώχια. Φέρνει μια πνευματική ταραχή η τεράστια αλλαγή συνθηκών στη ζωή σου. Όμως δεν είναι θάνατος, πανάθεμά με. Ποιος μηχανισμός οδηγεί τους νεόφτωχους και τους απολυμένους στην αδράνεια και την ολική απονεύρωση;
Γιατί δε διεκδικούν την τιμωρία των ενόχων και την αλλαγή των όρων του «παιχνιδιού» στο οποίο ενεπλάκησαν χωρίς τη θέλησή τους; Γιατί στρέφουν την οργή τους ενάντια στον εαυτό τους κι όχι σε αυτούς που τους οδήγησαν εδώ; Γιατί μπορούν ακόμη και να νικήσουν το ένστικτο της επιβίωσής τους, αλλά αδυνατούν να στραφούν κατά των ενόχων;
Αυτή την απορία έχω και με αυτήν θα μείνω. Όμως, βγάζω κι ένα συμπέρασμα. Ότι αυτοί που βοηθάνε να πέσει σε καταστολή η κοινωνία είναι οι εμπνευστές και οι εκφραστές του «μαζί τα φάγαμε» σε όλες τις μορφές του. Αυτοί οδηγούν τους απελπισμένους σε αυτοκτονίες και σε απώλεια αυτοεκτίμησης. Αυτοί οδήγησαν έναν ολόκληρο λαό στο να πιστεύει ότι ευθύνεται αποκλειστικά ο ίδιος για την εξαθλίωσή του. Κι έτσι, έγιναν δικαστές μας οι δολοφόνοι μας. Αν μη τι άλλο, χρωστάμε μια έμπρακτη συγγνώμη στον ίδιο μας τον εαυτό. Κι ο τρόπος γι’ αυτή τη συγγνώμη είναι ένας και μοναδικός… Είναι η νίκη.