Του Γ.Μακριδάκη
“Στην αρχή, όταν επηγαίναμε, είχενε κύμα η θάλασσα κι εμείς θα ταξιδεύαμε με ψαρόβαρκες, με πανί και με κουπιά. Και περιμέναμε να καλμάρει λίγο η θάλασσα. Κι ερχόντανε οι γυναίκες και βάζανε εικόνες μέσα στη θάλασσα, να γαληνέψει η θάλασσα, να μπορέσομε να ταξιδέψομε. Όταν νύχτωσε, με τη βοήθεια του Θεού, εκάλμαρεν η θάλασσα και έρχονται έντεκα ψαρόβαρκες. Και φύγαμε κονβόι. Και ξεκινούμε κατά τις 9 η ώρα γιατί έπρεπε να νυχτώσει. Και πηγαίναμε κοντά κοντά στη Χίο, δηλαδή δεν πήγαμε αμέσως απέναντι προς την Τουρκία. Τα παράλια της Χίου ακολουθούσαμε. Εμείς είμαστε η τελευταία βάρκα. Καμιά εικοσαριά αθρώποι μέσα και τέσσερις στο κουπί. Εν τω μεταξύ η αδελφή μου, μωρό, το ‘χε τυλιγμένο σ’ ένα χράμι η μαμά μουκαι αυτό ζαλίστηκε, φαίνεται, με τη θάλασσα και άρχισε να κλαίει, να κλαίει γοερά και να φωνάζουνε μες στη βάρκα: “Πετάξτε το παιδί στη θάλασσα, θα μας πιάσουνε οι Γερμανοί”… Εύχαρις Κοκκάλη Ακαβάλου
“Κανονίσαμε με έναν βαρκάρη από τα θυμιανά να μας πάει απέναντι. Μας είπε λοιπόν μια συγκεκριμένη μέρα: “Ελάτε εδώ, στον Καρφά, στη μία η ώρα”, γιατί περνούσεν η Καταδίωξη “να ξεκινήσομε”…
Είμαστε εννιά άτομα μέσα σε μια βάρκα. Ξεκινήσαμε, Ό,τι είχαμε του το δώσαμε, τον επλερώσαμε. Κάτι λεφτά είχαμε μαζεμένα όλοι μαζί και του τα δώσαμε να μας πα. Ο πατέρας μου είχενε ένα σάκο στρατιωτικό και είχενε αγοράσει πέντ’ έξι κιλά σύκα και τα είχενε μέσα για να τα φάμε άμ έβγομε από κει. Δεν είχαμε τίποτ άλλο. Καλοκαίρι του 41 ήτανε. Ξεκινήσαμε να φύγομε. Σιγά σιγά επηγαίναμε. Η αδερφή μου, ήτανε έντεκα χρονώ, έβγαζε τα νερά από τη βάρκα από δω που ξεκινήσαμε μέχρι την Τουρκία. Σαν φτάσαμε πια στα μισά της διαδρομής, ήκουεν ο βαρκάρης ένα ντούκου ντούκου ντούκου και λέει:’Έρκεται η Καταδίωξη. Αν έρτει πιο κοντά και δούμε πως είναι η Καταδίωξη, θα βγάλω το φελλό”.
Το φελλό θα βγάλεις; Έτσι και σε δω να σκύψεις να βγάλεις το φελλό θα σε πετάξω στη θάλασσα και θα την πάω εγώ τη βάρκα, του λέει ένας γείτονας που ταξίδευε μαζί μας. Ήτανε τρεςι άντρες μέσα, ο πατέρας μου κι άλλοι δυο. Αν ήμασταν μοναχοί μας, τα γυναικόπαιδα, θα μας είχενε πνιγμένους”…
Γιάννης Ξυντάρης
“Το στενό της Χίου τα τελευταία εκατό χρόνια έζησε πολλές παρόμοιες ιστορίες. Το 1914 με τον πρώτο διωγμό οι βάρκες έρχονταν προς τα δω, το 1920 με την παλιννόστηση τα πλεούμενα πήγαιναν προς την απέναντι ακτή. Το 1922 με τον μεγάλο διωγμό ξανά οι βάρκες των απελπισμένων ήρθαν προς τα εδώ. Το 1941 ήταν πάλι η σειρά της αντίστροφης πορείας. Σήμερα, εδώ και κάμποσα χρόνια, πάλι απελπισμένοι πρόσφυγες από τις ασιατικές χώρες κάνουν αυτό το νυχτερινό ταξίδι προς το άγνωστο φορτωμένοι με ελπίδες για μια καλύτερη ζωή. Το θαλάσσιο στενό ανάμεσα στη Χίο και τη Σμύρνη ποτέ δεν ησύχασε. Ποτέ δεν έπαψε να γεννά ελπίδα, να βρέχει την αγωνία και να ρουφά τη ζωή όσων δεν κατάφεραν να το περάσουν.
Ας είμαστε λοιπόν σε εγρήγορση κι ας δείχνουμε κατανόηση και ανθρωπιά στους σύγχρονους πρόσφυγες. Ας είμαστε πολιτικά ενεργοί με βασικό στόχο να μην υπάρχουν ποτέ πια πρόσφυγες σ’ αυτή τη γη. Ας μην ξεχνάμε πως κανένας δεν φεύγει από την πατρίδα του δίχως πόνο. Τα χώματα που μας γέννησαν, μας έχουν δανείσει το κορμί, να το ζήσουμε, να το περιφέρουμε και στο τέλος να το παραδώσουμε πίσω, εκεί που ανήκει. Γι’ αυτό τα χώματα μάς τραβούν και κάθε προσφυγιά είναι βίαιη”.
Αυτά έγραφα τότε, πριν μερικά χρόνια στον επίλογο του βιβλίου Συρματένιοι ξεσυρματένιοι όλοι, χιώτες πρόσφυγες και στρατιώτες στη Μέση Ανατολή, (εκδ. Πελινναίο 2007 και Εστία 2010), από το οποίο είναι και τα αποσπάσματα των μαρτυριών που παρέθεσα στην αρχή.
Ήμουν βέβαιος ότι θα ξανάρθει η μέρα που οι Έλληνες θα φεύγουν και πάλι πρόσφυγες διότι η πορεία της ιστορίας δεν αλλάζει, οι βάρκες με τους πρόσφυγες θα ξαναπάνε απέναντι, αλλά δεν φανταζόμουν ότι θα είναι τόσο κοντά αυτή η μέρα, όπως τη βλέπω τώρα να πλησιάζει. Παρόλα αυτά, η αμορφωσιά και ο ρατσισμός που επιπλέουν και μολύνουν την ελληνική κοινωνία, δεν έχουν πάρει χαμπάρι τίποτα απ’ αυτό που έρχεται διότι δεν φρόντισαν ποτέ να μάθουν τι έχει προηγηθεί. Ίσως είναι η μοίρα της ανθρωπότητας να κάνει κάθε τόσο τα ίδια λάθη. Για να ξεσκαρτάρει ο πληθυσμός και ξανά απ’ την αρχή.
Το παρόν ποστ είναι αφιερωμένο στα παιδιά που άφησαν την τελευταία τους πνοή άδικα των αδίκων έξω από τη Σμύρνη προχτές, πληρώνοντας την αθλιότητα της κοινωνίας των γονέων τους. Επίσης είναι αφιερωμένο προκαταβολικά στα πνιγμένα ελληνάκια που θα πληρώσουν στο άμεσο μέλλον με τον ίδιο τρόπο ή ανάλογο τρόπο, την ίδια αθλιότητα.
Γιάννης Μακριδάκης
“Στην αρχή, όταν επηγαίναμε, είχενε κύμα η θάλασσα κι εμείς θα ταξιδεύαμε με ψαρόβαρκες, με πανί και με κουπιά. Και περιμέναμε να καλμάρει λίγο η θάλασσα. Κι ερχόντανε οι γυναίκες και βάζανε εικόνες μέσα στη θάλασσα, να γαληνέψει η θάλασσα, να μπορέσομε να ταξιδέψομε. Όταν νύχτωσε, με τη βοήθεια του Θεού, εκάλμαρεν η θάλασσα και έρχονται έντεκα ψαρόβαρκες. Και φύγαμε κονβόι. Και ξεκινούμε κατά τις 9 η ώρα γιατί έπρεπε να νυχτώσει. Και πηγαίναμε κοντά κοντά στη Χίο, δηλαδή δεν πήγαμε αμέσως απέναντι προς την Τουρκία. Τα παράλια της Χίου ακολουθούσαμε. Εμείς είμαστε η τελευταία βάρκα. Καμιά εικοσαριά αθρώποι μέσα και τέσσερις στο κουπί. Εν τω μεταξύ η αδελφή μου, μωρό, το ‘χε τυλιγμένο σ’ ένα χράμι η μαμά μουκαι αυτό ζαλίστηκε, φαίνεται, με τη θάλασσα και άρχισε να κλαίει, να κλαίει γοερά και να φωνάζουνε μες στη βάρκα: “Πετάξτε το παιδί στη θάλασσα, θα μας πιάσουνε οι Γερμανοί”… Εύχαρις Κοκκάλη Ακαβάλου
“Κανονίσαμε με έναν βαρκάρη από τα θυμιανά να μας πάει απέναντι. Μας είπε λοιπόν μια συγκεκριμένη μέρα: “Ελάτε εδώ, στον Καρφά, στη μία η ώρα”, γιατί περνούσεν η Καταδίωξη “να ξεκινήσομε”…
Είμαστε εννιά άτομα μέσα σε μια βάρκα. Ξεκινήσαμε, Ό,τι είχαμε του το δώσαμε, τον επλερώσαμε. Κάτι λεφτά είχαμε μαζεμένα όλοι μαζί και του τα δώσαμε να μας πα. Ο πατέρας μου είχενε ένα σάκο στρατιωτικό και είχενε αγοράσει πέντ’ έξι κιλά σύκα και τα είχενε μέσα για να τα φάμε άμ έβγομε από κει. Δεν είχαμε τίποτ άλλο. Καλοκαίρι του 41 ήτανε. Ξεκινήσαμε να φύγομε. Σιγά σιγά επηγαίναμε. Η αδερφή μου, ήτανε έντεκα χρονώ, έβγαζε τα νερά από τη βάρκα από δω που ξεκινήσαμε μέχρι την Τουρκία. Σαν φτάσαμε πια στα μισά της διαδρομής, ήκουεν ο βαρκάρης ένα ντούκου ντούκου ντούκου και λέει:’Έρκεται η Καταδίωξη. Αν έρτει πιο κοντά και δούμε πως είναι η Καταδίωξη, θα βγάλω το φελλό”.
Το φελλό θα βγάλεις; Έτσι και σε δω να σκύψεις να βγάλεις το φελλό θα σε πετάξω στη θάλασσα και θα την πάω εγώ τη βάρκα, του λέει ένας γείτονας που ταξίδευε μαζί μας. Ήτανε τρεςι άντρες μέσα, ο πατέρας μου κι άλλοι δυο. Αν ήμασταν μοναχοί μας, τα γυναικόπαιδα, θα μας είχενε πνιγμένους”…
Γιάννης Ξυντάρης
“Το στενό της Χίου τα τελευταία εκατό χρόνια έζησε πολλές παρόμοιες ιστορίες. Το 1914 με τον πρώτο διωγμό οι βάρκες έρχονταν προς τα δω, το 1920 με την παλιννόστηση τα πλεούμενα πήγαιναν προς την απέναντι ακτή. Το 1922 με τον μεγάλο διωγμό ξανά οι βάρκες των απελπισμένων ήρθαν προς τα εδώ. Το 1941 ήταν πάλι η σειρά της αντίστροφης πορείας. Σήμερα, εδώ και κάμποσα χρόνια, πάλι απελπισμένοι πρόσφυγες από τις ασιατικές χώρες κάνουν αυτό το νυχτερινό ταξίδι προς το άγνωστο φορτωμένοι με ελπίδες για μια καλύτερη ζωή. Το θαλάσσιο στενό ανάμεσα στη Χίο και τη Σμύρνη ποτέ δεν ησύχασε. Ποτέ δεν έπαψε να γεννά ελπίδα, να βρέχει την αγωνία και να ρουφά τη ζωή όσων δεν κατάφεραν να το περάσουν.
Ας είμαστε λοιπόν σε εγρήγορση κι ας δείχνουμε κατανόηση και ανθρωπιά στους σύγχρονους πρόσφυγες. Ας είμαστε πολιτικά ενεργοί με βασικό στόχο να μην υπάρχουν ποτέ πια πρόσφυγες σ’ αυτή τη γη. Ας μην ξεχνάμε πως κανένας δεν φεύγει από την πατρίδα του δίχως πόνο. Τα χώματα που μας γέννησαν, μας έχουν δανείσει το κορμί, να το ζήσουμε, να το περιφέρουμε και στο τέλος να το παραδώσουμε πίσω, εκεί που ανήκει. Γι’ αυτό τα χώματα μάς τραβούν και κάθε προσφυγιά είναι βίαιη”.
Αυτά έγραφα τότε, πριν μερικά χρόνια στον επίλογο του βιβλίου Συρματένιοι ξεσυρματένιοι όλοι, χιώτες πρόσφυγες και στρατιώτες στη Μέση Ανατολή, (εκδ. Πελινναίο 2007 και Εστία 2010), από το οποίο είναι και τα αποσπάσματα των μαρτυριών που παρέθεσα στην αρχή.
Ήμουν βέβαιος ότι θα ξανάρθει η μέρα που οι Έλληνες θα φεύγουν και πάλι πρόσφυγες διότι η πορεία της ιστορίας δεν αλλάζει, οι βάρκες με τους πρόσφυγες θα ξαναπάνε απέναντι, αλλά δεν φανταζόμουν ότι θα είναι τόσο κοντά αυτή η μέρα, όπως τη βλέπω τώρα να πλησιάζει. Παρόλα αυτά, η αμορφωσιά και ο ρατσισμός που επιπλέουν και μολύνουν την ελληνική κοινωνία, δεν έχουν πάρει χαμπάρι τίποτα απ’ αυτό που έρχεται διότι δεν φρόντισαν ποτέ να μάθουν τι έχει προηγηθεί. Ίσως είναι η μοίρα της ανθρωπότητας να κάνει κάθε τόσο τα ίδια λάθη. Για να ξεσκαρτάρει ο πληθυσμός και ξανά απ’ την αρχή.
Το παρόν ποστ είναι αφιερωμένο στα παιδιά που άφησαν την τελευταία τους πνοή άδικα των αδίκων έξω από τη Σμύρνη προχτές, πληρώνοντας την αθλιότητα της κοινωνίας των γονέων τους. Επίσης είναι αφιερωμένο προκαταβολικά στα πνιγμένα ελληνάκια που θα πληρώσουν στο άμεσο μέλλον με τον ίδιο τρόπο ή ανάλογο τρόπο, την ίδια αθλιότητα.
Γιάννης Μακριδάκης
http://ecoleft.wordpress.com